του Παναγιώτη Σωτήρη
Παρότι δίνουμε μεγαλύτερη σημασία στις ολοένα και πιο οξείες ανακοινώσεις που ανταλλάσσουν ΗΠΑ και Κίνα σε σχέση με «γεωπολιτικά ζητήματα», τελευταίο παράδειγμα η απαξίωση από την Ουάσιγκτον του κινεζικού ειρηνευτικού σχεδίου για την Ουκρανία, εντούτοις υπάρχει ένας άλλος αμερικανοκινεζικός πόλεμος σε εξέλιξη, με αντικείμενο τους ημιαγωγούς υψηλής τεχνολογίας.
Το καλοκαίρι του 2022 το Αμερικανικό Κογκρέσο πέρασε τον νόμο με τον τίτλο CHIPS and Science Act, που βασικό αντικείμενο έχει την επανεκκίνηση της παραγωγής εξελιγμένων ημιαγωγών σε αμερικανικό έδαφος μέσα από επιδοτήσεις και φοροαπαλλαγές. Συνολικά, ο νόμος προβλέπει 52,7 δισεκατομμύρια δολάρια οικονομικών ενισχύσεων στην παραγωγή και την έρευνα και ανάπτυξη ημιαγωγών, ενώ προβλέπει και 24 δισεκατομμύρια δολάρια σε σχετικές φοροαπαλλαγές.
Ο στόχος του νόμου αυτού είναι να εξασφαλιστεί ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες θα μπορέσουν να βρεθούν ξανά στην κορυφή της έρευνας, ανάπτυξης και παραγωγής εξελιγμένων μικροτσίπ. Και αυτό γιατί ενώ το 1990 το 37% της παγκόσμιας παραγωγής τσιπ γινόταν στις ΗΠΑ, σήμερα αυτό έχει υποχωρήσει στο 12%. Οι ΗΠΑ έχουν χάσει από το 2001 το ένα τρίτο των θέσεων εργασίας σε αμερικανικό έδαφος στη παραγωγή ημιαγωγών, την ώρα που η παγκόσμια βιομηχανία σε αυτόν τον κλάδο έχει υπερτριπλασιαστεί.
Την ίδια στιγμή, στην επανεκκίνηση της παγκόσμιας οικονομίας το 2021 μετά την πανδημική ύφεση φάνηκε ότι από τα σοβαρότερα προβλήματα στις εφοδιαστικές αλυσίδες ήταν αυτά που αφορούσαν την παραγωγή μικροτσίπ, με αποτέλεσμα φαινόμενα όπως ακόμη και αυξήσεις τιμών στα αυτοκίνητα σε μεγάλο βαθμό εξαιτίας των προβλημάτων στην επαρκή προμήθεια τσιπ, σύμφωνα με την υπουργό Εμπορίου των ΗΠΑ Τζίνα Ραϊμόντο.
Και βέβαια το πρόβλημα με την επάρκεια μικροτσίπ δεν αφορά μόνο την αυτοκινητοβιομηχανία ή την βιομηχανία συσκευών υψηλής κατανάλωσης. Αφορά ακόμη κρίσιμες υποδομές αλλά και την άμυνα, ιδίως σε εξελιγμένα οπλικά συστήματα όπως είναι οι υπερηχητικοί πύραυλοι, οι δορυφόροι και τα μη επανδρωμένα αεροσκάφη.
Και βέβαια στον ορίζοντα υπάρχει πάντα η Κίνα. Το 2020 η παραγωγή συσκευών με ημιαγωγούς στην Κίνα ξεπέρασε αυτή της Ταϊβάν και υπολειπόταν μόνο αυτή της των ΗΠΑ και της Ιαπωνίας. Ακόμη πιο σημαντικό είναι το γεγονός ότι η Κίνα τα τελευταία δύο χρόνια έχει προσθέσει το 80% της επιπλέον παραγωγικής δυνατότητας για την κατασκευή ημιαγωγών παγκοσμίως.
