του Αθανάσιου Χ. Παπανδρόπουλου
Τα νοικοκυριά κάθε μέρα σχεδόν αγοράζουν είδη διατροφής. Είναι συνεπώς ευαίσθητα σε διακυμάνσεις τιμών και σε άμεσες εμπορικές συναλλαγές. Για την οποιαδήποτε πολιτική εξουσία έτσι, η βιομηχανία τροφίμων - ποτών και το οργανωμένο λιανεμπόριο είναι εύκολοι και βολικοί αποδιοπομπαίοι τράγοι για επιδείξεις πυγμής και «προστασίας», όπως η επιβολή προστίμων για παράδειγμα.
Ωστόσο, αν προσφύγουμε σε απλά μαθηματικά, αυτά που καταλαβαίνουν και οι τελευταίοι του συστήματος αξιολόγησης PISA, θα δούμε ότι στον προϋπολογισμό ενός νοικοκυριού, η δαπάνη για αγορά τροφίμων - ποτών αντιπροσωπεύει κατά μέσο όρο το 22% του ετήσιου εισοδήματός του.
Θεωρητικά έτσι, ένα άτομο με μέσο ετήσιο εισόδημα 20.000 ευρώ, δαπανά για διατροφή περί τα 4.400 ευρώ. Αν υποθέσουμε έτσι ότι ο πληθωρισμός στα τρόφιμα τρέχει με 10% το χρόνο, η επιβάρυνσή του είναι 440 ευρώ ήτοι 37 ευρώ το μήνα. Με βάση στοιχεία που συλλέξαμε, το άτομο αυτό τον τελευταίο χρόνο, είδε το μέσο κόστος της κατοικίας του να αυξάνεται 28% ήτοι 1.260 ευρώ, τη δαπάνη για καύσιμα και συντήρηση αυτοκινήτου 36%, τις τηλεπικοινωνίες του 16% και πάει λέγοντας. Αφήνουμε δε κατά μέρος τις δαπάνες υγείας, όπου εκεί τα πράγματα και οι τιμές τους έχουν ξεφύγει.
Τούτων λεχθέντων, στα είδη διατροφής που είναι -σκοπίμως- ο αποδιοπομπαίος τράγος, η κατάσταση είναι πολύ καλύτερη από αυτήν που έχει διαμορφωθεί σε μεγάλα τμήματα της κοινής γνώμης.
Τη θετική επίδραση που ο κλάδος Τροφίμων και Ποτών διατηρεί σε κρίσιμους δείκτες ανάπτυξης, αλλά και σημαντικά ευρήματα που διευκρινίζουν τον ρόλο του κλάδου στα τυποποιημένα (επεξεργασμένα) τρόφιμα, ειδικά την τελευταία τετραετία, σε σχέση με τις γενικότερες πληθωριστικές πιέσεις ανέδειξαν δύο μελέτες που εκπόνησε το Ίδρυμα Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών (ΙΟΒΕ) για λογαριασμό του Συνδέσμου Ελληνικών Βιομηχανιών Τροφίμων. Η πρώτη μελέτη εστιάζει στον θετικό αντίκτυπο της Βιομηχανίας Τροφίμων και Ποτών στην ελληνική οικονομία, συντηρώντας 163.000 άμεσες θέσεις εργασίας, ενώ η δεύτερη μελέτη αφορά τον πληθωρισμό στα είδη διατροφής στην Ελλάδα. Από τη μελέτη αυτή, προκύπτει πως η εγχώρια παραγωγή τροφίμων διατήρησε συστηματικά ηπιότερο ρυθμό ανοδικής διακύμανσης των τιμών από το 2020 έως σήμερα, συγκριτικά με τα εισαγόμενα τρόφιμα. Καταρρίπτονται έτσι κάποιες δαιμονολογικές θεωρήσεις της πραγματικότητας, οι οποίες άλλους στόχους εξυπηρετούν και σίγουρα όχι την ελληνική οικονομία. Σημειώνουμε επίσης ότι και στις δυο προαναφερόμενες μελέτες αναλύονται επίσημα στατιστικά στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ και της EUROSTAT, από την επεξεργασία των οποίων προκύπτουν σημαντικά συμπεράσματα.
