των Δημήτρη Α. Ιωάννου και Χρήστου Α. Ιωάννου*
Ο δυναμισμός με τον οποίον, από τα τέλη του 2020 και μετά, η οικονομική δραστηριότητα άρχισε να επανέρχεται στα προ της πανδημίας επίπεδά της, αλλά και να τα ξεπερνάει, έχει τροφοδοτήσει απόψεις και εκτιμήσεις σύμφωνα με τις οποίες αυτό που συμβαίνει σηματοδοτεί το ξεκίνημα μίας νέας πορείας υψηλής μεγέθυνσης για την ελληνική οικονομία, και ενός νέου «υπέρ-κύκλου» μακροχρόνιας δυναμικής ανάπτυξης. Είναι όμως σωστή μία παρόμοια εκτίμηση; Μπορούμε να συμπεράνουμε πως κάτι τέτοιο συμβαίνει πραγματικά; Δυστυχώς η σύντομη απάντηση εδώ είναι «όχι». Και αυτό για τρεις λόγους: πρώτον γιατί δεν έχει πραγματοποιηθεί κάποια μείζων διαρθρωτική ή λειτουργική αλλαγή στην ελληνική οικονομία τα τρία τελευταία χρόνια, δεύτερον γιατί τόσο σημαντικοί μετασχηματισμοί δεν θα ήταν δυνατόν να διαπιστωθούν σε διάστημα δύο ή τριών ετών και, τρίτον, γιατί, κατά ένα πολύ μεγάλο ποσοστό, η όψιμη οικονομική «άνθηση» είναι, απλά, προϊόν συγκυριών.
Βεβαίως, είναι γεγονός ότι από το 2019 βρέθηκε στην κυβέρνηση μία πολιτική δύναμη η οποία, σε γενικές γραμμές, παρουσιάζεται ως φιλική για την, εγχώρια και αλλοδαπή, επιχειρηματικότητα, σε αντίθεση με ό,τι συνέβαινε στην προηγούμενη περίοδο, και αυτό είναι κάτι που δημιουργεί ένα σχετικά ευνοϊκό πλαίσιο για την οικονομική δραστηριότητα-σε κάθε περίπτωση ένα πλαίσιο καλύτερο από εκείνο της περιόδου 2015-2019. Πλην όμως κάτι τέτοιο δεν θα αρκούσε από μόνο του για να προσδώσει την παρατηρούμενη δυναμική στην οικονομία. Οι πραγματικές κινητήριες δυνάμεις της αυξημένης οικονομικής δραστηριότητας την τελευταία διετία είναι ροπές που δημιουργήθηκαν από την εθνική και διεθνή οικονομική συγκυρία και από την προσπάθεια της οικονομικής πολιτικής να την αντιμετωπίσει-σε συνδυασμό, βεβαίως, με την ώθηση που, από την προηγούμενη περίοδο, έχουν δώσει στην οικονομία οι μεταρρυθμίσεις των Μνημονίων.
Η ελληνική οικονομία, εν πρώτοις, ανακάμπτει δυναμικά από τα μέσα του 2020 και μετά διότι είναι εκείνη η οποία, μεταξύ των οικονομιών της ευρωζώνης, είχε υποστεί (μαζί με την ιταλική και την ισπανική), την μεγαλύτερη αναλογικά κάμψη της δραστηριότητάς της και την μεγαλύτερη μείωση του ΑΕΠ, λόγω των αναγκαίων περιορισμών της πρώτης περιόδου της πανδημίας. Ως εκ τούτου και η ένταση της επανόδου ήταν ανάλογη. Πιο πολύ όμως και από αυτό, σημασία έχει το γεγονός ότι η ελληνική οικονομία με διαφορά είχε την μεγαλύτερη δημοσιονομική ώθηση για να ξεπεράσει την κρίση της πανδημίας, αφού από το μεγαλύτερο πρωτογενές πλεόνασμα της ευρωζώνης το 2019, μετέβη στα (σχεδόν) μεγαλύτερα ελλείμματα για το 2020 και 2021. Πράγμα που είχε σαν αποτέλεσμα την υπέρμετρη τόνωση της κατανάλωσης και κατά συνέπεια την εκτίναξη του ΑΕΠ.
