του Τάσου Γιαννίτση*
«Τα αποτελέσματα του διαγωνισμού PISA του ΟΟΣΑ για το 2022 αντιμετωπίζονται σε εμάς με αρκετή δόση απαξίωσης ή αδιαφορίας. Αναμφίβολα, διεθνείς ή εθνικές μετρήσεις και διαπιστώσεις συχνά πρέπει να τις βλέπει κανείς με μια σχετικότητα. Όταν, όμως, τα ευρήματα επαναλαμβάνονται και επιδεινώνονται, και όταν μια έκθεση αφορά το σύνολο της κοινωνίας των νέων για πολλά χρόνια, μια τέτοια στάση είναι περίεργη», γράφει ο Τάσος Γιαννίτσης σε άρθρο του στο K Report.
«Αν απαξιώνουμε την έκθεση PISA, γιατί να μην το κάνουμε και για αντίστοιχες διεθνείς εκθέσεις πάνω σε θέματα διαφθοράς, Κράτους Δικαίου, trafficking, ανάπτυξης, ανισότητας, κακομεταχείρισης γυναικών και παιδιών, ελευθερίας του λόγου; Πού θα φτάσουμε έτσι;
Από τα αποτελέσματα της Έκθεσης, θα μείνω στα εξής ευρήματα:
Οι ελληνικές επιδόσεις σημείωσαν μια αισθητή βουτιά (περίπου 20 μονάδες) σε σχέση με προηγούμενες χρονιές, και, αντίθετα με ό,τι θέλουμε να πιστεύουμε, είμαστε τελευταίοι στην Ε.Ε. (με εξαίρεση τη Ρουμανία και εν μέρει τη Βουλγαρία) και πολύ χαμηλά στις διεθνείς συγκρίσεις.
Οι επιδόσεις των μαθητών μας στα μαθηματικά συγκρίνονται με τις επιδόσεις των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων, της Ρουμανίας, του Καζακστάν και της Μογγολίας, στην κατανόηση κειμένου συγκρίνονται με τις επιδόσεις της Σερβίας και της Ισλανδίας, και στις Επιστήμες, συγκρινόμαστε με τη Σερβία, την Ισλανδία, το Μπρουνέι, τη Χιλή και την Ουρουγουάη.
Σε κάθε πεδίο, η επίδοση της Ελλάδας είναι χαμηλότερη από το σκορ του Βιετνάμ και της Τουρκίας.
Το πρώτο μεγάλο ερώτημα που απορρέει από τις διαπιστώσεις αυτές αφορά το επίπεδο απασχόλησης και ανεργίας στη χώρα. Οι αδύναμες γνώσεις και ικανότητες ενός μεγάλου τμήματος του ανθρώπινου δυναμικού μας σημαίνουν, αναπόφευκτα, υψηλή ανεργία και παραγωγικές διαδικασίες χαμηλής ειδίκευσης, αξίας και ζήτησης. Έτσι, σημαντικό τμήμα του παραγωγικού μας συστήματος δεν επιδιώκει να έχει εργαζόμενους με υψηλή ειδίκευση. Άλλωστε, παραοικονομία και φοροδιαφυγή -η «βαριά βιομηχανία» μας- συνδέονται με δραστηριότητες χαμηλής παραγωγικότητας.
Τo 2022, το 31% του συνόλου των άνεργων ήταν τριτοβάθμιας εκπαίδευσης και το 64% των άνεργων ήταν κάτω των 30 ετών, ενώ έχουμε και την απόλυτη πρωτιά στην ανεργία των νέων στην Ευρωπαϊκή Ένωση (10,6% του πληθυσμού των νέων 16-29 ετών, έναντι μέσου όρου Ε.Ε. 6,3%).
Τι γνώσεις έδωσε μια εκπαίδευση διάρκειας 16-20 ετών στον κόσμο αυτό, ώστε να φτάσουμε σε τέτοιες επιδόσεις; Ότι η οικονομία μας έχει μακροχρόνιο ετήσιο ρυθμό μεγέθυνσης μόνο 0,9% είναι η εμβληματική έκφραση των προβληματικών μας δεδομένων. Θα ήταν ανόητο να υποστηρίξει κανείς ότι η ανεργία, οι χαμηλοί μισθοί, η αναπτυξιακή καθίζηση οφείλονται στο εκπαιδευτικό σύστημα (μόνο). Εξίσου ανόητο θα ήταν να θεωρήσει κανείς ότι το εκπαιδευτικό σύστημα δεν επηρεάζει σημαντικά τέτοιες σχέσεις.
