του Αθαν. Χ. Παπανδρόπουλου
Το θεολογικό Κέντρο Gordon-Conwell στις ΗΠΑ μπορεί να μην είναι ιδιαιτέρως γνωστό, όμως οι μελέτες και οι έρευνές του τυγχάνουν ιδιαίτερου κύρους και λαμβάνονται πολύ σοβαρά υπ’ όψιν από τους Αμερικανούς που λαμβάνουν αποφάσεις –είτε σε πολιτικό, είτε σε οικονομικό και επιχειρηματικό επίπεδο.
Αίσθηση έτσι προκάλεσε τελευταία μελέτη του Κέντρου, η οποία, με τίτλο «Christianity in its Global Context 1970-2020» αναφέρει ότι στο σημερινό παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον ο κόσμος θα γίνεται όλο και πιο θρησκευτικός σε σύγκριση με τον αντίστοιχο πριν 40 και πλέον χρόνια.
Υπό τις συνθήκες αυτές, το 2030 εκτιμάται ότι ο Χριστιανισμός και το Ισλάμ θα καλύπτουν το 60% του παγκόσμιου πληθυσμού, έναντι αντίστοιχου ποσοστού 48% το 1970.
Επισημαίνεται επίσης ότι χριστιανισμός, ισλαμισμός, ινδουϊσμός και μπαχαϊσμός είναι για την περίοδο 2010-2020 οι περισσότερο αναπτυσσόμενες θρησκείες –φαινόμενο που κάθε άλλο παρά απαλλαγμένο είναι από συγκρουσιακές τάσεις και άρα προοπτικές.
Επισημαίνεται έτσι από το Κέντρο Gordon-Conwell ότι η θρησκευτικότητα σε συγκεκριμένες περιοχές ενισχύεται από τις δημογραφικές εξελίξεις, που αφ’ εαυτές περικλείουν και γεωπολιτικές τριβές.
Στην Κεντρική και στην Νότια Ασία, η αύξηση των μουσουλμανικών και ινδουϊστικών πληθυσμών (κυρίως Πακιστάν, Μπανγκλαντές και Ινδία) έως το 2020 θα προκαλεί ισχυρές θρησκευτικές, κοινωνικές και οικονομικές εντάσεις, οι οποίες είναι ήδη ορατές και άρα θα παρουσιάσουν επιδείνωση.
Παρόμοιες ρήξεις θα παρατηρηθούν και στην υποσαχάρια Αφρική, όπου θα αντιπαρατεθούν χριστιανισμός και ισλαμισμός.
«Οι θρησκείες, όσο ποτέ άλλοτε, παραμένουν ένας γεωπολιτικός παράγοντας με τεράστια σημασία και καμία πολιτική εξουσία δεν μπορεί πλέον να παρακάμψει το ειδικό τους βάρος», τονίζει ο Ολιβιέ Ρουσώ, αρχισυντάκτης του γαλλικού μηνιαίου περιοδικού Diplomatie το οποίο στην τελευταία έκδοσή του ασχολείται με το θέμα.
«Ο 21ος αιώνας θα είναι αυτός της πολιτικοποίησης των θρησκειών, σε αντίθεση με τον 20ο αιώνα που υπήρξε αυτός της πολιτικοποίησης των εθνικών ταυτοτήτων.
Και η πολιτικοποίηση αυτή προκάλεσε δύο άγριους παγκόσμιους πολέμους, οι οποίοι τροφοδοτήθηκαν και από “συνολοποιητικά” φιλοσοφικά και κοινωνικά συστήματα, που φιλοδοξούσαν να επιλύσουν όλα τα προβλήματα της ανθρωπότητας. Κάτι τέτοιο βέβαια δεν συνέβη.
Αντιθέτως, η κατάρρευση του κομμουνισμού και της Σοβιετικής Ένωσης το 1991, αντί να οδηγήσει την ανθρωπότητα προς περισσότερη δημοκρατία και φιλελευθερισμό, έφερε στο προσκήνιο νέου τύπου συγκρούσεις στις οποίες θα δεσπόζει η αντιπαράθεση ανάμεσα στον δυτικό κόσμο και στις ασιατικές μουσουλμανικές δυνάμεις που αρνούνται δυτικές αρχές και αξίες».
