του καθηγητή Χάρολντ Τζαίημς*
Κανείς δεν ξέρει πώς θα εξελιχθούν οι προεδρικές εκλογές στις ΗΠΑ. Μια πιθανότητα είναι ότι η φούσκα Τραμπ θα σκάσει επιτέλους, επιτρέποντας να επιστρέψουν στην κανονικότητα η Αμερική και όλος ο κόσμος. Αλλά είναι επίσης πιθανό οι Ηνωμένες Πολιτείες να καμφθούν προς έναν ριζοσπαστικό στρατιωτικοποιημένο αυταρχισμό που θα καθιέρωνε έναν νέο κανόνα για τους απανταχού τυράννους.
Οι πολιτικοί επιστήμονες δεν είναι οι μόνοι που βλέπουν εδώ ανησυχητικές ιστορικές αντιστοιχίες. Σύμφωνα με τον μακροβιότερο αρχηγό του επιτελείου του Ντόναλντ Τραμπ, στρατηγό Τζον Κέλι, ο πρώην πρόεδρος «καλύπτει τον ορισμό του φασίστα», με τον οποίο εννοεί «μια ακροδεξιά αυταρχική, υπερεθνικιστική πολιτική ιδεολογία και κίνημα που χαρακτηρίζεται από έναν δικτατορικό ηγέτη, μια κεντρική απολυταρχία, μιλιταρισμό, βίαιη καταστολή της αντιπολίτευσης και πίστη σε μια φυσική κοινωνική ιεραρχία».
Ο σύγχρονος αμερικανικού τύπου φασισμός έχει προφανείς ρίζες στο παρελθόν. Στο μυθιστόρημά του, The Plot Against America (2004), ο Φίλιπ Ροθ βασίστηκε σε πραγματικές ιστορικές προσωπικότητες και γεγονότα για να παρουσιάσει το αντίθετο σενάριο στο οποίο ο (διάσημος πιλότος) Τσαρλς Λίντμπεργκ εκλέγεται πρόεδρος με ένα ριζοσπαστικό απομονωτικό, αντισημιτικό πρόγραμμα τύπου «America First». Και ορισμένοι αναλυτές και ιστορικοί θα κοιτούσαν ακόμη πιο πίσω, όχι μόνο στη δεκαετία του 1930, αλλά έναν αιώνα νωρίτερα, στη λαϊκίστικη ρητορική και τον ασύστολο ρατσισμό του προέδρου Άντριου Τζάκσον.
Σε κάθε περίπτωση, τα επεισόδια κατάρρευσης της δημοκρατίας γεννούν πάντα το ίδιο αγωνιώδες ερώτημα. Μήπως κάποιο ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της κουλτούρας έχει διαβρώσει σταδιακά το πολιτικό σύστημα ή έχουμε να κάνουμε με μια βαθύτερη, έμφυτη ανθρώπινη τάση που μπορεί να ελεγχθεί μόνο από τις σωστές θεσμικές ρυθμίσεις (όπως αυτές που περιγράφονται έξοχα από τους Αλεξάντερ Χάμιλτον, Τζον Τζέι και Τζέιμς Μάντισον στα Φεντεραλιστικά Έγγραφα, που γράφτηκαν για να προωθήσουν την επικύρωση του συντάγματος των ΗΠΑ);
Η πλέον χαρακτηριστική περίπτωση της βύθισης στη βαρβαρότητα είναι, φυσικά, η Γερμανία του Μεσοπολέμου. Για να εξηγήσουν τη διολίσθηση της χώρας προς την πολιτική βία, τον φασισμό, τον μιλιταρισμό και τελικά τη γενοκτονία, ορισμένοι αναλυτές έχουν επισημάνει τις εγγενείς γερμανικές πολιτιστικές τάσεις, από τον άγριο αντισημιτισμό του Μαρτίνου Λούθηρου έως την παραίτηση των Γερμανών φιλελεύθερων του 19ου αιώνα μπροστά στην ωμή πολιτική εξουσία και την ομιλία «σίδερο και αίμα» του Μπίσμαρκ.
