του Αθανάσιου Χ. Παπανδρόπουλου
Ένα «τρίπτυχο» – φωτιά αναμένει η Claudia Buch τους επόμενους μήνες στην Ευρωζώνη, προειδοποιώντας τις τράπεζες της περιοχής να είναι προετοιμασμένες για αύξηση των πτωχεύσεων, γεωπολιτικούς κινδύνους και αναταραχές σε κλάδους έντασης ενέργειας.
Η επικεφαλής του τραπεζικού εποπτικού μηχανισμού της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, η Claudia Buch, η οποία έγινε πρόεδρος τον Ιανουάριο, προειδοποίησε σε συνέντευξή της στους Financial Times ότι οι τράπεζες «δεν έχουν βγει ακόμη από το δάσος» παρά το γεγονός ότι έχουν κάνει σημαντική πρόοδο, όπως είπε, μετά την Covid-19 εποχή και την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία.
ΕΚΤ: Το «σπάσιμο των βιβλίων» και ο τομέας των εμπορικών ακινήτων
«Η αύξηση του επιτοκίου αναφοράς της ΕΚΤ στο υψηλό ρεκόρ του 4% για την αντιμετώπιση του εκτινασσόμενου πληθωρισμού σταδιακά ενσωματώνεται στην οικονομία μέσω του χρηματοπιστωτικού συστήματος», με τις χρεοκοπίες και τις αθετήσεις δανείων να είναι πιθανό ότι θα συνεχίσουν να αυξάνονται για κάποια στιγμή.
«Είναι απλώς εξαιρετικά απίθανο να έχουμε μια περίοδο διαρθρωτικών αλλαγών όπου δεν θα υπάρξει αύξηση των χρεοκοπιών», εξήγησε.
«Οι βιομηχανικές περιοχές της Ευρώπης θα φαίνονται πολύ διαφορετικές στο μέλλον, ανάλογα με τη διαθεσιμότητα ανανεώσιμων πηγών ενέργειας σε διάφορες χώρες». «Θα έχουμε περισσότερες μετεγκαταστάσεις δραστηριοτήτων, θα έχουμε περισσότερες κλαδικές μετεγκαταστάσεις»… οι εταιρείες πρέπει να προσαρμοστούν», προέβλεψε. «Αυτό είναι κάτι που πρέπει να λάβουν υπόψη οι τράπεζες».
Τα μοντέλα αποτίμησης των κινδύνων
Οι ευρωπαϊκοί δείκτες αφερεγγυότητας μειώθηκαν απότομα την περίοδο 2020-22, όταν οι κυβερνήσεις παρείχαν τεράστια ποσά βοήθειας σε εταιρείες για να αμβλύνουν τις επιπτώσεις της πανδημίας και της ενεργειακής κρίσης που προκλήθηκε από τον πόλεμο της Ρωσίας. Αλλά έκτοτε έχουν αυξηθεί σε επίπεδα υψηλότερα από πριν από την πανδημία, καθώς η στασιμότητα της ανάπτυξης, το αυξανόμενο κόστος δανεισμού και οι υψηλές τιμές ενέργειας επηρέασαν περισσότερες εταιρείες.
Οι τράπεζες στην περιοχή απόλαυσαν την αύξηση των κερδών καθώς οι χαμηλοί δείκτες χρεοκοπίας και τα υψηλά επιτόκια αύξησαν τα περιθώρια επιτοκίου. Γι’ αυτό και είδαμε μια τάση διανομών περισσότερων από 120 δισ. ευρώ στους μετόχους το 2024, κατά 50% υψηλότερα σε σχέση με πέρυσι.
Ωστόσο, η Buch ανησυχεί για τον εφησυχασμό, επειδή οι μέθοδοι που χρησιμοποιούν οι τράπεζες για τη μέτρηση του κινδύνου είναι πολύ ξεπερασμένες. «Τα περισσότερα από τα μοντέλα κινδύνου που χρησιμοποιούν οι τράπεζες δεν μας δίνουν πραγματικά μια εικόνα για το πώς θα εξελιχθούν οι κίνδυνοι στο μέλλον, επειδή βασίζονται στο παρελθόν», είπε.
Υποσχόμενη να είναι «πολύ προσεκτική» σε αυτό το ζήτημα, η Buch θέλει οι τράπεζες να χρησιμοποιούν πιο συγκεκριμένα σενάρια για να χαρτογραφήσουν πώς μπορεί να υλοποιηθούν οι κίνδυνοι στο μέλλον.
«Πάρτε, για παράδειγμα, το σενάριο της Ερυθράς Θάλασσας ή τις πηγές κατακερματισμού των παγκόσμιων αλυσίδων εφοδιασμού: πώς θα επηρεάσει αυτό τους συγκεκριμένους εταιρικούς πελάτες, τους τομείς στους οποίους εκτίθεται η τράπεζα;» εξήγησε.
