των Σάββα Γ. Ρομπόλη και Βασίλειου Μπέτση*
Η παγκόσμια οικονομία δοκιμάζεται από βραχυπρόθεσμες και μεσοπρόθεσμες αναταράξεις προσφοράς οι οποίες υπονομεύουν σοβαρά την ανάπτυξη και αυξάνουν σημαντικά τόσο τις τιμές των ενεργειακών προϊόντων, των τροφίμων, των μεταφορών του εφοδιασμού, κ.λπ., όσο και το κόστος παραγωγής. Οι δυσμενείς αυτές εξελίξεις δημιουργούν, μεταξύ των άλλων, συνθήκες στασιμοπληθωρισμού (υψηλός πληθωρισμός και ασθενής ανάπτυξη) σε διεθνές και ευρωπαϊκό επίπεδο. Αξίζει να σημειωθεί ότι η τελευταία φορά που η παγκόσμια οικονομία γνώρισε συνθήκες στασιμοπληθωρισμού ήταν κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1970. Αλλά τουλάχιστον τότε, οι δείκτες χρέους ήταν πολύ χαμηλοί (Ν. Roubini, 5/12/22).
Στις μέρες μας η αύξηση των πληθωριστικών πιέσεων από τον Οκτώβριο του 2021 επιδεινώθηκε κατά το 2022 εξαιτίας, κατά βάση, των πολεμικών συγκρούσεων της Ρωσίας στην Ουκρανία. Ειδικότερα στην Ελλάδα ο πληθωρισμός κατά το 2022, σύμφωνα με τον Κρατικό Προϋπολογισμό του 2023, εκτιμάται ότι θα διαμορφωθεί στο 9,7% και η ανάπτυξη στο 5,6%. Παράλληλα, σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ (9/12/22), ο πληθωρισμός τον Νοέμβριο ήταν 8,5% και η αύξηση του ΑΕΠ 5,2%.
Επίσης, η ανάπτυξη στην Ελλάδα κατά το πρώτο τρίμηνο του 2022 ήταν 7,9%, κατά το δεύτερο τρίμηνο ήταν 7,1% και κατά το τρίτο τρίμηνο ήταν 2,8%. Ετσι, προκειμένου η ανάπτυξη κατά το 2022 να είναι 5,6%, όπως εκτιμάται στον Κρατικό Προϋπολογισμό του 2023, θα πρέπει το τέταρτο τρίμηνο του 2022 να σημειωθεί ανάπτυξη τουλάχιστον 4,8%.
Στις συνθήκες αυτές παρά την αύξηση του κατώτατου μισθού κατά 9,6% (από 758 ευρώ σε 831 ευρώ μεικτά) εντός του 2022 και των συντάξεων κατά 7,75% η οποία θα εφαρμοστεί από 1/1/2023, η αγοραστική δύναμη μειώθηκε κατά 12,3% στον κατώτατο μισθό και κατά 18,6% στον μέσο μισθό των μισθωτών (πλήρους και μερικής απασχόλησης) καθώς και των συνταξιούχων. Αυτό σημαίνει ότι στις συνθήκες των πληθωριστικών πιέσεων του 2022 στη χώρα μας, η διατήρηση του επιπέδου της αγοραστικής δύναμης του κατώτατου μισθού προϋπέθετε το επίπεδό του να είναι 952 ευρώ (μεικτά), σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat (Eurostat, 2022, Purchasing Power Standard). Επίσης, η ανεργία μειώθηκε από 13% (Δεκέμβριος 2021, 605.000 άνεργοι) σε 11,4% τον Νοέμβριο του 2022 (540.000 άνεργοι).
Ταυτόχρονα, κατά το ίδιο χρονικό διάστημα οι απασχολούμενοι αυξήθηκαν από 4,065 εκατ. άτομα σε 4,138 εκατ. άτομα παρουσιάζοντας αύξηση κατά 72.000 απασχολούμενους. Είναι ενδιαφέρον να σημειωθεί ότι ενώ οι άνεργοι είναι 540.000 άτομα (11,4%), το 2009 ο ίδιος αριθμός ανέργων αντιστοιχούσε σε ποσοστό ανεργίας 10,8%, γεγονός που εξηγείται από τη μείωση του εργατικού δυναμικού κατά 7% (από 5,024 εκατ. άτομα το 2009 σε 4,682 εκατ. άτομα το 2022).
