του Γιώργου Στούμπου*
Ο Thomas Piketty, συγγραφέας του βιβλίου «Το Κεφάλαιο στον 21ο αιώνα», διατυπώνει μια σύγχρονη εκτίμηση για τον καπιταλισμό της Δύσης (γιατί υπάρχει και η κινεζική εκδοχή), ισχυριζόμενος ότι έχει περάσει σε μια νέα φάση συσσώρευσης κεφαλαίου που δημιουργεί μετρήσιμες και αξεπέραστες εισοδηματικές και κοινωνικές ανισότητες. Συγκεκριμένα, υποστηρίζει ότι σε οικονομίες όπου η απόδοση του κεφαλαίου αυξάνεται ταχύτερα από τον ρυθμό ανάπτυξης, αυξάνεται και το σχετικό μερίδιο του κεφαλαίου στο εθνικό εισόδημα. Με απλά λόγια, οι κεφαλαιούχοι αυξάνουν ταχύτερα τον πλούτο τους συγκριτικά με το εισόδημα από μισθωτή εργασία. Αυτή η ανισορροπία είναι ασύμβατη με τη δημοκρατία, πόσο μάλλον με την κοινωνική δικαιοσύνη, και, κατά τον Piketty, καθιστά τον καπιταλισμό εντέλει μη βιώσιμο.
Οι οικονομικοί δείκτες επιβεβαιώνουν τη βασική θέση του Piketty, ιδιαίτερα την περίοδο μετά την πτώχευση των Lehman Brothers το 2008. Η τάση αυτή επιδεινώθηκε με την άνοδο του Τραμπ στην εξουσία και την άρση σημαντικών ελεγκτικών και ρυθμιστικών κανόνων και τη μείωση της φορολογίας του πλούτου. Ως συνακόλουθο, η άνοδος των χρηματιστηριακών αγορών παγκοσμίως και ιδιαίτερα στην Αμερική αύξησε την αξία των χαρτοφυλακίων μετοχών γενικά, αποφέροντας υπέρογκα κέρδη σε μετοχικές αξίες, ιδιαίτερα για τους μεγαλομετόχους. Οι μη συμμετέχοντες στο «παιχνίδι» αυτό δεν είχαν κέρδη να καταγράψουν. Το συμπέρασμα, προφανές: τα τελευταία χρόνια έχουμε μια σταθερή αύξηση της συγκέντρωσης και ανισοκατανομής πλούτου, με δυσοίωνες επιπτώσεις και προοπτικές για το μέλλον αν η τάση αυτή συνεχιστεί.
Το Ερευνητικό Ινστιτούτο της Credit Suisse, στις ετήσιες έρευνες που δημοσιοποιεί με τίτλο «Global Wealth Report», και το «World Inequality Report» (εκδόσεις Πανεπιστημίου Χάρβαρντ) επιβεβαιώνουν αυτή την πραγματικότητα. Σε πολύ γενικές γραμμές, τόσο οι δισεκατομμυριούχοι όσο και οι πολυεκατομμυριούχοι έχουν αυξήσει, ιδιαίτερα την τελευταία δεκαετία, την περιουσία τους σε πολλαπλάσιο βαθμό συγκριτικά με τους μισθωτούς. Ενδεικτικά να αναφέρουμε ότι το 1% του παγκόσμιου πληθυσμού κατέχει το 45,8% του πλούτου. Στον αντίποδα, υπολογίζεται ότι 2,9 δισ. άνθρωποι παγκοσμίως, ήτοι το 55% του ενήλικου πληθυσμού, διαθέτουν περιουσιακά στοιχεία κάτω των 10.000 δολαρίων. Μια ακόμη πιο εκκωφαντική στατιστική: Σύμφωνα με τον δείκτη δισεκατομμυριούχων του Bloomberg, οι 500 πλουσιότεροι άνθρωποι του κόσμου έγιναν πλουσιότεροι κατά 1,8 τρισ. δολ. μόνο το 2020. (Σε αυτά τα στοιχεία συμπεριλαμβάνονται η Κίνα, οι χώρες του Κόλπου και η Ρωσία.)
Είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρον να τονίσουμε ότι το φαινόμενο αυτό δεν περιορίζεται σε μία κατηγορία οικονομιών (π.χ. στις ανεπτυγμένες, στις αναπτυσσόμενες ή στις υπανάπτυκτες). Η έκθεση της Credit Suisse καταλήγει ότι η διεύρυνση των εισοδηματικών ανισοτήτων διαπερνά την πλειονότητα των χωρών, τόσο σε εθνικό επίπεδο όσο και μεταξύ πλούσιων και φτωχών χωρών.
