του
Αθαν. Χ. Παπανδρόπουλου
Σε μία από τις σπάνιες συζητήσεις της με δημοσιογράφους, το 1984, η Μάργκαρετ Θάτσερ είχε παραδεχθεί ότι η ανεργία των νέων ήταν ένα πολύ σοβαρό πρόβλημα, με απρόβλεπτες κοινωνικές προεκτάσεις. «Οι νέοι δεν πρέπει να μένουν αργόσχολοι. Είναι πολύ κακό γι αυτούς», τόνιζε η τότε πρωθυπουργός της Μεγάλης Βρεταννίας και, λίγες ημέρες αργότερα, το περιοδικό The Economist έγραφε ότι «λίγα πράγματα είναι τόσο κακά για την κοινωνία όσο να αφήνει τους νέους της μετέωρους».
Λίγα χρόνια αργότερα, το ίδιο περιοδικό τόνιζε σε ειδικό αφιέρωμά του: «Όσοι ξεκινούν την διαδρομή τους με επίδομα ανεργίας, είναι πιθανότερο να μεγαλώσουν με μικρότερο εισόδημα και με συχνότερες περιόδους ανεργίας, καθώς στα χρόνια που ο άνθρωπος διαμορφώνεται έχουν λιγότερες ευκαιρίες να αποκτήσουν δεξιότητες και να αναπτύξουν την αυτοπεποίθησή τους».
Σήμερα, η παρατήρηση αυτή είναι επίκαιρη όσο ποτέ άλλοτε για τον απλό λόγο ότι, σε παγκόσμιο επίπεδο, οι νέοι χωρίς δουλειά είναι περισσότεροι παρά ποτέ. Τα στοιχεία του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Αναπτύξεως (ΟΟΣΑ) δείχνουν ότι 26,5 εκατομμύρια νέοι άνθρωποι στις ηλικίες 15-24 ετών, κυρίως στις αναπτυγμένες χώρες, βρίσκονται σήμερα χωρίς εργασία, χωρίς συμμετοχή στο εκπαιδευτικό σύστημα και χωρίς να ακολουθούν κάποια προγράμματα κατάρτισης.
Επίσης, πάντα κατά τον ΟΟΣΑ, ο αριθμός των ανέργων νέων, από το 2007 που ξέσπασε η χρηματοοικονομική κρίση στις ΗΠΑ έως και το τέλος του 2012, σημείωσε αύξηση 30%, με τον ανοδικό ρυθμό να συνεχίζεται. Από την πλευρά της, η Διεθνής Οργάνωση Εργασίας (ΔΟΕ) αναφέρει ότι, ανά τον κόσμο, 75 εκατομμύρια νέοι βρίσκονται σε αναζήτηση εργασίας. Οι μελέτες της Παγκόσμιας Τράπεζας, πάλι, αναφέρουν ότι στις αναδυόμενες χώρες 262 εκατομμύρια νέοι βρίσκονται οικονομικά ανενεργοί. Ανάλογα δε με το πώς μετράει κανείς τα πράγματα, ο αριθμός των νέων που είναι χωρίς δουλειά είναι περίπου όσος ο πληθυσμός των ΗΠΑ (311 εκατομμύρια).
Στην βάση των παραπάνω ποσοτικών δεδομένων –τα οποία, ωστόσο, δεν έχουν κανέναν ποιοτικό χαρακτήρα– επισημαίνεται ότι δύο ζητήματα παίζουν μεγάλο ρόλο. Πρώτον, η επιβράδυνση της οικονομικής δραστηριότητος έχει μειώσει την ζήτηση εργασίας, ενώ είναι ευκολότερο να αναβάλει κανείς την πρόσληψη νέων απ’ ό,τι να απολύσει εργαζόμενους μεγαλύτερης ηλικίας. Δεύτερον, στις αναπτυσσόμενες οικονομίες η αύξηση του πληθυσμού είναι ταχύτερη σε εκείνες τις χώρες που έχουν δυσλειτουργική αγορά εργασίας, όπως είναι η Ινδία ή η Αίγυπτος.