Όσον αφορά τις εξαγωγές, (που θεωρούνται η βασικότερη απόδειξη της εισόδου στην «νέα περίοδο»), ο δυναμισμός της αύξησής τους οφείλεται, κατά κύριο λόγο, σε κάτι που έρχεται από παλαιότερα: είναι προϊόν όλων εκείνων των μεταρρυθμίσεων και διευθετήσεων που πραγματοποιήθηκαν τα προηγούμενα χρόνια εξ αιτίας των Μνημονίων. Οι εξαγωγές δεν είναι δυνατόν να αυξηθούν εν ριπή οφθαλμού, μέσα σε ένα εξάμηνο, ως συνέπεια μίας αλλαγής στο «ύφος» της οικονομικής πολιτικής. Η αύξησή τους, και ακόμη περισσότερο η σχετική ποιοτική τους αναβάθμιση, απαιτεί ένα ορισμένο χρονικό διάστημα και η εθνική μας οικονομία σήμερα δρέπει τους καρπούς των μεταρρυθμίσεων και της «εσωτερικής υποτίμησης» που επέβαλε, δια πυρός και σιδήρου, προ ολίγων ετών, η λαομίσητη τρόικα. Θα πρέπει, επίσης, εδώ να προστεθεί και το γεγονός ότι ο πληθωρισμός (διεθνής και ελληνικός), έχει κάποιες ευεργετικές συνέπειες για τις εξαγωγές- αλλά και για την ελληνική οικονομία γενικότερα. Τόσο διότι, μειώνοντας τις πραγματικές αμοιβές της εργασίας, ενισχύει περαιτέρω την ανταγωνιστικότητα των ελληνικών προϊόντων όσο και διότι, όντας χαμηλότερος στην Ελλάδα από ό,τι στις περισσότερες «αντισυμβαλλόμενες» χώρες, συντείνει στο να βελτιωθούν οι «όροι εμπορίου» μαζί τους, ενισχύοντας, και από την πλευρά αυτή την ανταγωνιστικότητα. (Επιπρόσθετα βέβαια, ο πληθωρισμός βοηθάει και στην μείωση του λόγου του χρέους ως προς το ονομαστικό ΑΕΠ) .
Από την άλλη πλευρά, όμως, παρά την εντυπωσιακή αύξηση των εξαγωγών, τα αναπόφευκτα υψηλά πρωτογενή ελλείμματα του 2020 και του 2021, κατέληξαν, όπως πάντοτε συμβαίνει στην ελληνική οικονομία, να γίνουν στην επόμενη περίοδο μία ακόμη μεγαλύτερη αύξηση των εισαγωγών και ένα πολύ υψηλό έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών με αποτέλεσμα να βρισκόμαστε σήμερα σε θέση να έχουμε ένα έλλειμμα αντίστοιχο με εκείνο που είχαμε το 2008. Βέβαια, ο αντίλογος εδώ είναι πως μεγάλο μέρος του ελλείμματος έχει τροφοδοτηθεί όχι με εξωτερικό δανεισμό αλλά με εισαγωγή ξένων κεφαλαίων με την μορφή αμέσων ξένων επενδύσεων στην χώρα. Πράγμα που είναι γεγονός, αλλά μόνο εν μέρει, διότι, παράλληλα, αυξήθηκαν και ο εμφανής δημόσιος δανεισμός, με ανά έτος ποσά μεγαλύτερα από εκείνα των δέκα τελευταίων ετών, και ο αφανής δημόσιος δανεισμός με την γνωστή μέθοδο των repos που η ξένη επιτήρηση είχε περιορίσει αισθητά στα τελευταία χρόνια των Μνημονίων, αλλά και ο αφανής τραπεζικός δανεισμός του ελληνικού τραπεζικού συστήματος μέσα από το σύστημα TARGET2. Ειδικά δε για τις άμεσες ξένες επενδύσεις, ελάχιστες εξ αυτών, όπως επισημαίνει και ο Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδας στην έκθεσή του για το 2022, κατευθύνονται στην δημιουργία πραγματικών παραγωγικών μονάδων. Οι περισσότερες αφορούν αγορά ήδη υπαρχόντων στοιχείων ενεργητικού σε τομείς όπως οι υπηρεσίες και η κτηματαγορά. Κατευθύνονται, δηλαδή, ακριβώς σε εκείνους τους τομείς η παράλογη υπερδιόγκωσή των οποίων στην περίοδο πριν από το 2008, επέφερε την κρίση.
