του
Αθαν. Χ. Παπανδρόπουλου
Μία από τις πλουσιότερες χώρες στον κόσμο στις αρχές της δεύτερης δεκαετίας του 20ου αιώνα, η Αργεντινή είχε τότε 12.000 αυτοκίνητα παραπάνω από την Ιταλία και 60.000 περισσότερα τηλέφωνα από την Γαλλία. Όσο για το κατά κεφαλήν εισόδημά της, βρισκόταν στην πρώτη εξάδα των τότε πλουσιότερων χωρών του κόσμου.
Όλα αυτά δεν ήσαν τυχαία. Ένας επισκέπτης της γοητευτικής αυτής χώρας –στην οποία τα σουβενίρ με το πρόσωπο του Μπόρχες είναι περισσότερα από τα αντίστοιχα με τον Μαραντόνα– αν έχει επισκεφθεί και άλλες χώρες της Λατινικής Αμερικής καταλαβαίνει αμέσως ότι η Αργεντινή είναι γνήσια προέκταση της Ευρώπης. Με όλα τα καλά σε αρκετούς τομείς και με πολλά στραβά, κυρίως στην πολιτική.
Κατά την ταπεινή μας γνώμη, έχοντας ανταλλάξει πολλές απόψεις με σημαντικούς πολιτικούς, δημοσιογράφους και συγγραφείς της χώρας του τανγκό, το συμπέρασμα είναι ένα: η Αργεντινή είναι θύμα του στρατηγού Χουάν Ντομίνγκο Περόν, του ανθρώπου που αποφυλακιζόταν το 1945 μετά από μία λαϊκή εξέγερση και τον Φεβρουάριο του 1946 κατακτούσε την προεδρική εξουσία.
Με βάση δε ολίγη χριστιανική αλληλεγγύη, ιδέες από το σταλινικό σύνταγμα, προτάσεις από τις μουσολινικές θεωρίες περί κράτους και συντεχνιών και αρκετό γαλλικό εθνικισμό, το Δόγμα Περόν, όπως εκφράστηκε στο Σύνταγμα της Δημοκρατίας της Αργεντινής της 11ης Μαρτίου 1949, ήταν μία ολομέτωπη επίθεση κατά του φιλελευθερισμού και της ανοικτής κοινωνίας γενικότερα. Επίσης, στο Σύνταγμα αυτό γινόταν λόγος για την «αργεντινικότητα» (argentinidad) και την προστασία της, έκφραση που θύμιζε την περίφημη «italianita» του Μπενίτο Μουσολίνι.
Κατά τα λοιπά, η εποχή Περόν (1946-1955) είναι μία από τις πιο δραματικές στην ιστορία της χώρας, στην οποία ο λαϊκισμός και η πολιτική διαφθορά απέκτησαν ισχυρότατα ερείσματα, με τον κρατισμό να προσλαμβάνει γιγαντιαίες διαστάσεις.
Έτσι, από την πραξικοπηματική πτώση του Χουάν Περόν το 1955 έως το 1983 που έπεσαν οι δικτατορίες των στρατηγών Βιντέλα, Γκαλτιέρι και Μπινιόνε, η Αργεντινή γνώρισε αλλεπάλληλες πολιτικές και οικονομικές κρίσεις και έναν καταστροφικό πόλεμο για τα νησιά Φώκλαντ, που υποθήκευσαν για πάρα πολλά χρόνια το μέλλον της.
Η δε σημερινή κρίση της χώρας είναι απότοκος των ισχυρών συντεχνιακών συμφερόντων που κυριολεκτικά λεηλατούν την χώρα, συνεπικουρούμενα και από έναν κρατισμό που έχει διαβρώσει όλες τις οικονομικές αρθρώσεις της.
Μοιραία, λοιπόν, στα μέσα της δεκαετίας του 1990, η δολλαριοποίηση της Αργεντινής είχε αρνητικές επιπτώσεις, που κατέληξαν στην οξύτατη κρίση του 2001 και στην χρεοκοπία. Η κρίση αυτή οδήγησε το 2005, υπό την προεδρία του Νέστορα Κίρχνερ, το αίτημα της Αργεντινής να ζητήσει «κούρεμα» του εκ 150 δισεκατ. δολλαρίων χρέους της, πράγμα που έγινε δεκτό από το 90% των δανειστών-ομολογιούχων.
Έμειναν όμως ανοικτοί κάποιοι λογαριασμοί και είναι γνωστό ότι στις περιπτώσεις αυτές τα κενά καλύπτονται από τις αγορές, είτε αυτό αρέσει είτε όχι.
