του Γιώργου Παπανικολάου*
Το απόφθεγμα για τους οικονομικούς δείκτες που ευημερούν και τους ανθρώπους που υποφέρουν, φαίνεται ότι βρίσκει εφαρμογή και στην Ελλάδα, καθώς απεικονίζεται συνεχώς στα δημοσκοπικά επίπεδα δυσαρέσκειας μεγάλου μέρους της κοινής γνώμης.
Η απόδοση της στην «ακρίβεια», που καταπίνει τις αυξήσεις μισθών και εισοδημάτων είναι όμως γενικόλογη και ελλιπής. Πέραν του πληθωρισμού που χτύπησε τις περισσότερες χώρες του κόσμου τα προηγούμενα χρόνια και των ελλείψεων σε θέματα ανταγωνισμού, υπάρχει μία ακόμη σημαντική αιτία.
Ο οικονομικός εκτοπισμός (economic displacement) μεγάλου μέρους της ελληνικής κοινωνίας, από τους δύο σημαντικότερους μέχρι τώρα τομείς οικονομικής ανάπτυξης, δηλαδή τον τουρισμό και την ανάπτυξη ακινήτων.
Από τη φύση τους οι δύο αυτοί τομείς επιδρούν (σε ορισμένες περιπτώσεις συνδυαστικά), στην αχίλλειο πτέρνα των περισσότερων ελληνικών νοικοκυριών: Στα κόστη στέγασης και κατανάλωσης βασικών ειδών, όπως κατ εξοχήν είναι τα τρόφιμα, τα ποτά και άλλα είδη καθημερινής διαβίωσης.
Από την ενδελεχή έρευνα που δημοσιοποίησε πρόσφατα η Alpha Bank, προκύπτει ότι το κόστος στέγασης στη χώρα μας, συγκρινόμενο με το πραγματικό διαθέσιμο εισόδημα, βρίσκεται πλέον στην κορυφή της Ευρώπης.
Η αύξηση στις τιμές των ακινήτων έφτασε το 24% την τελευταία διετία, έναντι 14% για την αύξηση των εισοδημάτων. Κι επειδή η τελευταία είναι σε ονομαστικές τιμές, η ψαλίδα σε σχέση με το πραγματικό διαθέσιμο εισόδημα, άνοιξε ακόμη περισσότερο.
Αυτό που θα πρέπει όμως να σοκάρει είναι το αποτέλεσμα. To 54% των ερωτηθέντων θεωρεί πλέον την αγορά σπιτιού ανέφικτη, ενώ το 39% δύσκολα εφικτή. Το 60% αναμένει περαιτέρω αύξηση των τιμών, στην επόμενη πενταετία.
Η ανισορροπία μεταξύ προσφοράς και ζήτησης στα οικιστικά ακίνητα οφείλεται εν μέρει στα σχεδόν 800.000 ακίνητα που δεν «βγαίνουν» στην αγορά και στην εξάπλωση της βραχυχρόνιας μίσθωσης, τύπου Airbnb.
Βασικός παράγοντας όμως, είναι και η άνοδος στους συντελεστές του κόστους παραγωγής, λόγω του αναπτυξιακού οργασμού στο real estate development που σχετίζεται με άλλους τομείς, κι όχι με την στέγαση νοικοκυριών μεσαίου και χαμηλότερου εισοδήματος.
Ομοίως, τα απανωτά τουριστικά ρεκόρ των τελευταίων ετών, πέρα από τις θετικές επιδράσεις τους στην οικονομική ανάπτυξη, (και στα εισοδήματα εκατοντάδων χιλιάδων Ελλήνων), έχουν και μια άλλη αδιόρατη επίδραση. Οι δαπάνες των τουριστών για τη διαβίωση τους στη χώρα μας, αποτελούν πλέον μεγάλο ποσοστό της κατανάλωσης τροφίμων και ποτών, που ανάλογα με τις εκτιμήσεις, κινείται μεταξύ 17% και 20% της συνολικής.
Επειδή όμως η χώρα μας παραμένει στις τελευταίες θέσεις των αναπτυγμένων κρατών, από πλευράς αγοραστικής δύναμης, η πρόσθετη αυτή ζήτηση από εύπορους συγκριτικά ξένους, αυξάνει την ανελαστικότητα της αγοράς ως προς την τιμή, εις βάρος των λιγότερο ισχυρών οικονομικά ντόπιων.
Τα προβλήματα στέγασης και διαβίωσης που αντιμετωπίζουν π.χ. οι δημόσιοι υπάλληλοι, στις τουριστικές περιοχές της χώρας, έχουν καταγραφεί αναλυτικά. Σε μεγάλο βαθμό, όμως, αποτελούν την ορατή κορυφή ενός παγόβουνου. Που έχει μικρότερες μεν, αλλά σημαντικές επιπτώσεις, στο σύνολο της επικράτειας.