Το «δόγμα Buch»
Η Buch, η οποία ήταν στο παρελθόν αντιπρόεδρος της γερμανικής Bundesbank, δεν είναι πολύ γνωστή σε πολλά τραπεζικά στελέχη και αναλυτές. Αλλά το σκληρό μήνυμά της έχει ήδη αρχίσει να επηρεάζει.
Ο Andrea Filtri, συν-επικεφαλής έρευνας στη Mediobanca, περιέγραψε την περασμένη εβδομάδα το «δόγμα Buch» ως «μια νέα φιλοσοφία ρύθμισης, που βασίζεται σε μεγαλύτερη έμφαση στα «άγνωστα πεδία».
Βέβαια, δεν λείπουν οι αντιδράσεις, όπως εκείνη του επικεφαλής της UBS, Sergio Ermotti, που έχουν κατηγορήσει τις εποπτικές αρχές για υπερβολική ρύθμιση. «Αυτό ακούμε μερικές φορές από τον κλάδο — ότι είμαστε πολύ αυστηροί», είπε, προσθέτοντας ότι η ΕΚΤ είχε υπολογίσει πώς οι αμερικανικοί κανόνες θα επηρέαζαν τις μεγαλύτερες ευρωπαϊκές τράπεζες και διαπίστωσε ότι οι κεφαλαιακές τους απαιτήσεις θα ήταν υψηλότερες.
«Αν μη τι άλλο, δεν βρίσκουμε στοιχεία ότι οι κανόνες μας είναι αυστηρότεροι για αυτές τις μεγαλύτερες τράπεζες. Για τις μικρότερες και μεσαίες τράπεζες της Ευρώπης, η νομοθεσία των ΗΠΑ θα είχε ως αποτέλεσμα ελαφρώς χαμηλότερες κεφαλαιακές απαιτήσεις. Αλλά είμαι πολύ ικανοποιημένη για την αυστηρότερη προσέγγισή μας, δεδομένου του τι συνέβη πρόσφατα σε αρκετές μεσαίου μεγέθους τράπεζες των ΗΠΑ», ανέφερε.
Επισήμανε ότι το χάσμα αποτίμησης μεταξύ ευρωπαϊκών και αμερικανικών τραπεζών ήταν παρόμοιο και σε άλλους τομείς της οικονομίας. «Έτσι, αυτό μας φέρνει σε ένα ευρύτερο ερώτημα. Τι οδηγεί αυτές τις διαφορές στις αποτιμήσεις;» είπε, επισημαίνοντας ότι θα μπορούσε να αντικατοπτρίζει τις πιο λεπτές και πιο αφανείς γωνιές στις κεφαλαιαγορές της Ευρώπης ή το χαμηλότερο δυναμικό ανάπτυξής της.
Οι τράπεζες καταγγέλλουν επίσης ιδιωτικά την πρόσφατη απειλή της ΕΚΤ να επιβάλει καθημερινά πρόστιμα σε όσους δεν ανταποκρίνονται στις προσδοκίες της για την αντιμετώπιση των κινδύνων της κλιματικής αλλαγής, λέγοντας ότι οι εταιρείες δεν τους παρέχουν τις πληροφορίες που χρειάζονται.
Σύμφωνα με την Buch όμως, είναι «ρεαλιστικό» για τις τράπεζες να πληρούν αυτές τις απαιτήσεις και έδωσε το παράδειγμα των πιστοποιητικών ενεργειακής απόδοσης για στεγαστικά δάνεια. «Αυτό είναι κάτι που μπορεί κανείς, στις περισσότερες χώρες, να αποκτήσει εύκολα σε μια συγκεκριμένη τιμή».
Ωστόσο, πρόσθεσε, «ακόμα και σε αυτό το διάστημα, βλέπουμε ελλείψεις, επομένως οι τράπεζες δεν λαμβάνουν τις πληροφορίες που θα έπρεπε να λάβουν για να αξιολογήσουν αυτούς τους κινδύνους».
Η απειλή των καθημερινών προστίμων, αν και δεν έχει ακόμη επιβληθεί, είναι «ένα γενικό εργαλείο κλιμάκωσης των μέτρων που θα χρησιμοποιούσαμε για άλλα θέματα», είπε η Bich. Τέτοια ζητήματα μπορεί να κυμαίνονται από απαρχαιωμένα συστήματα πληροφορικής των τραπεζών έως ελλείψεις στη συγκέντρωση δεδομένων και την υποβολή εκθέσεων.
Η ΕΚΤ βρίσκεται επίσης στη μέση μιας άσκησης προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων για να αξιολογήσει την άμυνα των τραπεζών έναντι των επιθέσεων στον κυβερνοχώρο, οι οποίες σύμφωνα με την Buch «έχουν αυξηθεί» τα τελευταία χρόνια. Τέλος, η ομάδα της συνεχίζει να ασκεί πίεση στις ευρωπαϊκές τράπεζες με δραστηριότητες στη Ρωσία για έξοδο.