Επίσης η δυναμική αύξηση της κατανάλωσης το 2021 και το 2022, (που προκάλεσε και την διόγκωση του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών), η οποία προβάλλεται ως απόδειξη επιτυχίας της οικονομικής πολιτικής της τελευταίας τετραετίας είναι απλή φυσιολογική συνέπεια του γεγονότος ότι το 2020-2021 η Ελλάδα ήταν η χώρα εκείνη της ευρωζώνης που είχε το μεγαλύτερο εύρος μετάβασης από θετικό σε αρνητικό πρωτογενές δημοσιονομικό αποτέλεσμα-σε μεγάλο βαθμό ορθά γιατί έτσι έπρεπε να γίνει τότε για την αντιμετώπιση των επιπτώσεων της πανδημίας. Πλην όμως αυτό είναι κάτι που αφ’ ενός σημαίνει πως η παρατηρηθείσα στην συνέχεια αύξηση της κατανάλωσης δεν οφείλεται σε “ανάπτυξη” με την έννοια της δημιουργίας νέου παραγωγικού δυναμικού και αφ’ ετέρου πως πρόκειται για κάτι που δεν μπορεί να επαναληφθεί, για τον προφανή λόγο ότι η δημόσια δαπάνη δεν γίνεται να αυξάνεται υπέρμετρα κάθε έτος προκειμένου να «τονώνει» την κατανάλωση. Όταν, μάλιστα, θα συμβεί και το αντίθετο, όταν δηλαδή η ανάγκη για επιστροφή σε ισχυρά πρωτογενή πλεονάσματα θα επιβραδύνει την αύξηση της κατανάλωσης, αυτό δεν θα σημαίνει ότι και η οικονομική πολιτική που θα έχει ένα τέτοιο αποτέλεσμα θα είναι κακή, αποτυχημένη ή «αντιαναπτυξιακή». Κάθε άλλο μάλιστα-και τότε θα είναι σωστή και επιβεβλημένη!
Η αλήθεια είναι πως η αλλαγή του χαρακτήρα της ελληνικής οικονομίας και η μετατροπή της σε μία δυναμική και ευσταθή παραγωγική οικονομία είναι κάτι το οποίο δεν μπορεί να επιτευχθεί μέσα σε 2 ή σε 4 χρόνια, ειδικά μάλιστα αν κάποια από αυτά ήταν χρόνια πανδημίας και αναγκαστικής μείωσης της οικονομικής δραστηριότητας. Είναι κάτι το οποίο, αν είναι να συμβεί, θα απαιτήσει μία μακροχρόνια προσπάθεια. Σήμερα, πάντως, η Ελλάδα επενδύει αισθητά χαμηλότερο ποσοστό του ΑΕΠ της από ό,τι οι άλλες ευρωπαϊκές χώρες, (με τις οποίες, παρ’ όλα αυτά, θέλει να συγκλίνει), ενώ η οικονομία της συνεχίζει να χαρακτηρίζεται από σημαντικά διαρθρωτικά και λειτουργικά προβλήματα. Αυτά βλέπουν οι διεθνείς οργανισμοί και, στις μακροχρόνιες προβλέψεις τους για τις αναπτυξιακές προοπτικές, εκτιμούν ότι τις επόμενες δεκαετίες η χώρα θα «σέρνεται» αναπτυξιακά με μέσο ετήσιο ρυθμό μεγέθυνσης που δεν θα ξεπερνάει το 1%.
Αν λοιπόν, αντί αυτού που δείχνουν τα πεζά δεδομένα και προβλέπουν οι διεθνείς οργανισμοί, η εθνική οικονομία πετύχει να πραγματοποιήσει κάποιο αναπτυξιακό άλμα που θα την μετατρέψει σε έναν πρωταθλητή ανάπτυξης, αυτό το θαύμα -(ακριβώς επειδή θαύμα είναι εκείνο που γίνεται όταν δεν το περιμένεις)- θα μπορούμε να ξέρουμε με βεβαιότητα ότι συντελέσθηκε μόνο στο τέλος της δεύτερης ή και της τρίτης δεκαετίας της συντέλεσής του. Μέχρι να συμβεί κάτι τέτοιο, όμως, δεν μπορούμε να μιλάμε για «ανάπτυξη» απλά επειδή καταφέραμε να ξεπεράσουμε λίγο το επίπεδο οικονομικής δραστηριότητας που είχαμε πριν την πανδημία και επειδή ήδη υπογράφουμε μεταχρονολογημένες επιταγές για να καταναλώσουμε τα ευρωπαϊκά κονδύλια του Ταμείου Ανάκαμψης. Πιστεύοντας, διαδίδοντας και υποστηρίζοντας παρόμοιες αυταπάτες συσκοτίζουμε την πραγματικότητα και δυσκολευόμαστε ακόμη περισσότερο να αντιληφθούμε και να συνειδητοποιήσουμε πως για να αποφύγουμε τον θανάσιμο κίνδυνο που αντιπροσωπεύει για την χώρα η διαιώνιση της παραδοσιακής παρασιτικής αδυναμίας της οικονομίας της θα πρέπει να αποδυθούμε σε μια πολύχρονη υπερπροσπάθεια συνεχούς ριζικού μετασχηματισμού της μέσω επαναστατικών μεταρρυθμίσεων.
*οικονομολόγοι
**πρώτη δημοσίευση: Οικονομικός Ταχυδρόμος