Η προσπάθεια να υπονομευτεί η κινεζική παραγωγή μικροτσιπ τελευταίας γενιάς
Όμως, στους ημιαγωγούς ο ανταγωνισμός δεν αφορά απλώς την παραγωγή μικροτσίπ, αλλά σε μεγάλο βαθμό την παραγωγή μικροτσίπ τελευταίας γενιάς. Και αυτό κυρίως μεταφράζεται στην ικανότητα παραγωγής πάρα πολύ λεπτών μικροτσίπ (δηλαδή πάχους 7 νανομέτρων και κάτω).
Εκεί παραδοσιακά την πρωτοπορία στην παραγωγή του στη διατηρούσαν κυρίως η Ταϊβάν και η Νότια Κορέα, ενώ μια εταιρεία με έδρα την Ολλανδία, η ASML είχε την τεχνογνωσία για την εκτύπωση. Ξεκινώντας από τις κυρώσεις σε βάρος της Huawei το 2019, οι ΗΠΑ σταδιακά άρχισαν να προσθέτουν κινεζικές εταιρείες στον κατάλογο αυτών στις οποίες είχαν επιβληθεί κυρώσεις, ενώ άρχισαν να επιβάλουν και απαγορεύσεις τόσο στην εξαγωγή αναγκαίας τεχνολογίας όσο στη δυνατότητα να εργάζονται σε κινεζικές εταιρείες ημιαγωγών αμερικανών πολιτών ή μονίμων κατοίκων ΗΠΑ. Παράλληλα, οι ΗΠΑ άρχισαν να κλιμακώνουν τις απαγορεύσεις εξαγωγής συγκεκριμένων τεχνολογιών στην Κίνα, απαγορεύσεις που αφορούσαν και χώρες εκτός ΗΠΑ ουσιαστικά.
Ο στόχος δεν είναι τόσο να μην καταφέρει η Κίνα να παράγει γενικά μικροτσίπ, αλλά να καθυστερήσει σημαντικά η δυνατότητά της να παράγει μαζικά μικροτσίπ τελευταίας γενιάς. Η απάντηση της Κίνας ήταν να επιταχύνει την προσπάθεια να αποκτήσει αυτάρκεια στην παραγωγή μικροτσιπ, κίνηση που στην αρχή συνάντησε τη δυσκολία, παρά τις μεγάλες επιδοτήσεις του κινεζικού κράτους, ότι ακόμη και οι κινεζικές επιχειρήσεις δεν προτιμούσαν τα κινεζικά τσιπ. Όμως, φαίνεται ότι η οι κυρώσεις των τελευταίων ετών είχαν το αποτέλεσμα αρκετές κινεζικές εταιρείες να στραφούν αναγκαστικά στους κινέζους παραγωγούς, που όμως και αυτοί σε ορισμένες περιπτώσεις τα έδιναν για κατασκευή σε εταιρείες στην Ταϊβάν ή τη Νότια Κορέα. Ουσιαστικά, ο δρόμος για να αποκτήσει η Κίνα αυτάρκεια θα είναι μακρύς. Το αποτέλεσμα ήταν οι μεγάλες κινεζικές εταιρείες ημιαγωγών όπως η SMIC να έχουν σημαντικά κέρδη το 2022, αλλά να προβλέπουν υποχώρηση το 2023 ακριβώς επειδή καλούνται να αντιμετωπίσουν τα προβλήματα από τις αμερικανικές κυρώσεις και τις απαγορεύσεις εξαγωγής εξοπλισμού, που δυσκολεύει και την προσπάθεια να αυξηθεί η παραγωγική ικανότητα επί κινεζικού εδάφους.
Μπορούν οι ΗΠΑ να ανακτήσουν την πρωτοπορία;
Ωστόσο το ερώτημα παραμένει: οι ΗΠΑ μπορεί να αποδείχτηκαν ικανές να υψώσουν έστω πρόσκαιρα εμπόδια στην τεχνολογική ανάπτυξη της Κίνας στον τομέα των ημιαγωγών, είναι όμως ικανές να ανακτήσουν την πρωτοκαθεδρία παγκοσμίως στον κλάδο; Οι ομιλίες και παρεμβάσεις των Αμερικανών κυβερνητικών αξιωματούχων κατατείνουν σε αυτή την κατεύθυνση.