Το ερώτημα που τίθεται, λοιπόν, είναι το εξής: οδεύουν οι καπιταλιστικές οικονομίες και ιδιαίτερα οι οικονομίες της Δύσης προς μια μη αναστρέψιμη, μη βιώσιμη, αδιέξοδη κρίση που θα οδηγήσει σε κατάρρευση του συστήματος;
Αν ο Piketty αναδεικνύει το ένα πρόσωπο του Ιανού, υπάρχει και ένα άλλο. Οι διαδοχικές κρίσεις των τελευταίων τριών ετών, από την πανδημία μέχρι τον πόλεμο στην Ουκρανία και από την ενεργειακή κρίση μέχρι τη δραματική άνοδο των πληθωριστικών πιέσεων, αναδεικνύουν περίτρανα τις δυνατότητες του συστήματος να αναδιατάξει τη λειτουργία του και να υιοθετήσει πολιτικές υπέρβασης των διαδοχικών κρίσεων. Εκεί θα κριθεί και η βιωσιμότητά του. Οι αποδείξεις είναι τόσο απτές όσο και οι διαπιστώσεις του Piketty περί διεύρυνσης των ανισοτήτων. Ενδεικτικά να αναφέρουμε:
Η πανδημία αρχικά «πάγωσε» την παγκόσμια οικονομία σε επίπεδο παραγωγής, διακίνησης και εμπορίας προϊόντων. Αποσυντόνισε εργασιακές σχέσεις και αφάνισε εισοδήματα. Το σύστημα όμως αντέδρασε άμεσα ενεργοποιώντας μαζικά προγράμματα εισοδηματικών ενισχύσεων, εισάγοντας νέες μορφές εργασίας, εφαρμόζοντας νέες τεχνολογίες επικοινωνίας. Ο εργασιακός χώρος αναδιατάχθηκε, μειώνοντας το κόστος και τον χρόνο παροχής υπηρεσιών.
Ο πόλεμος στην Ουκρανία και η ενεργειακή κρίση οδηγούν σε έναν πρωτόγνωρο επανασχεδιασμό της παραγωγής, διανομής και εμπορίας των προϊόντων ενέργειας, με σαφή γεωπολιτικό προσανατολισμό σε παγκόσμια κλίμακα. Επισπεύδεται η πράσινη μετάβαση με ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και περιορίζεται σταδιακά η εξάρτηση από τα ορυκτά καύσιμα. Αναπτύσσονται νέες ενεργειακές υποδομές και συστήματα διανομής που θα καταστήσουν τις δυτικές οικονομίες ενεργειακά πιο ασφαλείς και ανεξάρτητες. Η νέα ενεργειακή «ισορροπία» θα μειώσει δραστικά τόσο το κόστος ενέργειας όσο και τα πρωτογενή αίτια του πληθωρισμού.
Εξίσου σημαντικό, οι δυτικές οικονομίες, για να προστατευθούν από τις διαδοχικές κρίσεις, κατάργησαν ένα «άβατο». Η πολιτική της ποσοτικής χαλάρωσης «παραβίασε» στοιχειώδεις κανόνες νομισματικής ορθοδοξίας. Οι κυβερνήσεις και οι κεντρικές τράπεζες έθεσαν την κοινωνική γαλήνη και συνοχή πάνω από τη δημοσιονομική πειθαρχία και την πληθωριστική απειλή. Ειδικότερα, οι δυτικές κυβερνήσεις δαπάνησαν από 10% μέχρι 20% του εθνικού τους ΑΕΠ για να χρηματοδοτήσουν προγράμματα επιδοτήσεων είτε λόγω της πανδημίας είτε λόγω της ενεργειακής κρίσης. Υπάρχουν αρνητικές επιπτώσεις; Σαφώς και υπάρχουν, όπως ο πληθωρισμός που εντέλει εκδηλώθηκε. Αλλά το σύστημα ευθαρσώς δηλώνει ότι η επιβίωσή του απαιτεί υπερβάσεις, τις οποίες είναι διατεθειμένο να κάνει – χωρίς δεύτερη σκέψη.
Κλείνοντας, μια αναφορά σε μια ιδιότυπη αναδιανομή εισοδήματος. Ολα τα πακέτα στήριξης για την πανδημία και την ενεργειακή κρίση χρηματοδοτήθηκαν μέσω δανεισμού του δημόσιου από τον ιδιωτικό τομέα, από το πλεόνασμα των «εχόντων». Οι δικαιούχοι δεν θα κληθούν ποτέ να επιστρέψουν τις ενισχύσεις αυτές, οι οποίες απλώς καταγράφονται στο δημόσιο χρέος αυξάνοντάς το. Κατά συνέπεια, έχουμε μια οιονεί αναδιανομή εισοδήματος στο όνομα της βιωσιμότητας του συστήματος.
Οι υπερβάσεις αυτές δεν ακυρώνουν τις διαπιστώσεις του Piketty, αλλά δημιουργούν τις προϋποθέσεις για πιο αποφασιστική αντιμετώπιση της εισοδηματικής ανισότητας. Είναι σχεδόν καθολική η τάση για αύξηση της φορολογίας του μεγάλου πλούτου και των εταιρικών κερδών, με ταυτόχρονες φοροελαφρύνσεις των χαμηλών και μεσαίων εισοδημάτων. Η άνοδος του πληθωρισμού καθιστά αναγκαία και απαραίτητη την αναπροσαρμογή μισθών και συντάξεων. Όλα, μέτρα προς τη σωστή κατεύθυνση.
Το σύστημα λοιπόν αλλάζει για να επιβιώσει. Αυτό είναι όχι μόνο η ειδοποιός διαφορά, αλλά και η πλέον καθοριστική δυνατότητα των οικονομιών της αγοράς. Πέρα από την όποια θεωρία και ανάλυση, ο δυτικός καπιταλισμός έχει κατανοήσει μια βασική αρχή της επιβίωσης: «Ο,τι δεν σε σκοτώνει σε κάνει πιο δυνατό». Αρκεί να έχεις τη βούληση και τα εργαλεία για να επιβάλλεις ουσιαστικές και βιώσιμες αλλαγές. Αυτή η νιτσεϊκή ρήση που πλέον έχει ενσωματωθεί στη λαϊκή σοφία δίνει το στίγμα ενός συστήματος που παραμένει κυρίαρχο για περισσότερους από τρεις αιώνες.
*καθηγητής Πολιτικής Οικονομίας & στέλεχος της Τράπεζας της Ελλάδος