Αυτά υποστηρίζει, μεταξύ άλλων, ο καθηγητής Τζωρτζ Κορτ, που διδάσκει πολιτικές επιστήμες στο πανεπιστήμιο της Βηρυττού, έχοντας χρηματίσει και υπουργός Οικονομικών του Λιβάνου την περίοδο 1998-2000.
Κατά την άποψή του, ένα κλειδί για την ερμηνεία αυτής της συγκρούσεως θα πρέπει να αναζητηθεί στην φύση και το σύμπαν των μονοθεϊστικών θρησκειών –ιουδαϊκή, χριστιανική και μουσουλμανική–, οι πιστοί των οποίων πιστεύουν στην ύπαρξη ενός μοναδικού Θεού ο οποίος εκδηλώθηκε δια στόματος των μεγάλων προφητών.
«Οι μονοθεϊστικές θρησκείες έχουν εσχατολογικό χαρακτήρα και προσδίδουν τεχνολογικό χαρακτήρα στην Ιστορία», υποστηρίζει.
Συνεπώς, «οι θρησκείες αυτές είναι ευάλωτες στην πολιτικοποίηση, πράγμα που σήμερα στον μουσουλμανικό κυρίως κόσμο συμβαίνει κατά κόρον.
Αυτή είναι μία πραγματικότητα που δεν μπορούμε να αγνοήσουμε», επισημαίνει ο Πασκάλ Μπονιφάς, διευθυντής του Ινστιτούτου Διεθνών Σχέσεων και Στρατηγικής στο Παρίσι.
Κατά την άποψή του, στις υποτιθέμενες θρησκευτικές συγκρούσεις η πολιτική διάσταση υπερισχύει πάντα της θρησκευτικής, ακόμα και όταν η τελευταία είναι περισσότερο ορατή.
Στο πλαίσιο αυτό, από τις αρχές του 21ου αιώνα, ο δυτικός κόσμος αισθάνεται να απειλείται από τον ριζοσπαστικό ισλαμισμό, ο οποίος όμως ποτέ δεν κρύβει και τις προθέσεις του απέναντι στην Δύση και τις αξίες της.
Έτσι, το Ισλάμ φοβίζει διότι συχνά συνδέεται με τους φονταμενταλιστές του, οι οποίοι και επιδιώκουν κάτι τέτοιο.
Αυτός είναι και ο λόγος που το Ισλάμ δεν γίνεται μόνον αντιληπτό ως μια ριζική αμφισβήτηση της δυτικής κυριαρχίας στον πλανήτη, αλλά επίσης και ως κριτική των θεμελιακών αξιών του δυτικού κόσμου: της δημοκρατίας, της πολιτικής εναλλαγής, του διαλόγου, της θέσης της γυναίκας, των δικαιωμάτων του ανθρώπου.
Ας σημειωθεί επίσης ότι στον υποβιβασμό της εικόνας του Ισλάμ συνέβαλε και η ιρανική επανάσταση του 1979, με τις τεράστιες μάζες που διακήρυτταν το μίσος τους για τους Αμερικανούς και έφτασαν μέχρι του σημείου να πιάσουν ομήρους ορισμένους διπλωμάτες της αμερικανικής πρεσβείας –κάτι που παραβίαζε την παλαιότερη γενικώς αποδεκτή αρχή στο πλαίσιο των διεθνών σχέσεων, δηλαδή τον σεβασμό των εκπροσώπων και των απεσταλμένων των άλλων εθνών.
Ακόμα, η δολοφονία από έναν εξτρεμιστή των Αδελφών Μουσουλμάνων του Αιγύπτιου προέδρου Ανουάρ ελ Σαντάτ, θεωρούμενου ενόχου για το γεγονός ότι συνήψε ειρήνη με το Ισραήλ, ο πόλεμος του Λιβάνου και οι επακόλουθες φρικαλεότητές του (μεταξύ των οποίων, και στην περίπτωση αυτή, η ομηρεία δυτικών δημοσιογράφων και διπλωματών), η πραγματοποίηση τρομοκρατικών επιθέσεων στην Ευρώπη, η εικόνα των «τρελλών του Θεού» των έτοιμων για όλα, συμπεριλαμβανομένης της θυσίας της ίδιας τους της ζωής –όλα τούτα συνέβαλαν στην διαμόρφωση μιας εικόνας σύμφωνα με την οποία υπάρχει μία ανυπέρβλητη και αμείωτη αντίθεση μεταξύ δυτικού και μουσουλμανικού κόσμου.