Αποτέλεσμα: Ένα «τόξο ανεργίας» έχει δημιουργηθεί από την νότια Ευρώπη και την βόρειο Αμερική μέχρι την Μέση Ανατολή και την νότια Ασία. Στο τόξο αυτό, η ύφεση των πλουσίων χωρών έρχεται και συναντάται με τον σεισμό των νεότερων γενεών που παρατηρείται στον φτωχό κόσμο. Στην βάση της λογικής αυτής δίδονται και σχετικές ερμηνείες για τα γεγονότα στον αραβικό κόσμο, όπως και για την άνοδο της εγκληματικότητος στον ευρωπαϊκό νότο.
Ωστόσο, πέρα από τις ερμηνείες, στο ερώτημα με ποιους τρόπους μπορεί να ανατραπεί αυτή η οδυνηρή κατάσταση, οι απαντήσεις δεν ξεφεύγουν από τα ιδεολογικά και οικονομοτεχνικά καλούπια των ετών του περασμένου αιώνα. Δεν είναι λίγοι έτσι αυτοί που ισχυρίζονται ότι ο πλέον πρόσφορος τρόπος αντιμετώπισης αυτού του προβλήματος είναι η επανεκκίνηση της ανάπτυξης. Αυτό είναι ευκολότερο να το λέει κανείς, παρά να το κάνει –και ούτως ή άλλως μια τέτοια απάντηση είναι μερική και μόνον. Χώρες που αντιμετωπίζουν το μεγαλύτερο πρόβλημα (όπως η Ισπανία ή η Αίγυπτος) έπασχαν από ανεργία ακόμη και όταν οι οικονομίες τους αναπτύσσονταν.
Παράλληλα, στα τελευταία χρόνια της ύφεσης και της ανόδου της ανεργίας οι περισσότερες σοβαρές εταιρείες δεν έχουν πάψει να παραπονούνται ότι δεν βρίσκουν νέους εργαζόμενους που να διαθέτουν τις κατάλληλες δεξιότητες. Αυτά υπογραμμίζουν την μεγάλη σημασία δύο άλλων παραγόντων: της μεταρρύθμισης των αγορών εργασίας και της βελτίωσης της εκπαίδευσης. Πρόκειται για γνώριμες συνταγές, οι οποίες όμως θα έπρεπε να εφαρμόζονται και με καινούργιο δυναμισμό, αλλά και με καινούργιες προσεγγίσεις.
Και στο σημείο αυτό υπάρχει τρομερό πρόβλημα, που είναι βεβαίως ιδιαίτερα επίκαιρο και στην Ελλάδα. Όμως μάς τόνιζε πριν δύο μήνες περίπου σε μία ειδική εκδήλωση στις Βρυξέλλες ο κ. Ντόμινικ Μπάρτον, διευθύνων σύμβουλος της γνωστής εταιρείας συμβούλων McKinsey, «το πολύ σοβαρό πρόβλημα της ανεργίας προσλαμβάνει σχεδόν μόνιμο χαρακτήρα εκ του γεγονότος ότι πολλοί νέοι στερούνται δεξιοτήτων που απαιτεί η αγορά εργασίας, σε έναν κόσμο που διαθέτει πολύ λίγους εξειδικευμένους εργάτες».
Πρόκειται ξεκάθαρα για ένα σημαντικό ζήτημα που αφορά τις επιχειρήσεις.
Σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα της McKinsey σε περισσότερους από 4.500 νέους, 2.700 εργοδότες και 900 εκπαιδευτικά ιδρύματα σε οκτώ χώρες, περίπου το 40% των εργοδοτών δήλωσε ότι δυσκολεύεται να καλύψει κενές θέσεις εργασίας σε κατώτερα κλιμάκια επειδή οι υποψήφιοι στερούνται επαρκών προσόντων. Περίπου το 45% των νέων δήλωσε ότι η θέση εργασίας όπου απασχολείται δεν έχει σχέση με αυτό που σπούδασε.
Από αυτό δε το ποσοστό, περισσότεροι από τους μισούς βλέπουν την δουλειά τους σαν προσωρινή και σκοπεύουν να αποχωρήσουν. «Αν δεν βρεθεί λύση στο φαινόμενο αυτό, προβλέπουμε ότι η αναντιστοιχία προσφοράς και ζήτησης στην αγορά εργασίας μέχρι το 2020 θα προκαλέσει έλλειμμα 85 εκατομμυρίων εργαζομένων σε μέσες και υψηλές δεξιότητες», τονίζει ο κ. Ντόμινικ Μπάρτον.