Όπως και η φετινή εκλογική αναμέτρηση στις ΗΠΑ, οι γερμανικές εκλογές της δεκαετίας του 1930 κρίθηκαν σε ελάχιστες ψήφους. Σε κάθε περίπτωση, ο Αδόλφος Χίτλερ και το κόμμα του κέρδισαν σημαντικά μικρότερο μερίδιο ψήφων από ό,τι πιθανότατα θα λάβει ο Τραμπ τον Νοέμβριο. Αφού κέρδισε 37% στις εκλογές του Ιουλίου 1932, το Ναζιστικό Κόμμα υποχώρησε στο 33% στην επαναληπτική εκλογή του Νοεμβρίου 1932. Ακόμη και στις ανελεύθερες εκλογές του Μαρτίου 1933 (όταν απαγορεύτηκε το Κομμουνιστικό Κόμμα και οι ψηφοφόροι υποβλήθηκαν σε μαζικό εκφοβισμό) η ψήφος των Ναζί ήταν κάτω από το 44%. Ο ίδιος ο Χίτλερ κέρδισε μόνο το 30% των ψήφων στον πρώτο γύρο των προεδρικών εκλογών της άνοιξης του 1932 και το 37% στον δεύτερο γύρο.
Έτσι, ο Χίτλερ δεν αναδείχθηκε στην εξουσία από ένα τεράστιο κύμα υποστήριξης. Μάλλον, οφείλει την πολιτική του άνοδο στην ανταπόκριση των παραδοσιακών θεσμών: του στρατού, της γραφειοκρατίας, της αστυνομίας και πάνω απ’ όλα της επιχειρηματικής κοινότητας.
Όπως η εταιρική Αμερική σήμερα, οι Γερμανοί ηγέτες της βιομηχανίας ήταν διχασμένοι. Πολλοί ήταν καχύποπτοι με τους Ναζί, αλλά ακόμη και αυτοί δεν αναγνώρισαν πλήρως τον ριζοσπαστισμό της ατζέντας του Χίτλερ. Ο Γκέοργκ Σόλμσεν, ο Διευθύνων Σύμβουλος της μεγαλύτερης τράπεζας της Γερμανίας (Deutsche Bank), είχε βαφτιστεί ως Προτεστάντης, αλλά ο παππούς του ήταν ραβίνος και ο πατέρας του ήταν τραπεζίτης που ασχολήθηκε με τα οικονομικά επειδή οι Εβραίοι είχαν αποκλειστεί από τις δημόσιες υπηρεσίες. Αυτός ο ήρεμος, έξυπνος άνθρωπος έβλεπε τους Ναζί ως απειλή κυρίως λόγω των σοσιαλιστικών και λαϊκιστικών στοιχείων του προγράμματός τους. Ο λυσσασμένος αντισημιτισμός τους, υπέθεσε, ήταν απλώς ένα εκλογικό κόλπο τακτικής.
Ο Σόλμσεν δεν κατάλαβε τι ήταν ναζισμός μέχρι τον Απρίλιο του 1933, όταν ήταν πολύ αργά. Δεν ήταν ο μόνος. Πολλοί αξιοπρεπείς άνθρωποι δεν είχαν τη φαντασία να κατανοήσουν την έκταση της βίας που θα εξαπέλυε σύντομα ο Χίτλερ. Το γερμανικό κατεστημένο θεωρούσε αυτονόητο ότι ο δημαγωγός θα μπορούσε να εξημερωθεί. Αλλά αυτή η επικίνδυνη άποψη βασίστηκε σε μια ψευδαίσθηση.
