του
Αθαν. Χ. Παπανδρόπουλου
Τα διαθέσιμα στοιχεία είναι από κάθε άποψη εντυπωσιακά: στα εκατοντάδες νέα προϊόντα που κυκλοφορούν για πρώτη φορά στις παγκόσμιες αγορές, κατά μέσον όρο το 40% της αξίας τους καλύπτει η γνώση. Η δε εργασία, στα ίδια προϊόντα, είναι ζήτημα αν καλύπτει το 6%.
Για όσους καταλαβαίνουν λίγο από απλή αριθμητική, τα παραπάνω ποσοστά από μόνα τους λένε πολλά. Την ίδια στιγμή, όμως, αποδεικνύουν και ποιος είναι ο βαθμός της αλλαγής που πραγματοποιείται στην πολιτική οικονομία –αλλαγή που παρατηρείται κάθε φορά που υπάρχουν και σοβαρές ανακατατάξεις στους συντελεστές παραγωγής πλούτου και στην σημασία τους στην παραγωγική διαδικασία. Έτσι, από την στιγμή που η γνώση αποκτά παρόμοια παραγωγική αξία και σημασία, γίνεται αυτονόητος και ο ρόλος του επιπέδου της παιδείας σε μία χώρα. Τίθεται δε εκ των πραγμάτων θέμα διάρθρωσης, οργάνωσης, λειτουργίας και αποτελεσματικότητας του εκπαιδευτικού συστήματος της χώρας.
Αυτά τα θέματα, καθώς και τα σοβαρά προβλήματα του ιδιωτικού σχολείου στην Ελλάδα αναπτύχθηκαν και αναλύθηκαν από έγκριτους εισηγητές στις 14 και 15 Φεβρουαρίου, στο αμφιθέατρο της Ελληνο-Αμερικανικής Ένωσης, στην διάρκεια εκδήλωσης που διοργάνωσε για πρώτη φορά ο Σύνδεσμος Ιδρυτών Ελληνικών Ιδιωτικών Εκπαιδευτηρίων (ΣΙΕΙΕ), με θέμα τον ρόλο του ιδιωτικού σχολείου στην ανάπτυξη. Έναν ρόλο που αναγνώρισαν και αρμόδιοι υπουργοί, όπως οι κ.κ. Κων. Αρβανιτόπουλος και Κωστής Χατζηδάκης.
Ιδιαίτερα δε ο τελευταίος αναφέρθηκε στον «σοβιετικό χαρακτήρα του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος» και τόνισε ότι το τελευταίο πρέπει άμεσα να προσαρμοσθεί στις διεθνείς ανταγωνιστικές εξελίξεις, στις οποίες η γνώση και τα ταλέντα είναι συντελεστές σε πρώτη ζήτηση.
Εντυπωσιακές στην εκδήλωση του ΣΙΕΙΕ υπήρξαν και οι εισηγήσεις του καθηγητή κ. Πάνου Λαζαράτου, που διδάσκει Διοικητικό Δίκαιο στην Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, του δρα Γρηγόρη Λαζαράκου και του Γενικού Επιθεωρητή Δημόσιας Διοίκησης, αρεοπαγίτη ε.τ. κ.Λέανδρου-Σωκράτη Ρακιντζή. Αναφερόμενοι στο συνταγματικό πλαίσιο και τις στρεβλώσεις του, οι ομιλητές περιέγραψαν την ζοφερή θεσμική κατάσταση του ιδιωτικού σχολείου στην Ελλάδα, το οποίο στην ουσία είναι έρμαιο στην θέληση μιας γραφειοκρατίας η οποία, αντί να παράγει γνώση, προσπαθεί να την υποβαθμίσει –αν όχι να την εξουδετερώσει. Επίσης, κατά τον καθηγητή Εργατικού Δικαίου κ. Ιωάννη Ληξουριώτη, είναι απαράδεκτο και το εργασιακό πλαίσιο που επιβάλλει το κράτος στην ιδιωτική εκπαίδευση, όπως είναι ανύπαρκτη και κάθε έννοια ελευθερίας στην σύναψη των συμβάσεων εργασίας. Ακόμη χειρότερα, οι ιδιωτικοί εκπαιδευτικοί, ανεξαρτήτως προσόντων και δεξιοτήτων, έχουν και πιο προνομιακή μεταχείριση από την κείμενη νομοθεσία σε σχέση με τους άλλους εργαζόμενους στον ιδιωτικό τομέα της οικονομίας.
