του
Θανάση Κάλφα *
Και όμως, χρήμα κυκλοφορεί στην παγκόσμια οικονομία. Το ερώτημα είναι πού, πώς και υπό ποιους όρους. Είναι επίσης σημαντικό να δει κανείς πού βρίσκεται αυτό το χρήμα και από ποιους διαύλους περνούν οι ροές του. Από την άποψη αυτή, λοιπόν, οι αριθμοί που παραθέτουμε στην συνέχεια δείχνουν την βαρύτητα κάθε χώρας στις διεθνείς ροές κεφαλαίων, αλλά και το μέγεθος της κεφαλαιαγοράς που στηρίζει, ή δυνητικά μπορεί να αποσταθεροποιήσει την πραγματική οικονομία.
Το μέγεθος της παγκόσμιας αγοράς κεφαλαίων (μετοχές, ομόλογα και ενεργητικά τραπεζών) αναλογεί σε 3,5 φορές το παγκόσμιο ΑΕΠ. Συνολικά στην ΕΕ, την ευρωζώνη, καθώς και στην Αμερική και την Ιαπωνία αναλογεί σε περίπου 5 φορές. Βέβαια τα σύνολα για την ΕΕ κρύβουν μεγάλες διαφορές. Για παράδειγμα, στην ΕΕ πρωταθλητής είναι το Λουξεμβούργο, με την κεφαλαιαγορά του να αναλογεί σε 30 φορές το μέγεθος της πραγματικής οικονομίας της χώρας. Ακολουθεί η Ιρλανδία με 12 φορές και η Βρεταννία με 8 φορές. Η γαλλική κεφαλαιαγορά –η μεγαλύτερη της ευρωζώνης και η δεύτερη μεγαλύτερη της ΕΕ μετά την βρεταννική– είναι 6 φορές το ΑΕΠ της χώρας.
Οι αναλογίες αυτές δείχνουν το ειδικό βάρος των χρηματαγορών στην οικονομία κάθε χώρας.
Το απόλυτο μέγεθος δείχνει το ειδικό βάρος κάθε χώρας στο παγκόσμιο σύστημα. Φυσικά, εδώ κυριαρχούν οι ΗΠΑ. Η αμερικανική κεφαλαιαγορά καταλαμβάνει το ¼ του παγκόσμιου συστήματος.
Δεύτερη σε μέγεθος είναι η ιαπωνική αγορά, με 32 τρισεκατ. δολλάρια και το 12% της παγκόσμιας αγοράς. Τρίτη η βρεταννική, με 19 τρισεκατ. δολλάρια, με το City του Λονδίνου να καλύπτει το 7%. Τέταρτη σε μέγεθος είναι η γαλλική κεφαλαιαγορά με 6% και πέμπτη η γερμανική με 4%.
Αυτά όσον αφορά στο σύνολο της αγοράς. Στην χρηματοοικονομική αγορά πρώτη είναι η Αμερική, με σχεδόν το ένα τρίτο της παγκόσμιας κεφαλαιοποίησης και σε μεγάλη απόσταση από τις άλλες αγορές. Η κεφαλαιοποίηση στις ΗΠΑ ξεπερνά τα 100 τρισεκατ. δολλάρια και, παρά την οξεία χρηματοοικονομική κρίση που γνώρισε η χώρα αυτή, οι τελευταίες εξελίξεις στην Γουώλ Στρητ παραμένουν ανοδικές –γεγονός που τροφοδοτεί και κάποιες αισιόδοξες σκέψεις για την πορεία της παγκόσμιας οικονομίας.
Διαφορετική είναι η εικόνα στις τράπεζες.