Το δεύτερο μεγάλο ζήτημα συνδέεται με τις σχέσεις του ανθρώπινου δυναμικού μας με την καινοτομία. Άτομα με γνώσεις, δεξιότητες, αυξημένη ικανότητα κατανόησης και αντίληψης, κριτικό πνεύμα, ευχέρεια συνεχούς ανανέωσης των γνώσεών τους και με ανοικτό ορίζοντα σκέψης, έχουν μεγαλύτερες δυνατότητες να δημιουργήσουν παραγωγικές πρωτοβουλίες με μεγαλύτερη αναπτυξιακή επίδραση.
Σε έναν κόσμο όπου η ανάπτυξη στηρίζεται στη συνεχή ανανέωση της γνώσης (knowledge-driven economic growth), ο ανταγωνισμός δεν αφορά πια τα ρούχα ή τα έπιπλα. Συνδέεται με τις νέες τεχνολογίες σε ένα πλανητικό σύστημα. Το πρόβλημα έχει ξεφύγει από τη σύγκριση των επιδόσεων των νέων της Αθήνας, της Αλεξανδρούπολης ή των Χανίων. Ο ανταγωνισμός είναι μεταξύ Ελλήνων, Ινδών, Καναδών, Τούρκων -δηλαδή με όλους. Είναι στο ποιος, πόσο και σε ποιους τομείς καταφέρνει να αγγίξει ή να μετατοπίσει τα σύνορα της γνώσης, τα οποία μεταβάλλονται συνεχώς, και ποιος καταφέρνει να κινηθεί γρηγορότερα και αποτελεσματικότερα στα νέα σύνορα της γνώσης, που έστω έχουν δημιουργήσει άλλοι.
Το τρίτο πρόβλημα, που απορρέει και από τα προηγούμενα, αφορά τις αμοιβές, τα εισοδήματα, τις ανισότητες και το επίπεδο διαβίωσης του κόσμου των εργαζόμενων. Το 47% περίπου των μισθωτών αμείβεται με λιγότερα από χίλια ευρώ τον μήνα μικτά, άρα κάτω από περίπου 850 ευρώ καθαρά, και άλλο 23% αμείβεται με 800-1.200 ευρώ (καθαρά) τον μήνα (στοιχεία ΕΡΓΑΝΗ). Εκπαίδευση πολλών ετών δεν καταφέρνει να εξασφαλίσει στο 70% των εργαζόμενων -και σε πολύ μεγαλύτερο ποσοστό των νέων- παρά χαμηλές αμοιβές και προβληματικές συνθήκες εργασίας.
Το θέμα δεν είναι αριθμητικό. Είναι πρωτίστως ηθικό, πολιτικό και κοινωνικό. Με ποια ηθική βάση, συνολικά και ατομικά, αδιαφορούμε για τον κεντρικό μοχλό της αναπτυξιακής προοπτικής μας, επιτρέποντας να επηρεάζει καταλυτικά την καθημερινότητα και τη ζωή εκατοντάδων χιλιάδων νέων; Με ποια δικαιολογία μπορούμε να αρνούμαστε να δούμε την πραγματικότητα για τη σχέση αμοιβών, αξιοπρέπειας και εξεύρεσης εργασίας, για το πώς πράγματι λειτουργούν σχολεία και πανεπιστημιακά τμήματα, για το τι και πώς διδάσκεται, και τι θα σημαίνουν αύριο κλιματική αλλαγή, γήρανση, ενεργειακό, γεωπολιτικές ανακατατάξεις για όλα αυτά;
Ένα σημείο ακόμα: Έντονη υπογεννητικότητα και γήρανση στις επόμενες τρεις δεκαετίες που θα συνδυάζονται με συρρικνούμενο νεανικό πληθυσμό χαμηλών ή μεσαίων γνώσεων, δεξιοτήτων και παραγωγικότητας κάνουν ένα δυστοπικό μίγμα. Σε ένα τέτοιο τοπίο, ένα τμήμα του καλύτερου δυναμικού θα φεύγει -φεύγει ήδη- από τη χώρα. Ήδη, μαζί με ανεργία έχουμε έλλειψη εργαζόμενων.
Τα παραπάνω αποτελούν το τίμημα των μαχών της ακινησίας. Η καθυστέρηση φαίνεται να έχει γοητεία -θυμίζει την εξωτική Ανατολή. Τα πάντα μπορεί να έχουν μια ιδιαίτερη γοητεία, αρκεί να πειστεί κανείς γι’ αυτό. Όμως, τη γοητεία αυτή την επιβάλλουν και την εισπράττουν λίγοι, ενώ τις συνέπειές της τις υφίστανται πολλοί.
