της Έφης Αχτσιόγλου*
Tον Νοέμβριο του 2008, λίγες μέρες μετά τη θριαμβική εκλογή του Barack Obama, το περιοδικό «Time» κυκλοφόρησε με ένα εξώφυλλο στο οποίο ο Αφροαμερικανός πρόεδρος παρέπεμπε στη μορφή του Franklin Delano Roosevelt.
Το μήνυμα ήταν σαφές: η οικονομική κρίση στις Ηνωμένες Πολιτείες απαιτούσε ένα άμεσο πρόγραμμα κοινωνικής ανάτασης, όπως η κρίση του 1929 είχε οδηγήσει στο ριζοσπαστικό πείραμα του «New Deal».
Μπορεί η προσδοκία αυτή να έμεινε μετέωρη. Την ίδια στιγμή, όμως, αποτυπώνει το κύριο ερώτημα της εποχής μας: ποια θα είναι εκείνη η ριζική τομή που θα μας επιτρέψει να βγούμε από τον φαύλο κύκλο των διαδοχικών κρίσεων;
Η τελευταία δεκαπενταετία έχει σφραγιστεί από την εναλλαγή κρισιακών φαινομένων, που έχουν αποδιαρθρώσει τις παλιές βεβαιότητες του νεοφιλελευθερισμού και έχουν δώσει ώθηση σε μια παραγωγική συζήτηση για την αναγκαιότητα μίας νέας πολιτικής και οικονομικής συμφωνίας. Το παράδειγμα της πανδημίας είναι από αυτή την πλευρά χαρακτηριστικό. Η πρωτοφανής αυτή συνθήκη οδήγησε σε μια δυναμική επανεμφάνιση των δημόσιων πολιτικών και της κρατικής παρέμβασης στην οικονομία, όπως και στην έρευνα, που απέληξε στο πολύτιμο εμβόλιο.
Στην ευρωπαϊκή περίπτωση, το Ταμείο Ανάκαμψης φανερώνει τη δυνατότητα μιας πολιτικής απάντησης που δεν παραπέμπει στις παλιές κακές μέρες του δόγματος της λιτότητας. Οι αποφάσεις της γαλλικής και της γερμανικής κυβέρνησης για την κρατικοποίηση ενεργειακών κολοσσών, οι πρόσφατες νομοθετικές πρωτοβουλίες της αμερικανικής κυβέρνησης ενάντια στον πληθωρισμό, οι ευρωπαϊκές συζητήσεις για μια νέα βιομηχανική πολιτική μαρτυρούν σημαντικούς μετασχηματισμούς σε μια θετική κατεύθυνση.
Δυστυχώς, τα όποια θετικά βήματα συχνά μένουν μετέωρα και έχουν να αναμετρηθούν με αντίρροπες δυνάμεις, οι οποίες θεωρούν ότι οι κρίσεις προσφέρουν ευκαιρία για την ισχυροποίηση των ήδη ισχυρών και την όξυνση των περιφερειακών και κοινωνικών ανισοτήτων. Ακόμα κι έτσι, όμως, η αντιπαράθεση αυτή αφορά στρατηγικές αποφάσεις που με τη σειρά τους συνδέονται με την επικράτεια της πολιτικής.
Αν τη δεκαετία του 1990 και τα πρώτα χρόνια του 21ου αιώνα η πολιτική εμφανιζόταν ως πεδίο διαχείρισης ενός δεδομένου οικονομικού δόγματος, αυτή τη στιγμή η πολιτική έχει σημασία. Και η διαπίστωση αυτή αφορά κυρίως τις δυνάμεις της αριστεράς, της οικολογίας και της σοσιαλδημοκρατίας. Γιατί αυτή η προοδευτική πολιτική -με την ευρεία έννοια της προφανώς- έχει να αναμετρηθεί με την επίγνωση ότι το παλιό παραγωγικό μοντέλο έχει εξαντλήσει οριστικά τα καύσιμά του και με την πρόκληση να διαμορφώσει ένα νέο, που θα αντιστοιχεί στις δυνατότητες της εποχής μας και στις απαιτήσεις των πολιτών.