Επιπλέον, ο οικονομικός αποκλεισμός αποκτά κοινωνική και ψυχολογική διάσταση. Για μεγάλα τμήματα της κοινωνίας, οι διακοπές στα νησιά, η κατοικία, η έξοδος και η αναψυχή γίνονται δυσπρόσιτες σε ολοένα αυξανόμενες περιοχές, ιδίως στα αστικά και τουριστικά κέντρα. Κάτι που προκαλεί όχι απλώς δυσαρέσκεια, λόγω αλλαγής συνηθειών, αλλά και αίσθηση αποκλεισμού των πολιτών, μέσα στην ίδια τους τη χώρα.
Τα στατιστικά και δημοσκοπικά στοιχεία δείχνουν ότι πλησιάζουμε ολοταχώς σε μια κρίσιμη καμπή, με κοινωνικές και πολιτικές διαστάσεις που δεν πρέπει να αγνοηθούν στο τρέχον περιβάλλον αυξανόμενου «αντισυστημισμού».
Η δημοσκόπηση της Metron Analysis, τον περασμένο Φεβρουάριο, σύμφωνα με την οποία το 52% των Ελλήνων δήλωσε πως είχε μεγαλύτερη οικονομική άνεση το 2019, ενώ μόλις το 27% πιστεύει ότι τα πράγματα είναι καλύτερα σήμερα, χτύπησε το πρώτο καμπανάκι.
Προ ημερών βγήκε και η έκθεση της ΕΛΣΤΑΤ για τα επίπεδα φτώχειας σύμφωνα με την οποία παρατηρείται σοβαρό «φρενάρισμα» στην μείωση των δεικτών. Το 19,6% εμφανίζει κίνδυνο φτώχειας, με το ποσοστό αυτό να έχει επιστρέψει υψηλότερα από τα επίπεδα του 2022-23 αλλά και από του 2019 όταν ήταν 17,9%!
Αντίστοιχα, εκείνοι που εμφανίζουν κίνδυνο κοινωνικού αποκλεισμού καταγράφηκαν στο 14%, χαμηλότερα μεν από το 15,8% του 2019, αλλά υψηλότερα από τα ποσοστά του 2021-23.
Τα παραπάνω ασφαλώς δεν αποτελούν δικαιολογία για «δαιμονοποίηση» του τουρισμού και του real estate και δεν σχετίζονται μόνο με το θέμα που θίγουμε. Σημαίνουν όμως ότι οι συγκεκριμένοι τομείς πρέπει να σταματήσουν να αποτελούν «μονοκαλλιέργειες». Είναι μάλλον ενδεικτικό ότι ο τομέας του real estate development, καταλαμβάνει τα τελευταία χρόνια πάνω από το… 50% του συνόλου των άμεσων ξένων επενδύσεων στην Ελλάδα.
Για να μην επιδεινωθεί η κατάσταση που περιγράψαμε, η κυβέρνηση οφείλει να σκύψει άμεσα πάνω από δύο προβλήματα, τα οποία έχουν άλλωστε σημαντική επίδραση και σε μέρος της δεξαμενής των ψηφοφόρων της.
Το πρώτο είναι η εξισορρόπηση προσφοράς και ζήτησης στα οικιστικά ακίνητα, κάτι που μπορεί να συμβεί μόνο με ενίσχυση της προσφοράς. Δηλαδή με τη λήψη μέτρων για το τεράστιο απόθεμα κλειστών ακινήτων, αλλά και τη σύναψη συμφωνιών μεγάλης κλίμακας με τον ιδιωτικό τομέα (τράπεζες και κατασκευαστές), ώστε να αξιοποιηθεί η ακίνητη περιουσία του κράτους, ιδίως μεγάλες εκτάσεις, για οικιστικές αναπτύξεις.
Το δεύτερο, ίσως και το δυσκολότερο, αφορά την διαφοροποίηση του τρόπου ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας, με σκοπό την περαιτέρω διάχυση ενισχυμένων εισοδημάτων, στην κοινωνία. Κατά τη γνώμη μας, το σημαντικότερο βήμα προς αυτή την κατεύθυνση, θα είναι η στήριξη της ελληνικής βιομηχανίας και η εκπόνηση μιας συνεκτικής πολιτικής για νέες επενδύσεις σε αυτή, εγχώριες και ξένες.
Δύσκολα θα μπορούσε να βρεθεί πιο επίκαιρη περίοδος με όσα συμβαίνουν διεθνώς.
*Διευθυντής του Euro2day.gr