του Γιάννου Παπαντωνίου
Οι εξελίξεις των τελευταίων χρόνων στον ανταγωνισμό με την Κίνα, το ρόλο της Ρωσίας και την αξιοπιστία των ΗΠΑ σχετικά τις εγγυήσεις του ΝΑΤΟ λειτούργησαν σαν καμπανάκι κινδύνου για την ευρωπαϊκή ασφάλεια.
Είναι φανερή η επιδίωξη της σημερινής ηγεσίας της Κίνας να ενισχύσει την επιρροή της στο διεθνές σκηνικό στο βαθμό που η ίδια κρίνει ότι ανταποκρίνεται στην αύξηση της οικονομικής της ισχύος. Μια πρώτη αξιολόγηση αυτών των βλέψεων θα προκύψει αν τεθούν σε εφαρμογή σχέδια ανάκτησης της κυριαρχίας της στη Ταιβάν - που θα ισοδυναμεί με ευθεία παραβίαση του μεταπολεμικού status quo. Η εξέλιξη της Ρωσίας είναι ακόμα περισσότερο ανησυχητική, όχι για οικονομικούς λόγους, αλλά λόγω εσωτερικών μεταλλάξεων που απορρέουν από τη μακροχρόνια εμπέδωση της δικτατορίας του Πούτιν. Η καταδυνάστευση του ρωσικού λαού μέσα, κυρίως, από πολιτικές ακόμα και φυσικής εξόντωσης των αντιπάλων του, καθώς και η βαθμιαία εγκαθίδρυση «οικονομίας πολέμου» - ικανής να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις των διαδοχικών στρατιωτικών επεμβάσεων αλλά και να αντισταθμίσει τις οικονομικές απώλειες που προκαλεί ο ρωσικός επεκτατισμός και η συνακόλουθη διεθνής απομόνωση - καθιστούν τη Ρωσία «επίφοβη δύναμη», με κοντινότερο παράδειγμα την χιτλερική Γερμανία.
Τέλος, η συνεχής άνοδος του «τραμπισμού» στις ΗΠΑ, που είναι πιθανό να οδηγήσει σε επάνοδο του Ντόναλντ Τραμπ στην αμερικανική προεδρία, κλονίζει το ρόλο των ΗΠΑ ως εγγυητή μιας παγκόσμιας τάξης προσηλωμένης στη δημοκρατία και στους διεθνείς κανόνες δικαίου. Οι φανερές προτιμήσεις του πρώην Προέδρου προς αυταρχικά καθεστώτα σε συνδυασμό με την ευθεία αμφισβήτηση των αμερικανικών δεσμεύσεων για την ασφάλεια των δυτικών συμμάχων, όπως η πρόσφατη δήλωση ότι «θα ενθάρρυνε τη Ρωσία να κάνει οτιδήποτε θέλει σε οποιαδήποτε χώρα του ΝΑΤΟ», αν δεν τηρούνται οι κατευθυντήριες γραμμές στις αμυντικές δαπάνες, έχουν ενσπείρει πανικό σε αρκετές ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, ιδιαίτερα κοντά στα ρωσικά σύνορα.
Οι απειλητικές αυτές εξελίξεις δεν αφήνουν περιθώρια άλλης επιλογής για την Ευρώπη παρά να κινηθεί δυναμικά στην κατεύθυνση της περισσότερης ενοποίησης και του μετασχηματισμού της σε «πραγματική» υπερδύναμη. Αποτελεί τον μόνο τρόπο να διασφαλίσει τα συμφέροντά της. Σε ένα κόσμο που αρχίζει να προσδιορίζεται από σκληρές αντιπαραθέσεις πραγματικών υπερδυνάμεων, υπερβολικές εξαρτήσεις περικλείουν κινδύνους. Ειδικότερα, η εξάρτηση από το αμερικανικό άρμα είναι σήμερα περισσότερο επισφαλής σε σύγκριση με οποιαδήποτε άλλη περίοδο μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο.