Ασφαλώς δε, την αντίθεση αυτή τροφοδοτούν συνεχώς τα όργια των Ταλιμπάν και των τζιχαντιστών, που με αφορμή την περίφημη Αραβική Άνοιξη ίδρυσαν το αιμοσταγές Ισλαμικό Κράτος.
Είναι δηλαδή σαφέστατο ότι στον ισλαμικό κόσμο τα ακραία κινήματα θα παίζουν αυξανόμενο ρόλο –με ό,τι αυτό συνεπάγεται και για τις γεωπολιτικές συνθήκες.
«Ιστορικά, οι Άραβες ποτέ δεν γνώρισαν την δημοκρατία όπως αυτή αναπτύχθηκε στην Δύση και είναι πολύ αμφίβολο αν μπορούν σήμερα να ενσωματώσουν τις αρχές της.
Ίσως μετά από 100 χρόνια η κατάσταση να είναι διαφορετική. Για την ώρα, όμως, ο σκεπτικισμός πρέπει να επικρατεί».
Αυτά μάς είπε ο καθηγητής Στέφαν Βόϊγκτ, που διδάσκει οικονομία στο γερμανικό πανεπιστήμιο Κάσελ και ασχολείται ταυτοχρόνως και με την αραβική πολιτική κουλτούρα –σε σχέση, πάντα, με τις δυνατότητές της να αποδεχθεί τους θεσμούς μιας ελεύθερης κοινωνίας.
Και από την άποψη αυτή, ο Γερμανός καθηγητής σαφώς δικαιώνεται από τα γεγονότα και τις εξελίξεις των τελευταίων 60 ετών στον αραβικό κόσμο.
Από την άλλη πλευρά, όπως τονίζει και η ειδική στην ισλαμική χρηματοοικονομία Κατρίν Ζουαμπέρ, η πολιτικοποίηση του θρησκευτικού αισθήματος στον ισλαμικό κόσμο, σε συνδυασμό με τις κοινωνικές εξελίξεις στους κόλπους του, θα παίξει αυξημένο ρόλο και στην διεθνή οικονομική πραγματικότητα, κυρίως υπό την μορφή εναλλακτικού χρηματοπιστωτικού μοντέλου.
«Η ισλαμική χρηματοοικονομική παρουσία κάθε άλλο παρά ανάξια λόγου είναι», μάς λέει ο Μωχάμετ Γιουνούς, ο άνθρωπος που δημιούργησε τα πρώτα μικροπιστωτικά ιδρύματα στο Μπανγκλαντές.
Με βάση στοιχεία που διαθέτει, τα ισλαμικά χρηματοοικονομικά ιδρύματα είναι 400 και κατανέμονται σε 75 χώρες. Τα σημαντικότερα από αυτά βρίσκονται στην Μαλαισία, το Μπαχρέϊν και τα Αραβικά Εμιράτα, αλλά και στο Ηνωμένο Βασίλειο.
Πρόκειται για ιδρύματα που διέπονται από την μουσουλμανική ηθική, η οποία δεν αποδέχεται το κέρδος ως ύπατη λειτουργία της οικονομίας και ως εκ τούτου θέλει να δείχνει πως είναι πιο κοντά στον άνθρωπο και τις αξίες του.
Υπό αυτή την έννοια, η μουσουλμανική χρηματοοικονομική αντίληψη τρέφει ισχυρές φιλοδοξίες επιρροής –με την Παγκόσμια Ένωση Ισλαμικών Τραπεζών να παίζει τον πρώτο ρόλο.
Το θέμα, βεβαίως, είναι πώς θα αντιδράσουν οι χριστιανικές και εβραϊκές τράπεζες σε μια τέτοια «επίθεση», η οποία σίγουρα δεν συνάδει με τα επίπεδα διαφθοράς που παρατηρούνται στον μουσουλμανικό κόσμο.
Αυτή όμως είναι μια άλλη ιστορία.