«Αυτές οι διακρίσεις, όπως και οι δημόσιες θεσμικές παρεμβάσεις, στην ιδιωτική εκπαίδευση, κάνουν σαφή την επιδίωξη της πολιτείας το σχολείο να παράγει δημοσίους υπαλλήλους», τόνισε, μεταξύ άλλων, στην εισήγησή του ο πρόεδρος της Οργανωτικής Επιτροπής του Συνεδρίου, κ. Λεωνίδας-Φοίβος Κόσκος. Για να προσθέσει ότι στις σημερινές συνθήκες κρίσης και ύφεσης, με την ανεργία να βρίσκεται στα ύψη, η ιδιωτική εκπαίδευση μπορεί να γίνει το εφαλτήριο για ποιοτική και αποτελεσματική ανάπτυξη της χώρας σε τομείς εντάσεως γνώσης. «Έχουμε ανάγκη από μία κοινωνία επιχειρούντων πολιτών», είπε –και σίγουρα πίσω από την έκφραση αυτή υπάρχει σημαντικό περιεχόμενο.
«Η σημερινή κρίση που βιώνουμε ως λαός και ως χώρα συνδέεται αναμφίβολα με το εκπαιδευτικό μας σύστημα και το τεράστιο έλλειμμα της παιδείας που αντιμετωπίζουμε. Ο πλούτος των λαών και το πρωταρχικό τους κεφάλαιο είναι ο άνθρωπος. Το εκπαιδευτικό μας σύστημα, στην κατάσταση που βρίσκεται, παραμελεί το κεφάλαιο αυτό, κρατάει καθηλωμένες τις δημιουργικές δυνάμεις του τόπου μας και παράγει πολίτες με έλλειμμα πρωτοβουλίας και διάθεσης για παραγωγή και καινοτομία. Ο Σύνδεσμος πιστεύει ότι έχει υποχρέωση και δικαίωμα ταυτοχρόνως να ξεκινήσει ευρύ δημόσιο διάλογο για την πραγματική αλλαγή και τον εκσυγχρονισμό στην εκπαίδευση», τόνισε ο πρόεδρος του ΣΙΕΙΕ κ. Χαρ. Κυραϊλίδης, επισημαίνοντας και κάποια θετικά βήματα της πολιτείας προς την κατεύθυνση αυτή.
Βήματα, εξάλλου, των οποίων η ανάγκη προκύπτει και από την μελέτη του Ιδρύματος Οικονομικών και Κοινωνικών Ερευνών (ΙΟΒΕ), η οποία παρουσιάστηκε στο Συνέδριο από τον γενικό διευθυντή του ΙΟΒΕ κ. Νίκο Βέττα και που αφορά μία συγκριτική ανάλυση μεταξύ ιδιωτικής και δημόσιας εκπαίδευσης στην Ελλάδα. Σύμφωνα με την μελέτη αυτή, στις χώρες του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Αναπτύξεως (ΟΟΣΑ), με δεύτερη την Ελλάδα, η ποιοτική διαφορά μεταξύ ιδιωτικής και δημόσιας εκπαίδευσης είναι σαφώς υπέρ της πρώτης. Και η διαφορά αυτή παρατηρείται παρά την ισχυρή χρηματοδότηση της δημόσιας εκπαίδευσης από κρατικό χρήμα, μέρος του οποίου σίγουρα σπαταλάται και άρα έχει αρνητικό επενδυτικό αποτέλεσμα. Έτσι, όπως επεσήμαναν οι κ.κ. Νίκος Βέττας και Αγγ. Τσακανίκας, διευθυντής έρευνας του ΙΟΒΕ, στην Ελλάδα της κρίσης και της ύφεσης τίθεται σοβαρό θέμα βέλτιστης χρήσης της εθνικής δαπάνης για την εκπαίδευση, ώστε η τελευταία να μην καταστεί κτήμα αποκλειστικώς προνομιούχων ομάδων του πληθυσμού.