Σχολιάζοντάς μας τις απόψεις αυτές, ο Βρεταννός καθηγητής και σύμβουλος επιχειρήσεων κ. Ίαν Σίνιορ μάς είπε ότι η ανεργία των νέων βρίσκεται συχνά στο χειρότερό της επίπεδο στις χώρες που διαθέτουν άκαμπτη αγορά εργασίας. Τα καρτέλ που υπάρχουν σε ορισμένους κλάδους, η υψηλή φορολογική επιβάρυνση επί των προσλήψεων, οι άκαμπτοι κανόνες σε επίπεδο απολύσεων, οι υψηλοί κατώτατοι μισθοί –όλα αυτά καταδικάζουν τους νέους να μένουν χωρίς απασχόληση.
Η Νότιος Αφρική εμφανίζει από τα χειρότερα δεδομένα ανεργίας στα νότια της Σαχάρας, εν μέρει λόγω των ισχυρών συνδικάτων και των άκαμπτων νόμων της σε θέματα πρόσληψης και απόλυσης. Πολλές από τις χώρες του τόξου νεανικής ανεργίας θεσπίζουν υψηλούς κατώτατους μισθούς και υψηλούς φόρους στην απασχόληση. Η Ινδία διαθέτει κάπου 200 νόμους για την απασχόληση και την αμοιβή εργασίας.
Προκειμένου να υπάρξει αντιμετώπιση της ανεργίας των νέων, κρίσιμη σημασία έχει η αποικοδόμηση των ρυθμίσεων της αγοράς εργασίας. Ωστόσο, κάτι τέτοιο δεν θα αρκέσει από μόνο του. Η Μεγάλη Βρεταννία διαθέτει ελαστική αγορά εργασίας, αλλά εμφανίζει και υψηλή ανεργία των νέων. Σε χώρες που έχουν καλύτερες επιδόσεις σε αυτό το μέτωπο, οι κυβερνήσεις αναλαμβάνουν ενεργότερο ρόλο στην ανεύρεση εργασίας σε όσους παλεύουν να τα βγάλουν πέρα.
Η Γερμανία, όπου παρατηρείται το δεύτερο χαμηλότερο ποσοστό ανεργίας των νέων του πλούσιου κόσμου, πληρώνει από δημόσιους πόρους ένα ποσοστό της αμοιβής των μακροχρόνια ανέργων επί δύο χρόνια μετά την πρόσληψή τους. Στις βόρειες χώρες οι νέοι έχουν στην διάθεσή τους «εξατομικευμένα σχέδια» προκειμένου να βρίσκουν θέση εργασίας ή ευκαιρία κατάρτισης.
Αυτές οι παρατηρήσεις, όμως, φαίνεται δεν έχουν μοναδικό χαρακτήρα. κατά την McKinsey, η έρευνά της αποδεικνύει ότι το 70% των εργοδοτών απέδωσε την έλλειψη εξειδικευμένου εργατικού δυναμικού στην ανεπαρκή κατάρτιση. Από την άλλη πλευρά, το 70% των εκπαιδευτικών φορέων θεωρεί ότι προετοιμάζει επαρκώς τους σπουδαστές για να βγουν στην αγορά εργασίας. Επιπροσθέτως, οι εργοδότες διαμαρτύρονται ότι λιγότεροι από το 50% των νέων που έχουν προσλάβει διαθέτουν δεξιότητες επίλυσης προβλημάτων, όμως τα δύο τρίτα των νέων πιστεύουν ότι διαθέτουν τις συγκεκριμένες δεξιότητες.
Οι συνθήκες είναι τέτοιες που περίπου το 60% των νέων δηλώνει ότι θα πλήρωνε περισσότερα για την εκπαίδευσή του προκειμένου να αυξήσει τις πιθανότητες να εξασφαλίσει μία ελκυστική θέση εργασίας. Από την πλευρά του, το 70% των εργοδοτών υποστηρίζει ότι θα πλήρωνε περισσότερα για να προσελκύσει τα κατάλληλα ταλέντα, αν μπορούσε να τα βρει.
