της Δέσποινας Καραγιαννοπούλου
Τα αποτελέσματα των μεγάλων επενδύσεων των ελληνικών εταιρειών του κλάδου αναλύει ο Θεόδωρος Τρύφων, πρόεδρος της Πανελλήνιας Ένωσης Φαρμακοβιομηχανίας (ΠΕΦ), συνδιευθύνων σύμβουλος της ELPEN.
Ακόμα εξηγεί γιατί ο τρόπος με τον οποίο λειτουργεί τώρα η αγορά δεν είναι βιώσιμος και σχολιάζει τις αλλαγές που φέρνει η νέα ευρωπαϊκή νομοθεσία.
Σήμερα, η υγεία βιώνει ένα κύμα μεταρρυθμίσεων, όμως αρκούν τα μέτρα που έχουν ανακοινωθεί; Και σε πόσο καιρό πιστεύετε ότι θα έχουμε το πραγματικό τους αποτύπωμα στην κοινωνία, στον ασθενή και στις εταιρείες;
Η φαρμακοβιομηχανία, με τον θεσμικό της ρόλο, διαχρονικά στηρίζει κάθε μεταρρύθμιση που στοχεύει στη βελτίωση της αποδοτικότητας του συστήματος υγείας και της πρόσβασης των ασθενών στην φροντίδα αλλά και στη διαμόρφωση συνθηκών βιωσιμότητας για το σύστημα και τις φαρμακευτικές επιχειρήσεις. Είναι σαφές ότι τα έργα του Ταμείου Ανάκαμψης για την υγεία, και ειδικά οι δράσεις που αφορούν στη ψηφιοποίηση, αποτελούν μια μοναδική ευκαιρία. Ειδικότερα σε ό,τι αφορά το φάρμακο, η ηλεκτρονική συνταγογράφηση στα νοσοκομεία, η διαλειτουργικότητα συστημάτων και εφαρμογών, τα φίλτρα συνταγογράφησης, τα αποζημιωτικά πρωτόκολλα, τα μητρώα ασθενών, ο ηλεκτρονικός φάκελος υγείας, οι κεντρικές προμήθειες, διαμορφώνουν ένα σύγχρονο πλαίσιο, το οποίο επιτρέπει τον εξορθολογισμό της κατανάλωσης και τον έλεγχο της δαπάνης. Η αντιστοίχιση της χρηματοδότησης με τις πραγματικές ανάγκες σημαίνει καλύτερη φροντίδα για τους ασθενείς και περιορισμό των τεράστιων επιστροφών με τις οποίες επιβαρύνεται σήμερα η φαρμακοβιομηχανία.
Πρέπει ακόμη να σημειωθεί ότι αυτή την περίοδο η φαρμακοβιομηχανία υλοποιεί μια σειρά σημαντικών επενδύσεων, αξιοποιώντας το ιδιαίτερα επιτυχές μέτρο του επενδυτικού clawback. Οι επενδύσεις αυτές θα αλλάξουν το τοπίο της φαρμακευτικής έρευνας και παραγωγής στη χώρα μας. Η ολοκλήρωση του επενδυτικού προγράμματος των ελληνικών φαρμακοβιομηχανιών θα επιτρέψει την κάλυψη του 75% των φαρμακευτικών αναγκών της χώρας με ποιοτικές θεραπείες σε προσιτό κόστος για το σύστημα και το ασθενή, τη διασφάλιση της επάρκειας της φαρμακευτικής αγοράς και τον δραστικό περιορισμό των ελλείψεων. Ασφαλώς απαιτείται ιδιαίτερη προσπάθεια και στοχοπροσήλωση, όμως σίγουρα βρισκόμαστε σε καλό δρόμο.
