του
Ζαν-Μισέλ Σεβερινό *
Οι μεγα-πόλεις αποτελούν πλέον μία ισχυρή πραγματικότητα και η ύπαρξή τους αλλάζει πολλές κοινωνικές, οικονομικές και βεβαίως πολιτικές ισορροπίες. Διότι, κακά τα ψέμματα, όταν πόλεις όπως η Σαγκάη οδεύουν προς πληθυσμό 20 εκατομμυρίων κατοίκων, από μόνο του το γεγονός αυτό λέει πολλά και σαφώς έχει μεγάλη σημασία.
Από την άλλη πλευρά, όλες οι εκτιμήσεις δείχνουν ότι, με βάση τα σημερινά δεδομένα, πριν το 2030 οι κάτοικοι των πόλεων θα έχουν ξεπεράσει τα 5 δισεκατομμύρια και θα αντιπροσωπεύουν το 60%, αν όχι και παραπάνω, του παγκόσμιου πληθυσμού. Στην Ευρώπη, για παράδειγμα, Λονδίνο και Παρίσι θα έχουν 30 εκατομμύρια κατοίκους, γεγονός που λέει πολλά και σε ποικίλα επίπεδα. Στην Ασία και την Αφρική, οι κάτοικοι των πόλεων θα υπερδιπλασιαστούν μέσα σε μία μόνον γενιά, φθάνοντας το 2030 τα 2.6 δισεκατομμύρια στην Ασία και τα 740 εκατομμύρια στην Αφρική.
Το σύνολο σχεδόν της αύξησης του παγκόσμιου πληθυσμού θα συμβεί στις πόλεις του αναπτυσσόμενου κόσμου, που ήδη αντιμετωπίζουν σοβαρά προβλήματα –όπως φτώχεια, έλλειψη πόσιμου νερού και υγιεινής, άναρχη επέκταση των παραγκουπόλεων, κ.α. Οι αρχές μοχθούν να αντιμετωπίσουν τις τρέχουσες ανάγκες, όμως εν πολλοίς είναι εντελώς απροετοίμαστες για να αντιμετωπίσουν τις μελλοντικές επιπτώσεις από την εντυπωσιακή αύξηση του φαινομένου της αστικοποίησης.
Πολλοί, λοιπόν, από τους μελλοντικούς κατοίκους των πόλεων θα είναι φτωχοί, πυκνώνοντας τις τάξεις των δισεκατομμυρίων που ζουν ήδη σε παραγκουπόλεις. Όμως, όσο δύσκολη και αν είναι η μοίρα τους, η εμπειρία δείχνει ότι οι νεοφερμένοι έρχονται στις πόλεις για να μείνουν και δεν επιστρέφουν πίσω. Τα αστικά κέντρα συχνά προσπάθησαν να περιορίσουν την εσωτερική μετανάστευση που τα κατακλύζει. Το μόνο που πέτυχαν είναι να παραμελήσουν ή να αγνοήσουν τις ανάγκες των φτωχών και να αναγκάσουν εκατομμύρια ανθρώπους να ζουν χωρίς τρεχούμενο νερό, ηλεκτρικό ρεύμα, σχολεία και νοσοκομεία. Αυτή η προσέγγιση κόστισε αναρίθμητες ανθρώπινες ζωές και οδήγησε πολλές πόλεις στο χείλος της κρίσης.
Ωστόσο, σταδιακά η κατάσταση βελτιώνεται και οι τοπικές αρχές αντιμετωπίζουν πολύ πιο ορθολογικά τα κρίσιμα προβλήματα που προκύπτουν από την εσωτερική μετανάστευση –η οποία δεν έχει πάντα αρνητικό χαρακτήρα, αρά την περί του αντιθέτου φιλολογία.