Ωστόσο, δεν είναι καθόλου δεδομένο ότι μπορούν οι ΗΠΑ να αντιμετωπίσουν την πρόοδο που έχουν κάνει εταιρείες όπως π.χ. η TSMC (Ταϊβάν) ή Sony Semiconductor. Για παράδειγμα, αυτή τη στιγμή η Ταϊβάν παράγει το 92% της παγκόσμιας παραγωγής μικροτσίπ τελευταίας γενιάς (αυτό σημαίνει σήμερα τσιπ στα 7 νανόμετρα και κάτω), κυρίως μέσω της TSMC, ενώ το υπόλοιπο ποσοστό καλύπτεται κυρίως από τη Νοτιοκορεατική Samsung. Θα μπορούσε κανείς να σημειώσει ότι την ώρα που οι ΗΠΑ στρέφονται κατά της Κίνας, εντούτοις έχει σημασία και το γεγονός ότι ως προς την τεχνολογική τους ασφάλεια σε μεγάλο βαθμό εξαρτώνται από εργοστάσια στην Ταϊβάν, με όλο το γεωπολιτικό κίνδυνο που εμπεριέχει τυχόν απόφαση της κινεζικής ηγεσίας να επιταχύνει ακόμη και βίαια τον στόχο της «επανένωσης» (στοιχείο που εξηγεί επιπλέον και γιατί οι ΗΠΑ προσπαθούν να αποτρέψουν προληπτικά τυχόν τέτοιο ενδεχόμενο).
Την ίδια στιγμή, το μέγεθος της προσπάθειας που πρέπει να κάνουν οι ίδιες οι ΗΠΑ είναι τεράστιο. Για παράδειγμα, μπορεί να δίνουν πάνω από 50 δισεκατομμύρια σε επιδοτήσεις, αλλά την ίδια στιγμή για να μπορέσει να προχωρήσει το σχέδιο να ανακτήσουν οι ΗΠΑ την τεχνολογική πρωτοπορία στους ημιαγωγούς απαιτείται να κινητοποιηθούν άλλα 500 δισεκατομμύρια σε επενδύσεις από τις ιδιωτικές επιχειρήσεις. Και βέβαια, μπορεί οι ΗΠΑ να επικεντρώνουν στον ανταγωνισμό με την Κίνα, όμως την ίδια στιγμή υπάρχει το ζήτημα το πώς θα αντιδράσουν και οι υπόλοιποι ανταγωνιστές των ΗΠΑ (η Ταϊβάν, η Ιαπωνία, η Νότια Κορέα και η Ευρώπη) και ποια εικόνα για διαμορφώσει αυτό για την παγκόσμια αγορά, συμπεριλαμβανομένου και ενός κινδύνου υπερπροσφοράς.
Επιπλέον οι ΗΠΑ καλούνται να αναμετρηθούν όχι απλώς με το εάν θα μπορέσουν να προσφέρουν επαρκείς επιδοτήσεις, αλλά και το εάν θα μπορέσουν να διαμορφώσουν ένα ευρύτερο τεχνολογικό και ερευνητικό «οικοσύστημα» γύρω από τη παραγωγή υψηλής τεχνολογίας μικροτσίπ. Και αυτό σημαίνει ότι θα μπορέσουν όντως να «μιμηθούν» την Κίνα στην ικανότητα να αυξάνουν σημαντικά το αριθμό των κατόχων διδακτορικών στους συγκεκριμένους κλάδους αιχμής ή, με άλλους όρους, να επαναλάβουν αυτό που κατάφεραν όταν ανακοινώνοντας την εκκίνηση του διαστημικού προγράμματος ώθησαν πλήθος αποφοίτων να κάνουν διδακτορικά στις φυσικές επιστήμες και στην τεχνολογία.
*πρώτη δημοσίευση: In.gr