Έτσι, τα αποκαλούμενα outstanding bonds, που δεν είχαν «κουρευτεί», αγοράστηκαν από ένα κερδοσκοπικό fundε κύριο μέτοχο κάποιον κ. Σίγκερ –ο οποίος ναι μεν είχε κάνει μια αγορά σε εξευτελιστική τιμή, πλην όμως προσέφυγε στα δικαστήρια γιατί δεν είχε σκοπό να χάσει τα κεφάλαια που είχε επενδύσει.
Είχε δε υπέρ αυτού και το επιχείρημα ότι το «κούρεμα» του 2005 ήταν μονομερές, άρα έκανε φανερή την πρόθεση της Αργεντινής να δημιουργεί τετελεσμένα γεγονότα. Παράλληλα, υπό την επήρεια του «περονισμού», η πολιτική τάξη της χώρας πίστεψε ότι, «πουλώντας» λαϊκισμό και εθνικισμό στο εσωτερικό και καθυστερήσεις στο εξωτερικό, θα μπορούσε να αποφεύγει εσαεί οδυνηρές λύσεις.
Ακολουθήθηκε έτσι μία εντελώς ανεύθυνη πολιτική, η οποία θα είχε οδηγήσει στον πλήρη καταποντισμό της οικονομίας της Αργεντινής αν τα τελευταία χρόνια δεν είχαν ανατιμηθεί στις παγκόσμιες αγορές τα δημητριακά, η σόγια και άλλες πρώτες ύλες που παράγονται στην χώρα με τους περισσότερους ευρωπαϊκής καταγωγής κατοίκους στην Λατινική Αμερική.
Αν και η χώρα σώθηκε έτσι από την πλήρη κατάρρευση, εντούτοις ήταν πλήρως απομονωμένη στο διεθνές χρηματοοικονομικό σύστημα, το οποίο αποτελεί βροντερή πραγματικότητα. Και δυστυχώς αυτή η τελευταία, αφ’ ενός, δεν αλλάζει με ξόρκια, αφορισμούς, απειλές και λοιπές ιδεολογικές ανοησίες και, αφ’ ετέρου, έχει την ιδιότητα να διακινεί το 90% των παγκοσμίων κεφαλαίων που αναζητούν τοποθετήσεις.
Εν ολίγοις, αυτοί τους οποίους κάποιοι αποκαλούν «γύπες» είναι οι δανειστές που οι πολιτικές εξουσίες παρακαλούν για δανεικά! Ο δε περονισμός και ο στρατηγός που τον εξέφραζε υπήρξαν από τα στηρίγματα των «γυπών», δανειζόμενοι ασυστόλως δισεκατομμύρια δολλάρια. Αυτός δε ο δανεισμός συνεχίστηκε για κάποιες δεκαετίες, με αποτέλεσμα το 2001 να αντιπροσωπεύει συνολικά 183 δισεκατομμύρια δολλάρια.
Τότε, η λαϊκιστική κυβέρνηση Ντε Λα Ρούα απεφάσισε το μονομερές «κούρεμα» μέρους του χρέους, θεωρώντας ότι μπορεί να εκβιάσει καταστάσεις. Συγκεκριμένα, αποφάσιζε να κουρέψει ομόλογα 90 δισεκατ. δολλαρίων ερήμην των συμβουλών του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου και της Παγκόσμιας Τράπεζας, που είχαν συστήσει επαναχρηματοδότηση του χρέους.
Επιλέγοντας έτσι την λύση της «πτώχευσης», η εμπνεύσεως Χουάν Περόν κυβέρνηση άνοιξε τον ασκό του Αιόλου –με ό,τι αυτή η ενέργειά της συνεπαγόταν. Τα δε αποτελέσματα και τις κοινωνικές επιπτώσεις της επιλογής αυτής, οι απλοί πολίτες της πάλαι ποτε 5ης πλουσιότερης χώρας στον κόσμο (1928) τα βιώνουν καθημερινά.
Η κρίση που τούς πλήττει, όμως, δεν θεραπεύεται με τις αρλούμπες γελοίων αλλά πάμπλουτων πολιτικών μιας χώρας, η οποία το 1943, δια στόματος Χουάν Περόν, εξέφραζε τον θαυμασμό της για τους ναζί και τα οικονομικά τους επιτεύγματα!
Απομένει να δούμε σήμερα έως πού θα φθάσει και ο φαιοκόκκινος θαυμασμός για την Αργεντινή και τα «επιτεύγματά» της.