Φυσικά, η αμερικανική αγορά είναι η μεγαλύτερη, αλλά η συμμετοχή της στην παγκόσμια τραπεζική αγορά είναι πολύ μικρότερη σε σύγκριση με την συμμετοχή της στις αγορές μετοχών και ομολόγων. Οι άλλες μεγάλες εθνικές τραπεζικές αγορές ακολουθούν σε μικρή απόσταση. Αυτό οφείλεται στο ότι στις ΗΠΑ είναι πολύ πιο αναπτυγμένη η αγορά εταιρικών ομολόγων, οι πολυπληθείς μεγάλες επιχειρήσεις της προσφεύγουν σε αυτή σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό από τις ευρωπαϊκές για να αντλήσουν χρηματοδότηση. Αυτό, άλλωστε, σηματοδότησε την διαφορετική αντιμετώπιση της χρηματοπιστωτικής κρίσης, με την αμερικανική Κεντρική Τράπεζα να αγοράζει απευθείας χρεόγραφα από τις τράπεζες, ενώ η Κεντρική Τράπεζα της ευρωζώνης παρείχε δανεική ρευστότητα στις τράπεζες, με στόχο –ανεπιτυχώς, όπως αποδείχθηκε– να διοχετευθεί σε δάνεια προς τις επιχειρήσεις. Έτσι, το ενεργητικό των αμερικανικών τραπεζών αναλογεί σε μόλις 93% του αμερικανικού ΑΕΠ και σε 13% της παγκόσμιας τραπεζικής αγοράς. Δεύτερη σε μέγεθος είναι η ιαπωνική τραπεζική αγορά, τρίτη η βρεταννική και τέταρτη η γαλλική.
Ας σημειωθεί παρενθετικά ότι στην ΕΕ αρκετά προβλήματα αντιμετωπίζει η γερμανική τραπεζική αγορά, ιδιαίτερα δε στα κρατίδια, οι περισσότερες τράπεζες των οποίων είναι προβληματικές. Το γεγονός αυτό, εξάλλου, υπαγορεύει και την στάση σκεπτικισμού που διατηρεί η Γερμανία απέναντι στην ευρωπαϊκή Τραπεζική Ένωση.
Όσον αφορά τώρα το ειδικό βάρος των τραπεζών στην οικονομία κάθε χώρας, πρώτο φυσικά και εδώ είναι το Λουξεμβούργο, όπου το ενεργητικό των τραπεζών είναι μεν σε απόλυτο μέγεθος λίγο μικρότερο από της Ιρλανδίας (970 δισεκατ. δολλάρια), ωστόσο είναι 17 φορές το ΑΕΠ της μικρής σε μέγεθος πραγματικής οικονομίας του. Στην Ιρλανδία, μετά την κρίση, το μέγεθος των τραπεζών από 8 φορές το μέγεθος του ΑΕΠ έχει περιοριστεί σε λίγο πάνω από 5. Στην ΕΕ ακολουθούν η Βρεταννία και η Γαλλία, με περίπου 4 φορές. Τα μεγέθη της Ελλάδας είναι φυσικά μικρά –το 2012 έχει περιοριστεί σε 1,8 φορές και βαίνει μειούμενο καθώς η τρόϊκα επιβάλλει συρρίκνωση των ισολογισμών τους και απαλλαγή από μη τραπεζικές εργασίες.
Στο παγκόσμιο σκηνικό δεν πρέπει να παραλειφθεί η Κίνα, όπου η ροή χρηματοδότησης βαίνει αυξανόμενη. Όχι όμως χωρίς διάφορα προβλήματα, καθ’ όσον η χώρα αντιμετωπίζει πρόβλημα με τον «σκιώδη» τραπεζικό της τομέα και την ρευστότητα που αυτός δημιουργεί.
Από τα παραπάνω ποσοτικά στοιχεία γίνεται αντιληπτό ότι ρευστότητα υπάρχει στην παγκόσμια οικονομία υπάρχει και άρα το ουσιαστικό πρόβλημα είναι αυτό του ποσοστού του χρήματος αυτού που θα μπορούσε να κατευθυνθεί προς την πραγματική οικονομία και την τόνωσή της.
* Πρώην συνεργάτης του BBC, σήμερα freelancer