Μετατροπή της Ευρώπης σε πραγματική υπερδύναμη προυποθέτει μια συνολική αναβάθμιση τα στρατηγικής της ισχύος σε όλους τους τομείς, στην οικονομία, την άμυνα και την εξωτερική πολιτική. Προέχει η ολοκλήρωση της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης. Χωρίς ισχυρότερες δομές διακυβέρνησης της Ευρωζώνης η οικονομική σταθερότητα θα παραμείνει επισφαλής, ενώ η χρηματοδότηση κοινών πολιτικών σε κρίσιμους τομείς, όπως η ανάπτυξη υποδομών, η Πράσινη Μετάβαση, η άμυνα και η ενίσχυση καινοτομιών σε τομείς νέων τεχνολογιών, θα συναντά συνεχώς εμπόδια. Απαιτείται κοινή δημοσιονομική δομή με ισχυρό προϋπολογισμό και ίδιους πόρους, επαρκή κεφάλαια διάσωσης – για περιπτώσεις χρηματοοικονομικών κρίσεων - καθώς και εργαλεία αμοιβαιοποίησης χρέους ώστε να διευκολύνεται ο δανεισμός. Στον χρηματοοικονομικό τομέα υπάρχει, επίσης, ανάγκη ενίσχυσης της τραπεζικής ένωσης με την καθιέρωση ενός ολοκληρωμένου συστήματος ασφάλισης καταθέσεων.
Παράλληλα, πρέπει να «ενηλικιωθεί» η Κοινή Εξωτερική Πολιτική και η Πολιτική Ασφάλειας. Η ενίσχυση της διεθνούς παρουσίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης προϋποθέτει περιορισμό του κανόνα της ομοφωνίας στη λήψη αποφάσεων. Η κοινή άμυνα πρέπει να στηριχτεί με δημιουργία ισχυρού πυλώνα «ευρωπαϊκού στρατού», μιας Δύναμης Ταχείας Επέμβασης με κοινό Επιχειρησιακό Στρατηγείο – όπως έχει ήδη προγραμματιστεί. Παράλληλος στόχος είναι η ενίσχυση της ευρωπαϊκής αμυντικής βιομηχανίας μέσα από συνεργασίες και συγχωνεύσεις ομίλων αμυντικού υλικού καθώς και την υποχρέωση των Ευρωπαίων εταίρων να προμηθεύονται ευρωπαϊκούς εξοπλισμούς.
Η υλοποίηση αυτών των πολιτικών θα συναντήσει αντιστάσεις αν λειτουργήσει ανταγωνιστικά με τις Ηνωμένες Πολιτείες, όπως συνέβη και με αντίστοιχες προτάσεις για τη δημιουργία «ευρωστρατού» στις αρχές της δεκαετίας του 2000. Την περίοδο εκείνη η Ελλάδα άσκησε επί δώδεκα μήνες – γιατί αναπλήρωσε και την «ουδέτερη» Δανία – την προεδρία του Συμβουλίου Υπουργών Άμυνας και, ως προεδρεύων Έλληνας υπουργός, είχα την ευκαιρία όχι μόνο να παρακολουθήσω αλλά και να συντονίσω τις σχετικές διπλωματικές προσπάθειες μαζί με τον Γενικό Γραμματέα του ΝΑΤΟ, λόρδο Ρόμπερτσον και τον Υψηλό Εκπρόσωπο της ΕΕ για θέματα Εξωτερικής Πολιτικής και Ασφάλειας, Ξαβιέ Σολάνα.