Παράλληλα, εάν λάβουμε υπόψη τα στοιχεία του Ταμείου Επικουρικής Κεφαλαιοποιητικής Ασφάλισης (ΤΕΚΑ) θα διαπιστώσουμε ότι κατά το πρώτο έτος (2022) λειτουργίας του ασφαλίστηκαν για πρώτη φορά 140.000 εργαζόμενοι και τα αντίστοιχα συσσωρευμένα κεφάλαια από τις εισφορές είναι μόλις 12 εκατ. ευρώ περίπου. Αυτό σημαίνει ότι οι νέοι ασφαλισμένοι πρωτοασφαλίζονται με έναν μέσο μισθό της τάξης των 480 ευρώ, γεγονός που αποδεικνύει ότι ιδιαίτερα στους νέους κυριαρχεί η μερική και η εκ περιτροπής απασχόληση. Με άλλα λόγια αποδεικνύεται με τον πιο εύληπτο και ανησυχητικό τρόπο ότι η μείωση της ανεργίας συνοδεύεται από ευέλικτες και υπο-αμειβόμενες θέσεις εργασίας. Παράλληλα, κατά το 2023 στη χώρα μας, σύμφωνα με τα στοιχεία του Κρατικού Προϋπολογισμού του 2023, εκτιμάται ότι η ανάπτυξη θα διαμορφωθεί στο 1,8% και ο πληθωρισμός στο 5%. Σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή η ανάπτυξη στην Ελλάδα εκτιμάται ότι θα διαμορφωθεί στο 1% και ο πληθωρισμός στο 6%. Αντίστοιχα, το ΔΝΤ προβλέπει (2023) για την Ελλάδα ανάπτυξη 1,8% και πληθωρισμό 5%. Στις συνθήκες αυτές εκτιμάται ότι το πιο πιθανό σενάριο επιβεβαίωσης στην Ελλάδα κατά το 2023 θα είναι αυτό της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (ανάπτυξη 1% και πληθωρισμός 6%), γεγονός που σημαίνει περαιτέρω μείωση της αγοραστικής δύναμης των μισθών και των συντάξεων.
Ως εκ τούτου για να αποφευχθεί αυτή η δυσμενής εξέλιξη ο κατώτατος μισθός στη χώρα μας θα πρέπει να αυξηθεί τουλάχιστον στο επίπεδο των 914 ευρώ (μεικτά). Παράλληλα, στην περίπτωση των συντάξεων, εάν αυτές αυξηθούν, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις (2023) αύξησης του ΑΕΠ και του πληθωρισμού της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και τον Ν. 4387/16, τότε θα συνεχιστεί η επιδείνωση της αγοραστικής δύναμης, δεδομένου ότι η αύξηση των συντάξεων με βάση τα στοιχεία του 2023 που θα χορηγηθεί από 1/1/2024 θα είναι 3,5% και θα υπολείπεται κατά 2,5 ποσοστιαίες μονάδες του πληθωρισμού, οι οποίες θα προστεθούν στις 2 ποσοστιαίες μονάδες του 2022 (7,75% αύξηση με πληθωρισμό 9,6%).
Οι εξελίξεις αυτές εκτιμάται ότι θα μειώσουν περαιτέρω την αγοραστική δύναμη των συνταξιούχων περίπου στο 20% το 2023 από 18,6% το 2022 και 16,5% το 2024. Επιπλέον, η σταδιακή αύξηση των συνταξιοδοτήσεων (2022-2028) λόγω του baby booming (220.000 συνταξιοδοτήσεις κατά το 2022) θα προκαλέσει αυξημένες δαπάνες συντάξεων, οι οποίες θα κινδυνεύσουν να μην μπορούν να χρηματοδοτηθούν από τις εισφορές των αυξανόμενων ευέλικτων και υπο-αμειβόμενων θέσεων εργασίας. Ως εκ τούτου επιβάλλεται στην ελληνική οικονομία να σχεδιάσει από το 2023 τη χρηματοδότηση του προκαλούμενου χρηματοδοτικού κενού της μεσοπρόθεσμης περιόδου 2023-2029, προκειμένου να αποφευχθεί έγκαιρα και έγκυρα η επανάληψη των μνημονιακών περικοπών των συντάξεων της προηγούμενης δεκαετίας 2009-2019.
*ομ. καθηγητής Παντείου Πανεπιστημίου και δρ Παντείου Πανεπιστημίου
**πρώτη δημοσίευση: Οικονομικός Ταχυδρόμος