Είναι όμως αυτό το πρόβλημα; Και ναι, και όχι. Οι ειδικοί του ΟΟΣΑ ανεπισήμως τονίζουν ότι, με βάση τις εμπειρίες τους, εκείνο που μετράει στην εκπαίδευση δεν είναι τόσο ο αριθμός των ετών σπουδών που συμπληρώνει κάποιος, όσο το περιεχόμενό τους. Αυτό σημαίνει ότι χρειάζεται να επεκταθούν οι σπουδές θετικών επιστημών και τεχνολογίας, αλλά και να γεφυρωθεί το χάσμα ανάμεσα στον κόσμο της εκπαίδευσης και τον κόσμο της εργασίας –για παράδειγμα, με την αναβάθμιση της επαγγελματικής και τεχνικής εκπαίδευσης και με την δημιουργία στενότερων δεσμών μεταξύ σχολείων και επιχειρήσεων.
Αυτό ακριβώς έχει πετύχει το, μακράς παράδοσης, γερμανικό σύστημα επαγγελματικής εκπαίδευσης και μαθητείας. Και άλλες χώρες, ωστόσο, ακολουθούν αυτό το πρότυπο: η Νότιος Κορέα εγκαθίδρυσε σχολές «μαστόρων», η Σιγκαπούρη έδωσε ώθηση στις τεχνολογικές σχολές, ενώ και η Μεγάλη Βρεταννία επεκτείνει τα προγράμματα μαθητείας και προσπαθεί να βελτιώσει την τεχνική εκπαίδευση.
Η γεφύρωση του χάσματος, πάντως, θα χρειαστεί και αλλαγή στάσης από μέρους των επιχειρήσεων. Ορισμένες εταιρείες (από την Rolls Royce και την IBM μέχρι την McDonald’s και την Premier Inn) αναθεωρούν τα προγράμματα κατάρτισής τους –όμως, ο φόβος ότι τους καταρτισμένους υπαλλήλους θα τους αρπάξουν οι ανταγωνιστές αποθαρρύνει συχνά τις εταιρείες να επενδύσουν στους νέους. Υπάρχουν, βέβαια, τρόποι για να ξεπεραστεί το πρόβλημα: λόγου χάρη, μπορεί να υπάρξει συνεργασία ομάδων επιχειρήσεων με πανεπιστήμια για τον σχεδιασμό των προγραμμάτων κατάρτισης.
Ας σημειωθεί ότι το κόστος της κατάρτισης τα τελευταία χρόνια έχει περιοριστεί χάρη στην τεχνολογία, με αποτέλεσμα προγράμματα βασισμένα σε παιχνίδια με κομπιούτερ να παρέχουν εικονική εμπειρία στους νέους, ενώ διαδικτυακά μαθήματα μπορούν να βοηθήσουν τους μαθητευόμενους να συνδυάζουν την κατάρτιση στον χώρο δουλειάς με την ακαδημαϊκή γνώση.
Τέτοιες θεραπείες, παρά την παγκοσμιοποίηση της ανεργίας, εμπνέουν μια κάποια αισιοδοξία. Σε πολλές αναπτυγμένες και αναδυόμενες χώρες, υπάρχουν κυβερνήσεις που προσπαθούν να αντιμετωπίσουν την ασυμβατότητα που παρατηρείται μεταξύ εκπαίδευσης και αγοράς εργασίας. Οι επιχειρήσεις αρχίζουν να αναλαμβάνουν περισσότερες ευθύνες όσον αφορά στην επένδυση στους νέους.
Παράλληλα, η τεχνολογία βοηθά στον εκδημοκρατισμό τόσο της εκπαίδευσης όσο και της κατάρτισης. Ο κόσμος έχει τώρα την ευκαιρία να ανοίξει τον δρόμο σε μία επανάσταση της εκπαίδευσης και της κατάρτισης, που να ανταποκρίνεται στο μέγεθος του προβλήματος.
Και ενώ όλα αυτά συμβαίνουν σε οικουμενικό επίπεδο, στην χώρα μας –που είναι ουραγός σε έρευνα και ανάπτυξη– η παιδεία ακόμη διώκεται και επιπλέον τής απαγορεύεται να πάρει μέρος και στα αναπτυξιακά προγράμματα του ΕΣΠΑ!