Υπάρχουν τρεις λόγοι για τους οποίους είναι λάθος να κατηγορούμε την μετανάστευση για τα δεινά των πόλεων: Πρώτον, το μέγιστο τμήμα της αύξησης του πληθυσμού των πόλεων δεν οφείλεται στην μετανάστευση, αλλά στην φυσιολογική αύξηση του αστικού πληθυσμού. Δεύτερον, η μετανάστευση δεν είναι αίτιο, αλλά αποτέλεσμα της αστικοποίησης. Οι άνθρωποι απλά μεταναστεύουν σε τόπους όπου έχουν περισσότερες ευκαιρίες να βγάλουν το ψωμί τους. Τρίτον και σημαντικότερο, η αστικοποίηση, εφόσον αντιμετωπισθεί εποικοδομητικά, μπορεί να συμβάλει στην ανάπτυξη τόσο των πόλεων όσο και της υπαίθρου. Όλες οι αναπτυγμένες χώρες πέρασαν από την αναπτυξιακή φάση της αστικοποίησης, που επιτάχυνε τον εσωτερικό τους καταμερισμό της εργασίας και λειτούργησε καταλυτικά στην ανάπτυξη του διεθνούς τους εμπορίου. Οι περισσότεροι κάτοικοι των πόλεων επιβιώνουν χάρη στην παραοικονομία. Επιδεικνύουν καταπληκτική εφευρετικότητα στο αγώνα της επιβίωσης και είναι εντυπωσιακά παραγωγικοί. Οι οικονομολόγοι συμφωνούν πως στις αναπτυσσόμενες χώρες –και μάλιστα στις πόλεις τους– η παραοικονομία είναι ζωτικός παράγοντας ανάπτυξης.
Μπορεί η φτώχεια και η αστικοποίηση να πηγαίνουν χέρι-χέρι, αλλά δεν έχουν σχέση αίτιου-αιτιατού. Αντιθέτως, η αστικοποίηση μπορεί να λειτουργήσει ως παράγοντας ανάπτυξης για τις αγροτικές κοινότητες, που καλούνται να θρέψουν τις πόλεις. Άρα, είναι εντελώς στείρο να αντιπαραθέτουμε την ανάπτυξη των πόλεων με εκείνην της υπαίθρου. Επιπλέον, αν και η αστικοποίηση δημιουργεί περιβαλλοντικά προβλήματα, μπορεί επίσης να λειτουργήσει ως παράγοντας ευρύτερης βελτίωσης του περιβάλλοντος.
Το μέγεθος της αστικοποίησης που θα ζήσουμε τις επόμενες δεκαετίες θα είναι πρωτοφανές στην ιστορία και φέρνει πελώριες απειλές, αλλά και ευκαιρίες για ανάπτυξη.
Προκειμένου να αντιμετωπίσουμε τις προκλήσεις, το πρώτο που πρέπει να κάνουμε είναι να αποδεχθούμε πως η αστικοποίηση είναι αναπότρεπτη και πως, αν την διαχειριστούμε σωστά, μπορεί να λειτουργήσει επ’ ωφελεία της ανάπτυξης, μερίδιο από την οποία δικαιούνται και οι φτωχοί. Όμως, όσο εφευρετικοί και παραγωγικοί και αν είναι οι φτωχοί στον αγώνα τους αν ικανοποιήσουν τις ανάγκες των ιδίων και των κοινοτήτων τους, δεν μπορούν να πετύχουν το αστικό τους όνειρο χωρίς εξωτερική υποστήριξη. Οι πόλεις χρειάζεται να είναι σε θέση να παράσχουν στους κατοίκους τους βασικές υπηρεσίες και, πάνω απ’ όλα, στέγη. Η πρόσβαση σε ασφαλή στέγαση είναι το πρώτο που χρειάζονται οι φτωχοί για να αγωνιστούν αποτελεσματικά στην βιοπάλη.
Η μάχη για την επίτευξη των «Αναπτυξιακών στόχων της χιλιετίας» του ΟΗΕ, και μάλιστα ο στόχος για μείωση της ακραίας φτώχειας κατά 50% έως το 2015, θα κριθεί στις παραγκουπόλεις. Θα χρειαστεί να βλέπουμε μακριά, να έχουμε άρτιο προγραμματισμό και αποτελεσματικές ηγεσίες, αποφασισμένες να συγκρουστούν με τα συμφέροντα που διαιωνίζουν την αστική φτώχεια. Θα χρειαστεί επίσης διεθνής υποστήριξη των τοπικών προσπαθειών. Η αγορά από μόνη της δεν αρκεί να ικανοποιήσει τις ανάγκες που δημιουργεί η αστικοποίηση.
Είτε μάς αρέσει είτε όχι, η αστικοποίηση είναι το μέλλον μας. Είναι ώρα να αντιμετωπίσουμε σοβαρά το ζήτημα της αστικής ανάπτυξης και να αναγνωρίσουμε το γεγονός ότι αναδεικνύεται σε πολιτική προτεραιότητα. Μόνον τότε θα μπορέσουμε να κεφαλαιοποιήσουμε τις ευκαιρίες που μάς δίνει για μείωση της φτώχειας στις πόλεις και στην ύπαιθρο.
* Πρώην γενικός διευθυντής της Γαλλικής Υπηρεσίας για την Ανάπτυξη (AFD)