Ας σκεφτούμε τη χώρα μας. Η οικονομική κρίση, πέραν όλων των άλλων καταστροφικών διαστάσεων που έφερε η πολιτική των μνημονίων, κατέδειξε τα σαθρά θεμέλια ενός παραγωγικού μοντέλου που στηριζόταν στη μονοσήμαντη ανάπτυξη του τουρισμού, στη συρρίκνωση του πρωτογενούς και δευτερογενούς τομέα, στην απουσία ελέγχων και ρυθμιστικού πλαισίου σε σημαντικά πεδία όπως ο τραπεζικός δανεισμός. Η χώρα μας πλήρωσε πολύ ακριβά τον λογαριασμό αυτών των επιλογών. Η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ επιχείρησε, σε εξαιρετικά δύσβατες συνθήκες, μια ριζική αναστροφή πορείας, η οποία αποτυπώθηκε στην ορθολογική διαχείριση των δημόσιων οικονομικών και στην προώθηση ενός νέου αναπτυξιακού μοντέλου με κανόνες για όλους, με ειδική προστασία για τον κόσμο της εργασίας και έμφαση στην έρευνα και την καινοτομία. Αυτή η παρακαταθήκη εξαϋλώθηκε μέσα από τις επιλογές της Νέας Δημοκρατίας.
Από το 2019, η χώρα μας ζει την παλινόρθωση ενός αποτυχημένου μοντέλου, όπου από τη μία το κράτος επιδοτεί συγκεκριμένα ολιγοπωλιακά επιχειρηματικά -και κερδοσκοπικά- συμφέροντα, ενώ την ίδια στιγμή ταυτίζει την ανάπτυξη με έναν και μόνο κλάδο: αυτόν του τουρισμού. Το κύριο πρόβλημα με αυτή την επιλογή, αφήνοντας κατά μέρος όλες τις άλλες παραμέτρους, συνίσταται στο ότι δεν είναι βιώσιμη. Είναι αντίθετα η ασφαλέστερη εγγύηση για τη μετάβασή μας από τη μία κρίση στην επόμενη. Μια χώρα με μείωση του πραγματικού διαθέσιμου εισοδήματος, με μειωμένους μισθούς, με όξυνση των ανισοτήτων, με αδιαφορία για την τήρηση των επενδυτικών κανόνων, διασπάθιση του δημόσιου χρήματος και αδύναμο παραγωγικό ιστό, είναι μια χώρα εξαιρετικά ευάλωτη, μια χώρα καταδικασμένη στο περιθώριο των εξελίξεων.
Η Ελλάδα οφείλει να προχωρήσει στη βάση ενός νέου αναπτυξιακού υποδείγματος. Το νέο κοινωνικό συμβόλαιο που προτείνει ο ΣΥΡΙΖΑ-Π.Σ. στηρίζεται στην ενίσχυση των δυναμικών μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων, στην επένδυση στη γνώση, στην κατεύθυνση των χρηματοδοτικών εργαλείων σε τομείς που έχουν εγχώρια προστιθέμενη αξία. Και για να γίνει αυτό, στο τιμόνι του αναπτυξιακού σχεδίου πρέπει να βρίσκονται οι δημόσιες πολιτικές.
Το νέο ελληνικό παραγωγικό μοντέλο απαιτεί ρήξη με τις αδράνειες του παρελθόντος και την ίδια τη λογική των κρατικοδίαιτων ολιγοπωλιακών συμφερόντων, που καταπνίγουν τη δυνατότητα νέων παραγωγικών επενδύσεων. Αυτός είναι ο δρόμος για την οικονομική και κοινωνική δικαιοσύνη.
*Βουλευτής και τομεάρχης Οικονομικών του ΣΥΡΙΖΑ-Π.Σ.
**πρώτη δημοσίευση: Euro2day.gr