Το 2024 θα μπορούσε να γίνει αφετηρία μιας σταδιακής αλλά ανατρεπτικής αλλαγής στο πεδίο της εκπαίδευσης και της τεχνολογικής αναβάθμισης. Γιατί ειδικά το 2024; Μα γιατί δεν έγινε νωρίτερα. Και γιατί αν δεν αρχίσει έγκαιρα, πιθανό μια τέτοια αρχή θα γίνεται όλο και δυσκολότερη. Και επειδή για να αλλάξει το σημερινό σκηνικό, θα πρέπει, για μια εικοσαετία, να υπάρξει συστηματική, συνεπής και αποτελεσματική γραμμή στο χώρο της εκπαίδευσης. Όχι απλώς επιμέρους διευθετήσεις.
Αυτό δεν είναι θέμα ενός -ούτε καν δέκα- υπουργού, πρωθυπουργού ή ηγετών της αντιπολίτευσης. Είναι θέμα πρακτικών πολλών δεκαετιών. Είναι, επίσης, θέμα των εκπαιδευτικών όλων των βαθμίδων και πολλών άλλων. Είναι και θέμα μιας ολόκληρης κουλτούρας, που διατρέχει οριζόντια μεγάλα τμήματα της κοινωνίας. Θεσμικές αλλαγές είναι αναγκαίες, αλλά δεν είναι αυτές που θα κρίνουν το αποτέλεσμα.
Το πρόβλημα δεν είναι νομικό ή θεσμικό. Η εμπειρία μας δείχνει ότι οι θεσμοί παραχαράσσονται, κακοποιούνται ή εφαρμόζοντα a la carte, ανάλογα με τις ισορροπίες και τα πρόσωπα που τους λειτουργούν.
Όλα αυτά κάθε χρόνο βάζουν το πετραδάκι τους -ή την ταφόπετρα- στο εκπαιδευτικό μας σύστημα και ωθούν το αποτέλεσμα προς τη μια ή την άλλη κατεύθυνση. Και επειδή ξέρουμε πώς λειτουργούμε ως χώρα και ξέρουμε πόσο δύσκολα αλλάζει η κουλτούρα μιας κοινωνίας, ξέρουμε ότι λίγα πράγματα θα αλλάξουν και ότι η πορεία μας είναι προκαθορισμένη.
Η ανάπτυξη και η θέση μιας κοινωνίας στο διεθνές σύστημα είναι το αποτέλεσμα μιας μεγάλης σύγκρουσης, στην οποία παραγωγικότητα, ικανότητα κατανόησης των μεγάλων συλλογικών απειλών που διαγράφονται, ικανότητα συμμετοχής στην επανάσταση της τεχνητής νοημοσύνης και πολλά συναφή με το εκπαιδευτικό σύστημα αποτελούν τα εργαλεία της μάχης.
Προς ποια κατεύθυνση; Δεν ορίζεται σε λίγες αράδες. Προς μια κατεύθυνση, πάντως, που θα αξιοποιεί τις εμπειρίες χωρών όπως η Φινλανδία, η Εσθονία, η Ισπανία, η Πορτογαλία και πολλών άλλων, που έχουν κατακτήσει μια καλύτερη από τη δική μας θέση στην πυραμίδα της γνώσης. Προς μια κατεύθυνση, που θα λαμβάνει υπόψη τις ραγδαίες εξελίξεις που μεταβάλλουν συνεχώς το τοπίο της γνώσης και των ικανοτήτων και τις απαιτήσεις των μεγάλων κοινωνικών προβλημάτων του αύριο. Προς μια κατεύθυνση, όπου δεν θα ανακαλύπτουμε κάθε τόσο ότι αγωνιζόμαστε για να μείνουν ανέγγιχτα κάποια ιερά και όσια, για τα οποία δεν θέλουμε να ξέρουμε ότι αυτό αποτελεί τον καλύτερο τρόπο υπονόμευσής τους.
Τα παραπάνω δεν αφορούν έναν ολόκληρο κόσμο εκπαιδευτικών και μη, που προσπαθεί. Χωρίς αυτούς, το πρόβλημα θα ήταν μεγαλύτερο».
*Ομότιμος Καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών
**πρώτη δημοσίευση: Euro2day.gr