Οι περικοπές των δαπανών από τη μία και η προσέλκυση επενδύσεων από την άλλη αποτελούν δύο από τους βασικούς πυλώνες της φαρμακευτικής στρατηγικής του υπουργείο Υγείας. Όπως είναι το περιβάλλον σήμερα, πόσο εφικτή είναι η υλοποίηση των στόχων της πολιτείας;
Είναι δεδομένο ότι η δημόσια φαρμακευτική περίθαλψη στη χώρα μας, παρά την ενίσχυση των προϋπολογισμών τα τελευταία έτη, παραμένει υποχρηματοδοτημένη. Είναι χαρακτηριστικό ότι προκειμένου να καλυφθούν οι φαρμακευτικές ανάγκες στον ΕΟΠΥΥ και στα νοσοκομεία του ΕΣΥ, το 2023 το κράτος διέθεσε 2,8 δισ. ευρώ, οι ασθενείς μέσω των συμμετοχών 735 εκατ. και η φαρμακοβιομηχανία μέσω clawback, rebate, διαπραγματεύσεων περίπου 3,2 δισ.! Αυτό ξεκάθαρα δεν είναι βιώσιμο.
Από την άλλη πλευρά, το μέτρο της δυνατότητας συμψηφισμού μέρους του clawback με επενδύσεις σε παραγωγή και έρευνα σημείωσε ιδιαίτερη επιτυχία, καθώς οδήγησε στην υποβολή σημαντικών επενδυτικών προτάσεων από ελληνικές αλλά και ξένες φαρμακοβιομηχανίες. Αξίζει να σημειωθεί ότι το συνολικό επενδυτικό πρόγραμμα των ελληνικών φαρμακοβιομηχανιών αναμένεται να φθάσει σε ύψος το 1,5 δισ. ευρώ, περιλαμβάνοντας μεταξύ άλλων τη δημιουργία 10 νέων εργοστασίων και 14 νέων ερευνητικών δομών. Οι επενδύσεις αυτές έχουν μοναδική πολλαπλασιαστική αξία στα δημόσια έσοδα, στο ΑΕΠ της χώρας και οδηγούν στη δημιουργία νέων και καλά αμειβόμενων θέσεων εργασίας. Είναι ξεκάθαρο ότι, για να διασφαλιστεί η βιωσιμότητα τόσο των επιχειρήσεων όσο και του συστήματος φαρμακευτικής φροντίδα, θα πρέπει: να δοθεί λύση στη χρονίζουσα υποχρηματοδότηση των φαρμακευτικών προϋπολογισμών, να υλοποιηθούν οι μεταρρυθμίσεις που θα επιτρέψουν τον έλεγχο και τον εξορθολογισμό της δαπάνης και να διαμορφωθεί ένα μόνιμο πλαίσιο κινήτρων για επενδύσεις.
Η υποχρηματοδότηση και το αυξανόμενο clawback υποσκάπτουν τα θεμέλια της φαρμακοβιομηχανίας. Σε ποια σημεία και πώς θα μπορούσε να επέμβει το υπουργείο Υγείας με βιώσιμες και ισορροπημένες λύσεις για όλα τα φάρμακα που κυκλοφορούν στην ελληνική αγορά;
Πράγματι, η υποχρηματοδότηση της φαρμακευτικής δαπάνης και το clawback δημιουργούν ένα αντίξοο περιβάλλον για τη βιομηχανία φαρμάκου. Δυστυχώς, η χώρα μας αποτελεί θλιβερή εξαίρεση στην Ευρώπη σε ό,τι αφορά στην επιβολή των υπέρογκων αυτών επιβαρύνσεων. Θεωρούμε ότι η διατήρηση των επενδυτικών κινήτρων σε συνδυασμό με τον εξορθολογισμό της φαρμακευτικής δαπάνης αποτελούν τη μόνη βιώσιμη στρατηγική για τα επόμενα χρόνια. Το βέβαιο είναι ότι η σημερινή κατάσταση δεν μπορεί να συνεχιστεί, καθώς υγιείς βιομηχανίες οδηγούνται σε υπερχρέωση. Αυτό στερεί πόρους από τις επενδύσεις, υπονομεύει τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας καθυστερεί την ανάπτυξη.