Πάνω στο θέμα αυτό, δύο σημαντικοί ομιλητές, οι κ.κ.Michael Bakalis, πρώην υφυπουργός Εκπαίδευσης στις ΗΠΑ, και Harry Patrikios, οικονομολόγος στην Παγκόσμια Τράπεζα, ανέπτυξαν το θέμα των «εκπαιδευτικών κουπονιών» το οποίο εφαρμόζεται για παράδειγμα στις ΗΠΑ και σε άλλες χώρες όπως η Σιγκαπούρη, η Φινλανδία, η Δανία, η Νορβηγία κ.α. και καλύπτει ευρύ φάσμα κοινωνικών ομάδων, που έτσι αποκτούν πρόσβαση και σε ποιοτική εκπαίδευση.
Πάντως, όπως επεσήμαναν οι εισηγητές και υπογράμμισαν οι εκπρόσωποι του ΙΟΒΕ, τα παραδείγματα των διαφόρων χωρών που εφαρμόζουν το σύστημα των «εκπαιδευτικών κουπονιών» δείχνουν ότι τα τελευταία μπορούν να βοηθήσουν τις χώρες να βελτιώσουν τα εκπαιδευτικά τους συστήματα, αλλά η επιτυχία τους δεν είναι δεδομένη αν δεν λειτουργούν και εφαρμόζονται σε ένα ανάλογο θεσμικό πλαίσιο και υπό συγκεκριμένες συνθήκες και προϋποθέσεις, οικονομικές, κοινωνικές και ρυθμιστικές. Για να κατανοήσουμε, επομένως, πώς ακριβώς λειτουργούν τα εκπαιδευτικά κουπόνια, αν λειτουργούν αποτελεσματικά και για ποιους μαθητές λειτουργούν αποτελεσματικά, θα πρέπει να εξετασθούν ποικίλες παράμετροι –κατεύθυνση στην οποία η διεθνής έρευνα είναι πλούσια και βρίσκεται σε εξέλιξη. Σε κάθε περίπτωση, όμως, είναι μία συζήτηση που στο σημερινό ελληνικό δημοσιονομικό περιβάλλον είναι δόκιμη και πρέπει να απασχολήσει τον δημόσιο διάλογο, με ουσιαστικές προτάσεις.
«Τελικός στόχος είναι να εντοπισθεί η κατά το δυνατόν βέλτιστη συνέργεια δημόσιων και ιδιωτικών πόρων με μοναδικό στόχο την συνολική αναβάθμιση της εκπαίδευσης στην Ελλάδα», τόνισε ο κ. Γ. Λιναρδάτος, τέως πρόεδρος του ΣΙΕΙΕ και μέλος του διοικητικού του συμβουλίου. Για να προσθέσει και μία σειρά από φορολογικές διατάξεις που πλήττουν το ιδιωτικό σχολείο και το βγάζουν εκτός κάθε αναπτυξιακής προσπάθειας. Και αυτό συμβαίνει σε μία κρίσιμη περίοδο για την ελληνική οικονομία και το μέλλον της, ενώ η εκπαίδευση, σύμφωνα με μελέτη της εταιρείας συμβούλων McKinsey, θα μπορούσε να αποτελέσει για την Ελλάδα εφαλτήριο ανάπτυξης στον ίδιο βαθμό με τον τουρισμό, την βιομηχανία ειδών διατροφής, την φαρμακοβιομηχανία και τις παροχές λιμενικών υπηρεσιών.
Υπό αυτές τις συνθήκες, μήπως είναι καιρός το θέμα του ιδιωτικού σχολείου να αντιμετωπισθεί σοβαρά και υπεύθυνα;