Όμως, οι προσπάθειες – που περιλάμβαναν, σε αρκετές φάσεις, συχνές επισκέψεις από τους Ρόμπερτσον, Σολάνα και εμένα για συναντήσεις σε Ουάσιγκτον, Παρίσι, Βερολίνο και Λονδίνο - δεν κατέληξαν σε σημαντικά αποτελέσματα για δύο κυρίως λόγους: Πρώτον, υπάρχει μια γενικότερη αμφιθυμία στις περισσότερες χώρες σε ό,τι αφορά την εκχώρηση εξουσιών που ανήκουν στον πυρήνα της εθνικής κυριαρχίας σε υπερεθνικά όργανα. Η άμυνα θεωρείται ότι μετέχει σε αυτόν τον πυρήνα και, ως εκ τούτου, δεν πρέπει να αποσυνδεθεί από τις κρατικές δομές. Δεύτερον, η ανάπτυξη ευρωπαϊκής άμυνας θέτει το ζήτημα των σχέσεων με το ΝΑΤΟ και τις Ηνωμένες Πολιτείες. Ιδιαίτερα οι ΗΠΑ αντέδρασαν έντονα στο ενδεχόμενο δημιουργίας ενός παράλληλου κέντρου αποφάσεων έξω από το νατοϊκό πλαίσιο, που θα έθετε σε αμφισβήτηση το αμερικανικό προβάδισμα στη χάραξη και άσκηση της πολιτικής της δυτικής συμμαχίας. Η Βρετανία στήριζε, λόγω στενών σχέσεων, τις αμερικανικές ενστάσεις, ενώ οι ευρωπαϊκές χώρες δεν είχαν ούτε ανάλογο ποσοστό συμμετοχής στο σύνολο των αμυντικών δαπανών των χωρών-μελών του ΝΑΤΟ με τις ΗΠΑ, ούτε, το κυριότερο, τη διάθεση – με ενδεχόμενη εξαίρεση της Γαλλίας – να αντιπαρατεθούν σε θέματα κοινής άμυνας με την υπερατλαντική δύναμη. Αποτέλεσμα ήταν μικρή πρόοδος στην ευρωπαϊκή αμυντική ενοποίηση, κυρίως «στα χαρτιά», χωρίς πραγματικό αντίκρισμα σε αμυντική ικανότητα, δηλαδή σε επιχειρησιακή δύναμη.
Στην παρούσα φάση, τα πράγματα είναι διαφορετικά γιατί οι Αμερικανοί πιέζουν τους Ευρωπαίους να αυξήσουν τις αμυντικές τους δαπάνες και, κατά συνέπεια, υπάρχει έδαφος για διαπραγμάτευση με υποχώρηση των ΗΠΑ σε θέματα δομής της διοίκησης των δυνάμεων που θα δεσμευτούν για τη συγκρότηση ευρωπαϊκού αμυντικού πυλώνα έναντι ευρωπαϊκής δέσμευσης για αύξηση συμμετοχής στο συνολικό αμυντικό προϋπολογισμό της συμμαχίας.
Αν βρεθεί αμοιβαία αποδεκτή λύση στο θέμα της κοινής άμυνας – με τη συγκρότηση σημαντικής, σχετικά αυτόνομης ευρωπαϊκής στρατιωτικής δύναμης - θα έχει γίνει το πρώτο βήμα προς τη «στρατηγική αυτονομία» της Ευρώπης. Θα απομείνουν, όμως, τα δύο άλλα ζητήματα προς επίλυση: η ολοκλήρωση της οικονομικής και νομισματικής ενοποίησης, ώστε να ενισχυθεί ουσιαστικά η παραγωγική ικανότητα και η σταθερότητα των ευρωπαϊκών οικονομιών, και η ενδυνάμωση της κοινής εξωτερικής πολιτικής με δραστικό περιορισμό της ομοφωνίας στη λήψη αποφάσεων. Ο δρόμος είναι μακρύς, αλλά πρέπει να διανυθεί, αν θέλει η Ευρώπη να διατηρήσει τη δυνατότητα να ορίζει το μέλλον της.
*πρώτη δημοσίευση: Athensvoice.gr