του Πάνου Καζάκου*
Τα τελευταία χρόνια η Ελλάδα έχει απομακρυνθεί από αντιλήψεις για την ελληνική ιδιαιτερότητα εντός των δυτικών θεσμών (ΝΑΤΟ, ΕΕ, ΟΝΕ κλπ). Οι αντιλήψεις εκείνες είχαν ονομασθεί «ελληνικός εξαιρετισμός» και επικριθεί από αναγνωρισμένου ειδικούς (Π.Κ. Ιωακειμίδης, Χρ. Ροζάκης, Λ. Τσούκαλης κ.α.).
Ο ελληνικός εξαιρετισμός είχε ρίζες στην ιστορική μας εμπειρία και στην οικονομική υστέρηση.
Μετά τις εκλογές του 2019 η κυβέρνηση Κυριάκου Μητσοτάκη υιοθέτησε πολιτική σύμπλευσης με τις υπερκείμενες (γεωπολιτικές) αντιλήψεις και πολιτικές επιλογές της Δύσης χωρίς ιδεολογικές αμφισημίες. Τη συνεχίζει μέχρι σήμερα ποικιλοτρόπως: Η χώρα παρέχει στρατιωτική βοήθεια στην Ουκρανία στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ, έχοντας μάλιστα υπογράψει διμερή συμφωνία για συνεργασία με την Ουκρανία "σε θέματα ασφάλειας", προάγει τις συνόδους κορυφής Ουκρανίας Νοτιοανατολικής Ευρώπης, συμμετέχει χωρίς αστερίσκους (αλλά και χωρίς ενθουσιασμό) στις κυρώσεις της ΕΕ κατά της Ρωσίας ιδιαίτερα στον ενεργειακό τομέα, στηρίζει ανεπιφύλακτα το Ισραήλ εν μέσω της κρίσης στη Γάζα και απέστειλε φρεγάτα στην Ερυθρά Θάλασσα. Στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο οι βουλευτές της ΝΔ συνηγορούν σε ψηφίσματα που ζητούν να επεκταθεί η πολιτική κυρώσεων του Συμβουλίου κατά της Ρωσίας, της Λευκορωσίας και τρίτων χωρών όπως η Κϊνα.. Τα ψηφίσματα του ΕΚ ζητούν επίσης κάθε λύση θα πρέπει να περιλάβει τη λογοδοσία για ρωσικά εγκλήματα πολέμου και την καταβολή αποζημιώσεων από τη Μόσχα.
Όλα αυτά καθιστούν σαφές ότι η ελληνική εξωτερική πολιτική από το 2019 μέχρι σήμερα βρίσκεται σαφέστερα στον αντίποδα του εξαιρετισμού. Έχει προσχωρήσει στο κυρίαρχο (αλλά και προβληματικό εν πολλοίς) consensus των δυτικών ηγετικών κύκλων.
Κατά την κυβέρνηση η πολιτική της εναρμόνισης με τη Δύση υπηρετεί τα συμφέροντα ασφαλείας της χώρας. Ο πρωθυπουργός την αποκαλεί υπεύθυνο πατριωτισμό γιατί θέτει τη χώρα μας κάτω από μια ομπρέλα θεσμών και κανόνων που κανείς δεν μπορεί να παραβιάσει ανώδυνα. Επιπλέον αποφέρει (σε συνδυασμό με την πολιτική σταθερότητα και κάποιες μεταρρυθμίσεις) οικονομικά οφέλη.
Παρά τη σύμπλευση με τις ηγετικές δυνάμεις της Δύσης σε θεμελιώδη ζητήματα γεωπολιτικής, η κυβέρνηση δεν μπορούσε να αγνοήσει παντελώς τις ιδιαιτερότητες της γεωγραφίας και της ιστορίας μας. Για τους λόγους αυτούς διαφοροποιείται προσεκτικά με συμβολικές κινήσεις από το κύριο ρεύμα της Δύσης. Π.χ. η πρέσβειρα στη Μόσχα ήταν παρούσα στην ορκωμοσία του προέδρου Βλαντιμίρ Πούτιν, ενώ η κυβέρνηση δεν απέστειλε αμερικανικούς πυραύλους στην Ουκρανία.
Δεν συζητώ αν είναι σωστά όλα αυτά, διερωτώμαι όμως αν η πολιτική της σύμπλευσης θα αντέξει στον χρόνο. Γεγονός είναι ότι τα μεγάλα κόμματα της αντιπολίτευσης ΠΑΣΟΚ και ΣΥΡΙΖΑ δεν την αμφισβητούν ουσιαστικά, μολονότι διατυπώνουν συχνά ιδέες για διαφορετικούς επιμέρους χειρισμούς. Από την άλλη πλευρά, η πολιτική κουλτούρα με την αντιδυτική της φλέβα μπορεί να αποδειχθεί εξόχως ανθεκτική και, εν τέλει, να αναθερμάνει τον εξαιρετισμό μας που ήδη εκδηλώνεται με την μετωπική κριτική του Αντώνη Σαμαρά στην κυβέρνηση και την ποσοστιαία άνοδο κινήσεων δεξιά της ΝΔ στις ευρωεκλογές και σε κάποιες δημοσκοπήσεις.
Μένει να δούμε πως η επανεκλογή του Ντόναλντ Τραμπ στις ΗΠΑ θα επηρεάσει αφενός το εύθραυστο (λόγω αντικρουόμενων εθνικών συμφερόντων) δυτικό consensus και, αφετέρου, την ελληνική εξωτερική πολιτική. Το πρώτο σίγουρα θα πιεσθεί λόγω θεμελιωδών επιλογών του Ντόναλντ Τραμπ για το ΝΑΤΟ, τις μεταναστεύσεις, την ενέργεια, το ουκρανικό κλπ. Συναφώς, η αμερικανική εξωτερική πολιτική τείνει γενικά να είναι απρόβλεπτη καθώς υπακούει κατά διαστήματα μυωπικά σε ιδιαίτερα και αντιφατικά συμφέροντα. Όμως η επίλυση του Ουκρανικού που επαγγέλλεται ο Ντόναλντ Τραμπ μάλλον θα ανακουφίσει την σημερινή ελληνική εξωτερική πολιτική ιδίως ως προς τις σχέσεις της με τη Ρωσία και την Τουρκία, ενώ θα την ενδυναμώσει σε ζητήματα αποτροπής μεταναστευτικών ροών και σχέσεων με το Ισραήλ. Τη συμπόρευση μας όμως με την ΕΕ θα απειλήσουν και οι αντιφάσεις της ΕΕ στην ενέργεια, μετανάστευση και άμυνα.
*ομότιμος καθηγητής διεθνών και ευρωπαϊκών σχέσεων του ΕΚΠΑ, πρώην πρόεδρος Συμβουλίου ΑΕΙ και μέλος του Γραφείου Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή