του
Αθαν. Χ. Παπανδρόπουλου
Το βιβλίο του Πάνου Σόμπολου, πρύτανη του αστυνομικού και δικαστικού ρεπορτάζ, κυριολεκτικά ρουφιέται. Είναι λιτό, περιεκτικό, καλογραμμένο και περιγράφει με μοναδική δημοσιογραφική συνέπεια εγκλήματα που όντως συγκλόνισαν την χώρα. Περιέχει επίσης και κάποιες άγνωστες πλευρές των εγκλημάτων αυτών, φέρνοντας στο προσκήνιο πτυχές που ίσως είναι δύσκολο να αποδοθούν στο πλαίσιο ενός αστυνομικού ή δικαστικού ρεπορτάζ.
Ο αναγνώστης καταλαβαίνει αμέσως ότι, όλες τις υποθέσεις που αναφέρει στο βιβλίο, ο συγγραφέας τις έζησε και τις χειρίστηκε δημοσιογραφικά με τον πληρέστερο δυνατό τρόπο. Είναι δε σαφές ότι ο Πάνος Σόμπολος, κάνοντας ρεπορτάζ, αφ’ ενός, δεν φείσθηκε χρόνου και, αφ’ ετέρου, προσπάθησε να πάει πιο μακρυά και πιο βαθειά στην υπόθεση που έπρεπε να καλύψει.
Έτσι, ήλθε σε επαφή και μίλησε με τους περισσότερους δράστες-πρωταγωνιστές των υποθέσεων, αποτίμησε την ψυχολογική τους κατάσταση, αντιμετώπισε τις αντιδράσεις τους και έκανε τις απαραίτητες συνθέσεις. Παράλληλα, όμως, είδε τα θύματα στην κατάσταση που είχαν καταλήξει, μίλησε με συγγενείς και φίλους τους, παραμένοντας πάντα και σε άμεση επαφή με τις προανακριτικές αρχές ώστε να έχει συνεχή ενημέρωση για τις εξελίξεις.
Στην βάση αυτής της τακτικής, το βιβλίο είναι ένα σημαντικό ντοκουμέντο που περιγράφει με άψογο δημοσιογραφικό τρόπο πραγματικότητες και όχι φανταστικές σκηνές ή υποθετικές λεπτομέρειες. Ο συγγραφέας παρουσιάζει αυτά που είδε και βίωσε και δεν προσπαθεί να «πουλήσει» στον αναγνώστη πλασματικές συγκινήσεις και κίβδηλους συναισθηματισμούς.
Υπό αυτή την έννοια, μπορούμε να πούμε χωρίς καμμία απολύτως δόση υπερβολής ότι το βιβλίο του Πάνου Σόμπολου αποτελεί από μόνο του σημαντικό δημοσιογραφικό σεμινάριο. Και ίσως, για τον λόγο αυτόν, θα έπρεπε να αποτελέσει διδακτέα ύλη στις διάφορες δημοσιογραφικές σχολές που λειτουργούν στην χώρα μας.
Πρέπει επίσης να τονίσουμε ιδιαίτερα ότι ο συγγραφέας, που έχει γόνιμη δημοσιογραφική καριέρα πίσω του, προσπαθεί, με τρόπο βέβαια, να μεταδώσει θετικά μηνύματα για το κοινωνικό σύνολο, φέρνοντας επίσης στο προσκήνιο και τις πολύ θετικές πλευρές του έργου της αστυνομίας. Ένα έργο που στον εγκληματολογικό τομέα συνεχώς προάγεται, παρά τα ξόρκια και τις ύβρεις κατά του νόμου και της τάξεως από μερίδα των «προοδευτικών» δυνάμεων της χώρας.
Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι στο βιβλίο του ο Π. Σόμπολος αναφέρει, μεταξύ άλλων, τις δολοφονίες του ηθοποιού Νίκου Σεργιανόπουλου, της γνωστής ιερόδουλης Γαβριέλλας Ουσάκοβα, του συγγραφέα Κώστα Ταχτσή, της Κικής Κούσογλου και τους επίσης συγγραφέα Θανάση Διαμαντόπουλου (υπόθεση Νάσιουτζικ). Παρουσιάζει ακόμα τις περιπτώσεις των Άκη Πάνου, Σπύρου Μπέσκου, Παντελή Μπιζώνη, Παντελή Καζάκου και Αθαν. Ντρούζου.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η εξιστόρηση από τον συγγραφέα της δολοφονίας του Ρώσου μαφιόζου και πρώην πράκτορα της KGB Αλεξάντερ Σαλάνικ και της φίλης του Σβετλάνας Κότοβα, πρώην «Μις Ρωσία». Η δολοφονία τους έγινε στην Αθήνα τον Φεβρουάριο 1997 και μέσω αυτής ήλθε στο προσκήνιο η απίστευτη διαφθορά που επικρατούσε μεταξύ Ελλήνων διπλωματικών υπαλλήλων και κρατικών λειτουργών οι οποίοι, έναντι αδράς αμοιβής, «βάπτιζαν» Έλληνες γνωστούς Ρώσους μαφιόζους, για τους οποίους Αθήνα και Θεσσαλονίκη ήσαν κορυφαία «επιχειρησιακά κέντρα».
Η αφήγηση του συγγραφέα επιτρέπει στον αναγνώστη να διαπιστώσει και τον όγκο του βρώμικου ρώσικου χρήματος που κυκλοφορούσε τότε –και ακόμα κυκλοφορεί– στην Ελλάδα, έχοντας τώρα αποκτήσει και πολιτικά ερείσματα.
Χωρίς καμμία επιφύλαξη, λοιπόν, το βιβλίο του Πάνου Σόμπολου μπορεί να προσφέρει στον αναγνώστη την πλοκή ενός πολύ καλού αστυνομικού μυθιστορήματος, γνώση, αλλά και σε βάθος ενημέρωση για το έγκλημα και την φύση του. Επαναλαμβάνουμε, έτσι, ότι πρόκειται για ένα βιβλίο-σεμινάριο, που όταν αρχίζει κανείς να το διαβάζει δεν το κλείνει εύκολα.