Ο πρώτος κλάδος στη μεταποίηση
Σύμφωνα με τη μελέτη του ΙΟΒΕ, στην οικονομία της χώρας, η Ελληνική Βιομηχανία Τροφίμων και Ποτών αναδεικνύεται ως σημαντικός κλάδος για την ελληνική μεταποίηση και ευρύτερη οικονομία και κατέχει την πρώτη θέση σε αξία βιομηχανικής παραγωγής, με ποσοστό που πλησιάζει το 25% του συνόλου.
Ταυτόχρονα, η Βιομηχανία Τροφίμων και Ποτών αποτελεί τον μεγαλύτερο εργοδότη στον τομέα της εγχώριας μεταποίησης, απασχολώντας το 40% των εργαζομένων σε αυτόν τον τομέα, εκ των οποίων σχεδόν 4 στους 10 είναι απόφοιτοι Πανεπιστημιακών Ιδρυμάτων, αποδεικνύοντας την ικανότητα της βιομηχανίας να δημιουργεί ποιοτικές θέσεις εργασίας.
Παράλληλα, η Ελληνική Βιομηχανία Τροφίμων και Ποτών είναι από τους μεγαλύτερους επενδυτές σε Έρευνα και Ανάπτυξη, με την ετήσια επένδυση των βιομηχανιών να αντιπροσωπεύει το 10,9% στη συνολική δαπάνη της εγχώριας μεταποίησης για Έρευνα και Ανάπτυξη, κορυφαία επίδοση στην Ευρώπη. Επιπλέον επισημαίνεται και η επίδοση του κλάδου στην Καινοτομία, με την ελληνική μεταποίηση τροφίμων και ποτών να βρίσκεται στην 4η θέση σε ευρωπαϊκό επίπεδο, μαζί με χώρες όπως η Δανία, η Εσθονία και η Φινλανδία.
Σημειώνουμε ότι οι τρεις τελευταίες χώρες πρωτοπορούν και σε προσαρμογή στην ψηφιακή εποχή, δίνοντας έτσι και παγκόσμιας εμβέλειας μαθήματα.
Επίσης, ως προς τις εξαγωγές, η ελληνική βιομηχανία τροφίμων - ποτών σημείωσε άνοδο 12,6% από το 2022 στο 2023 και αντιπροσωπεύει έτσι περί το 7 δισ. ευρώ έσοδα.
Αναφορικά με τον πληθωρισμό, η μελέτη του ΙΟΒΕ διαπιστώνει ότι:
-Ο πληθωρισμός των τυποποιημένων τροφίμων εξαιρουμένου του ελαιόλαδου, τον Μάιο του 2024 ήταν -0,8%, δείχνοντας ότι έχει εισέλθει σε φάση σταδιακής αποκλιμάκωσης από τις αρχές του 2024 και μετά.
-Εξαιρώντας το ελαιόλαδο, οι τιμές των τυποποιημένων τροφίμων κατά μέσο όρο έχουν παραμείνει ουσιαστικά αμετάβλητες από τον Μάρτιο του 2023.
-Εξετάζοντας συνδυαστικά τους Δείκτες Τιμών Εισαγωγών και Τιμών Παραγωγού για τον κλάδο των τροφίμων διαπιστώνεται ότι από το 2020 οι τιμές των παραγόμενων τροφίμων (από τη βιομηχανία) στη χώρα, αυξήθηκαν με χαμηλότερο ρυθμό συγκριτικά με τα εισαγόμενα, υποδεικνύοντας ότι η εγχώρια παραγωγή απορρόφησε τις αυξήσεις κόστους, πιο ομαλά για τον καταναλωτή.
Αυτά όμως, ίσως να είναι ψιλά γράμματα για κάποιους.