Μολονότι καινούργια φάρμακα έρχονται στην αγορά, οι ασθενείς υποστηρίζουν ότι έχουν δυσκολίες πρόσβασης στις καινοτόμες θεραπείες. Πώς μπορεί να επιλυθεί το πρόβλημα και ποια επιπλέον κίνητρα θα μπορούσε να δώσει η Πολιτεία για την ενίσχυση της πρώιμης πρόσβασης;
Αποτελεί θέση της ΠΕΦ η δημιουργία ενός ξεχωριστού Ταμείου Καινοτομίας, όπου με συγκεκριμένα κριτήρια θα καλύπτονται οι περιπτώσεις αυτές. Είναι σαφές ότι η σημερινή κατάσταση, όπου η διαρκώς αυξανόμενη δαπάνη για εισαγωγές φαρμάκων μέσω ΣΗΠ / ΙΦΕΤ καταλήγει σε clawback, δεν είναι βιώσιμη.
Πώς κρίνετε τις αλλαγές που φέρνει η νέα ευρωπαϊκή φαρμακευτική νομοθεσία;
Στην Ευρώπη, μετά την πανδημική κρίση, έχει ανοίξει μια συζήτηση για τα σοβαρά προβλήματα που αναδείχθηκαν, όπως οι ελλείψεις φαρμάκων, η ανάγκη διασφάλισης της κάλυψης των ασθενών σε κρίσιμα φάρμακα, καθώς και τα απαιτούμενα κίνητρα για την επιστροφή της παραγωγής φαρμάκων και πρώτων υλών στην Ευρώπη. Η ελληνική φαρμακοβιομηχανία παρακολουθεί ενεργά και συμμετέχει, μέσω του ευρωπαϊκού συνδέσμου της παραγωγικής φαρμακοβιομηχανίας Medicines for Europe, στη συζήτηση για τη νέα φαρμακευτική νομοθεσία. Είναι δεδομένο ότι η Ευρώπη καλείται να βρει την ισορροπία μεταξύ της ενθάρρυνσης της καινοτομίας και της βελτίωσης της πρόσβασης των ασθενών στις θεραπείες. Η συζήτηση είναι ακόμη ανοικτή, όμως θεωρούμε ότι η πρόταση του κοινοβουλίου ως προς την διάρκεια της προστασίας των δεδομένων θα μπορούσε να είναι πιο τολμηρή, ώστε να επιτρέψει την ταχύτερη εισαγωγή των γενόσημων. Αυτό θα επιδρούσε θετικά στους προϋπολογισμούς της υγειονομικής περίθαλψης αλλά και στους ασθενείς.
Ακόμη θεωρούμε ότι η δυνατότητα χορήγησης δικαιώματος σε μια εταιρεία που επενδύει σε Ε&Α για αντιμικροβιακές θεραπείες για την επέκταση της προστασίας οποιουδήποτε προϊόντος στο χαρτοφυλάκιό της για ένα χρόνο, θα οδηγήσει στην καθυστέρηση εισαγωγής ανταγωνισμού σε ιδιαίτερα κοστοβόρες θεραπείες, γεγονός που θα παρατείνει την επιβάρυνση για το σύστημα και τον ασθενή. Από τη άλλη πλευρά, είναι θετικό το γεγονός της πρότασης για την χορήγηση 4 ετών προστασίας για ένα φάρμακο με μια νέα θεραπευτική ένδειξη που δεν είχε προηγουμένως εγκριθεί στην Ε.Ε. Η ρύθμιση αυτή αφορά μόνο στα φάρμακα χωρίς δίπλωμα ευρεσιτεχνίας και μόνο σε περιπτώσεις που αποφέρουν σημαντικό όφελος για τον ασθενή. Ασφαλώς θα πρέπει να διασφαλιστεί ότι η συγκεκριμένη ρύθμιση δεν θα μπορεί να χρησιμοποιείται για σκοπούς εμπορικής αειφορίας, αποκλείοντας τα προϊόντα που ήδη προστατεύονται.
*πρώτη δημοσίευση: Euro2day.gr