Άλλωστε, το ευρύτερο πολιτικό πλαίσιο είχε αλλάξει ριζικά. Το σύστημα αποζημιώσεων μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, που θεσπίστηκε στη διάσκεψη ειρήνης των Βερσαλλιών το 1919, είχε περιορίσει σοβαρά τη Γερμανία και της στέρησε το περιθώριο ελιγμών, αλλά μέχρι το 1933, το διεθνές σύστημα είχε ήδη αποσυντεθεί. Δύο χρόνια νωρίτερα, ο ιαπωνικός στρατός είχε προκαλέσει ένα συνοριακό επεισόδιο στη Μαντζουρία και στη συνέχεια εισέβαλλε πέρα από τα σύνορα, αγνοώντας την Κοινωνία των Εθνών και το καταστατικό της που απαγόρευε την «επιθετικότητα».
Επιπλέον, με την παγκόσμια οικονομία να υποφέρει από τη Μεγάλη Ύφεση, υπήρχαν λίγα κίνητρα για σεβασμό στους κανόνες του παλιού οικονομικού συστήματος. Ο εθνικισμός και η αυταρχικότητα έγιναν έτσι ολοένα και πιο ελκυστικές ως ανέξοδες στρατηγικές για την άνοδο του γερμανικού βιοτικού επιπέδου.
Και πάλι, υπάρχουν δυσοίωνοι παραλληλισμοί με την τωρινή συγκυρία. Οι περισσότεροι, αν όχι όλοι, οι διεθνείς θεσμοί δείχνουν τα σημάδια της ηλικίας τους και το σύστημα των Ηνωμένων Εθνών έχει παραλύσει από τις διαιρέσεις για τον πόλεμο της Ρωσίας στην Ουκρανία και τις εκστρατείες του Ισραήλ κατά της Χαμάς, της Χεζμπολάχ και (ίσως σύντομα) του Ιράν.
Σε αντίθεση με τις αρχές της δεκαετίας του 1930, ωστόσο, η παγκόσμια οικονομία εξακολουθεί να είναι πολύ διασυνδεδεμένη και αλληλεξαρτώμενη. Έτσι, οποιαδήποτε κίνηση προς την γνήσια αυταρχικότητα δεν θα ήταν ανώδυνη. Αντίθετα, το κόστος θα ήταν ολοφάνερο για τους Αμερικανούς και τον υπόλοιπο κόσμο, και πάνω απ’ όλα για τις χρηματοπιστωτικές αγορές.
Σε αυτό το πλαίσιο, είναι εκπληκτικό να ακούς εξέχοντα οικονομικά στελέχη όπως ο Λάρι Φινκ της BlackRock να υποστηρίζουν ότι οι εκλογές στις ΗΠΑ «πραγματικά δεν έχουν σημασία» για τις αγορές. Γιατί δεν βγαίνουν να πουν κάτι οι ηγετικές προσωπικότητες όπως ο Γουόρεν Μπάφετ; Φαίνεται ότι αναπαράγουν τη συμπεριφορά των Γερμανών επιχειρηματιών πριν από τον Ιανουάριο του 1933.
Ακριβώς επειδή οι διεθνείς οικονομικές διασυνδέσεις μπορούν να περιορίσουν τα περιθώρια για εθνική πολιτική δράση, η διάλυσή τους κινδυνεύει να προκαλέσει μεγάλο οικονομικό σοκ. Ανάλογα με το πώς θα εξελιχθούν αυτές οι εκλογές, θα μπορούσε σύντομα να έρθει μια στιγμή που οι Αμερικανοί (και όλοι οι άλλοι) θα είναι πολύ ευγνώμονες για τους περιορισμούς που συνεπάγεται η παγκοσμιοποιημένη οικονομία. Λίγα γεγονότα είναι πιο αποθαρρυντικά (και πιο απαξιωτικά για όσους προωθούν κακές πολιτικές) από μια οικονομική κατάρρευση που καταστρέφει τα προς το ζην των ψηφοφόρων και υποβαθμίζει το βιοτικό τους επίπεδο.
*Πανεπιστήμιο Πρίστον