του Γιώργου Παπανικολάου
Μέσα σε περίπου δύο χρόνια η Ευρώπη κινδυνεύει να υποστεί τριπλό σοκ. Μετά το ξέσπασμα του πολέμου στην Ουκρανία, έχασε τη φτηνή ρωσική ενέργεια, αντικαθιστώντας την με ακριβότερες εναλλακτικές πηγές.
Στη συνέχεια, με την εξέλιξη του πολέμου, διαπίστωσε ότι διαβρώνεται και η αμερικανική αμυντική πανοπλία, που της επέτρεψε να δαπανά ελάχιστα για την άμυνά της.
Στον ορίζοντα τώρα βρίσκεται και η πιθανή απώλεια ενός από τους μεγαλύτερους εμπορικούς εταίρους, της Κίνας, που γίνεται πλέον ανταγωνιστής μέσα στο πλαίσιο του νέου διεθνούς ψυχρού πολέμου. Όλα αυτά, όταν η ανταγωνιστικότητα και η παραγωγικότητα της Γηραιάς Ηπείρου υφίσταται σοβαρά πλήγματα, ενώ τα χρέη της βρίσκονται κοντά σε ιστορικά υψηλά επίπεδα.
Σύμφωνα με την ευρωπαϊκή ηγεσία, η απάντηση σε αυτές τις νέες προκλήσεις θα έρθει μέσα από δαπάνες πολλών τρισεκατομμυρίων ευρώ, τα επόμενα χρόνια, σε φιλόδοξα προγράμματα με διάφορα περίτεχνα ακρωνύμια.
Η πράσινη ανάπτυξη θα ενισχυθεί, η Ευρώπη θα πρωταγωνιστήσει στην ψηφιακή οικονομία, θα ενισχύσει την παραπαίουσα βιομηχανία της (που σταδιακά μετακομίζει στις ΗΠΑ χάρη στις πλούσιες αμερικανικές επιχορηγήσεις), θα ξαναχτίσει την άμυνά της, ενώ ταυτόχρονα θα βάλει σε τάξη και τα δημοσιονομικά της, που σε ορισμένες χώρες χτυπάνε όχι καμπανάκια αλλά καμπάνες.
Ωστόσο, υπάρχει προσώρας ένα ερώτημα στο οποίο ούτε τεχνοκράτες ούτε πολιτικοί δίνουν συγκεκριμένη απάντηση. Πού θα βρεθούν τα χρήματα, τα οποία θα απαιτηθούν για να καλυφθούν οι δημόσιες επενδύσεις και οι επιχορηγήσεις για όλα αυτά τα προγράμματα;
Για πολλούς, η εύκολη λύση βρίσκεται στον ενιαίο ευρωπαϊκό δανεισμό, ιδίως μετά τη «δοκιμή» που έγινε στην περίοδο της πανδημίας. Οι πιο σώφρονες όμως γνωρίζουν ότι τέτοιου είδους λύσεις μπορεί να είναι φθηνότερες και πιο ελκυστικές για τα περισσότερο αδύναμα μέλη, δεν αλλάζουν όμως τη μεγάλη εικόνα: Υπάρχουν όρια στον δανεισμό, ακόμη κι αν αυτός γίνεται κεντρικά και όχι ανά κράτος-μέλος, ενώ οι πιο φερέγγυες από τις χώρες της Ευρώπης γνωρίζουν ότι στην πράξη αποτελούν βασικούς εγγυητές αυτού του δανεισμού.
Για να συμβεί πάντως κάτι τέτοιο, θα πρέπει να καμφθούν οι έντονες αντιστάσεις που προβάλλει ήδη η Γερμανία, τουλάχιστον όπως προκύπτει από τις απορριπτικές δηλώσεις που έκανε την Κυριακή ο υπουργός Οικονομικών Κρίστιαν Λίντνερ.
Στο μεταξύ, σύμφωνα με το έγκυρο politico.eu, «η πρόσφατη ενδιάμεση αναθεώρηση του προϋπολογισμού της ΕΕ αποκάλυψε ότι το μπλοκ ξεμένει από μετρητά, μετά την αντιμετώπιση μιας παγκόσμιας πανδημίας, ενός πολέμου στο κατώφλι της, διαρθρωτικά υψηλού ενεργειακού κόστους και συρρίκνωσης του οικονομικού βάρους παγκοσμίως. Επιπλέον, ο πληθυσμός της ΕΕ θα μπορούσε να αρχίσει να μειώνεται αυτή τη δεκαετία, παρασύροντας την οικονομία μαζί του».
Είναι ένας συνδυασμός, σημειώνει, που αναπόφευκτα θα απειλήσει τα μεγάλα σχέδια της Ευρώπης.
Oι πιο ψύχραιμοι αναλυτές ήδη υποστηρίζουν ότι η επίτευξη όλων αυτών των μεγάλων στόχων, ταυτόχρονα, είναι απλά αδύνατη. Ότι θα γίνουν μεγάλοι συμψηφισμοί, με περικοπές δαπανών σε έναν τομέα για να μείνουν χρήματα σε κάποιον άλλο (με πρώτο ίσως θύμα τις υπερ-φιλόδοξες πράσινες πολιτικές στις οποίες έχει δεσμευτεί η Ευρώπη) και με ορισμένα όχι τόσο απρόσμενες παρενέργειες: Περαιτέρω περικοπές στο «κράτος πρόνοιας» και αύξηση της φορολογίας.
Οι περισσότεροι συμφωνούν ότι αναγκαστικά η δημοσιονομική πολιτική (εξαιρουμένων των στρατηγικών τομέων) θα είναι πιο σφιχτή και ελεγχόμενη, με ιδιαίτερη έμφαση σε χώρες με υψηλά χρέη και ελλείμματα καθώς και άλλες διαρθρωτικές αδυναμίες.
Εμμέσως πλην σαφώς, η προετοιμασία της ευρωπαϊκής και ελληνικής κοινής γνώμης έχει ήδη ξεκινήσει με επίκεντρο την ανάγκη μιας «πολεμικής οικονομίας», για να αντιμετωπιστεί η εν δυνάμει ρωσική απειλή. Η σχετική «καμπάνια» γίνεται στο εξωτερικό με τρόπο τόσο έντονο που δεν αφήνει αμφιβολίες. To σύνθημα είναι, πρέπει να μειώσουμε το «βούτυρο», γιατί χρειαζόμαστε «κανόνια».
Ωστόσο, καθώς στις επερχόμενες ευρωεκλογές αναμένεται περαιτέρω σημαντική ενίσχυση των αντισυστημικών δυνάμεων, μέχρι την ολοκλήρωσή τους οι προβολείς της δημοσιότητας θα είναι στραμμένοι στα μεγαλεπήβολα σχέδια και στην αναγκαιότητά τους, αποφεύγοντας τις αναφορές στο οικονομικό και κοινωνικό κόστος.
Η πληρέστερη απάντηση στο γνωστό ερώτημα «show me the money» θα αρχίσει να εμφανίζεται αργότερα. Και μάλλον δεν θα αφήσει ανεπηρέαστο το πολιτικό τοπίο.
*πρώτη δημοσίευση: Euro2day.gr