του
Άδωνι Κ. Κύρου
Η εκδήλωσις
άρχισε με χαιρετισμό του Πρυτάνεως κ. Γ. Δ. Καψάλη, προσφώνηση του Προέδρου του Συμβουλίου του Παν/μίου
Καθηγητή Ορθοπεδικής κ. Π.Ν. Σουκάκοκαι την παρουσίαση του έργου του κ. Κύρου
από τον Καθηγητή του Τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας κ. Ι. Λώλο.
Ακολούθησε ανάγνωσις του Ψηφίσματος και των κειμένων της
Αναγορεύσεως και του Διδακτορικού Διπλώματος από τον Πρόεδρο
του Τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας, Καθηγητή κ. Χρ. Σταυράκο, περιένδυσις του τιμωμένου με την τήβεννο από την Κοσμήτορα
της Φιλοσοφικής Σχολής, κ. Αικατερίνη Λιάμπη και επίδοσις των τίτλων από τον
Πρύτανι.
Η τελετή έκλεισε με ομιλία του κ. Κύρου με θέμα «Η δημοσιογραφική
αναζήτηση στην ιστορική έρευνα και την αρχαιολογική τεκμηρίωση».
Γι’ αυτό και ο δημοσιογράφος έθετε το επάγγελμά του σε ορίζοντες ευρύτερους του
απλού βιοπορισμού, έχοντας συνείδηση της εντάξεώς του στην υπηρεσία, αλλά και
στις ανάγκες ενός λειτουργήματος, με δικαιώματα και υποχρεώσεις απέναντι και
στις τρεις εκφάνσεις της κρατικής εξουσίας:
Της νομοθετικής των αντιπροσώπων
του λαού, της εκτελεστικής των ασκούντων το κυβερνητικό έργο και της δικαστικής
των λειτουργών της δικαιοσύνης.
Είναι, λοιπόν, η δημοσιογραφία, ιδιότυπο και
ιδιόμορφο λειτούργημα, αναπόσπαστα συνδεδεμένο με την εύρυθμη και δημοκρατική
πολιτειακή λειτουργία, οι επαγγελματίες θεράποντες του οποίου ανάγονται σε
λειτουργούς μιας, όπως χαρακτηρίζεται, τετάρτης εξουσίας, με τα δικαιώματα και
τις υποχρεώσεις ενός δημόσιου επιτρόπου, αλλά και λαϊκού τοποτηρητή.
Αυτή
ήταν η έννοια της παραδοσιακής δημοσιογραφίας και ο ρόλος των λειτουργών της.
Από τότε όμως, με την αλματώδη ανάπτυξη και τις επί μέρους διαφοροποιήσεις της
τεχνολογίας, μεταβλήθηκαν τα δεδομένα και για τη δημοσιογραφία,
συμπαρασύροντας, σε σύντομο χρονικό διάστημα, τους κανόνες και τις
προϋποθέσεις ασκήσεως του δημοσιογραφικού λειτουργήματος.
Η γνώση και η γνώμη
έπαυσαν να αποτελούν τα θεμέλια της δημοσιογραφικής σκέψεως, στην ανάπτυξη της
οποίας πρωταρχική θέση κατέλαβαν η αμεσότητα της πληροφορίας και ο εντυπωσιακός
τρόπος της παρουσιάσεώς της.
Η έντυπη δημοσιογραφία, ως προϊόν του πνευματικού
λόγου και της εκπαιδευτικής μορφώσεως των λειτουργών της, παραχώρησε τη θέση
της στην ηλεκτρονική παρουσίαση προσωπικών απόψεων και εγωπαθών ιδεοληψιών.
Η
ηλεκτρονική δημοσιογραφία ενημερώνει κατά βούληση και ποδηγετεί το κοινό της,
αλλά δεν το επιμορφώνει, ούτε του αφήνει διεξόδους δημιουργικών προβληματισμών
και συμπερασμάτων.
Ο ηλεκτρονικός πνευματικός καταναγκασμός –διότι περί αυτού,
στην ουσία, πρόκειται– έχει τεθεί στην υπηρεσία της αγελοποιήσεως των λαϊκών
μαζών και της παγκοσμιοποιήσεως των κοινωνιών, με αναπόφευκτη συνέπεια την
περιθωριοποίηση της πνευματικής ηγεσίας, που καθίσταται έρμαιο πολιτικών
αντιπαλοτήτων.
Είχα
το προνόμιο, ως δημοσιογράφος, να βιώσω την τελευταία περίοδο της έντυπης
δημοσιογραφίας, στο κατώφλι της ηλεκτρονικής, περίοδο που σηματοδότησε το «απολεσθέν
θέλγητρον» για κάθε παλαιό δημοσιογράφο απέναντι στο επάγγελμα που αγάπησε και
το λειτούργημα που υπηρέτησε με αυτή την ιδιότητα.
Μια ιδιότητα που, πριν από
εμένα, είχε περιβάλλει στους κόλπους της οικογενείας μου τρεις γενεές
δημοσιογράφων, έλκοντας την καταγωγή από τη μεγαλόνησο Κύπρο, στη μαρτυρική
πορεία της οποίας αφιέρωσαν κάθε προσπάθεια και σκέψη για την εθνική της
αποκατάσταση, με τις οδυνηρές, όμως, εξελίξεις να βάζουν ταφόπλακα στους
πόθους του Κυπριακού Ελληνισμού.
Σ’ αυτή, λοιπόν, την οικογενειακή συνέχεια,
δεν έλειψαν από τους εκπροσώπους της και τα ενδιαφέροντα που ξέφευγαν από το
στενό επαγγελματικό πλαίσιο, με αποδέκτες, κυρίως, την ιστορική έρευνα και τις
καλές τέχνες.
Έτσι, όταν και εγώ έκρινα ότι θα ακολουθήσω τον δρόμο της
δημοσιογραφίας, δεν παρέβλεψα την προτροπή του πατέρα μου, διακεκριμένου
δημοσιογράφου, αλλά και γνωστού τεχνοκριτικού, ο οποίος, έχοντας κατά νουν το
από παιδικής ηλικίας πάθος μου για την αρχαιολογία, δεν παρέλειπε να με
συμβουλεύει, ανατρέχοντας στην ευαγγελική παραίνεση:
«Και
τούτο πράττε, κακείνο μη αφιέναι»…
Και
πράγματι, η παράλληλη διαδρομή της αγάπης για τη δημοσιογραφία με τον έρωτα για
την αρχαιολογία, η σύζευξη δηλαδή, του έργου με το πάρεργο στη διαδρομή μιας
ολόκληρης ζωής, βοήθησαν ώστε ο δημοσιογράφος των πολιτικών και οικονομικών
επιστημών να επιβραβεύεται σήμερα, από την πανεπιστημιακή σας κοινότητα, με
ένα τόσο τιμητικό τίτλο για την αρχαιολογική του προσφορά στην ιστορική έρευνα.
Μήπως,
λοιπόν, ο συλλογιστικός προσδιορισμός, που αποτελεί αναπόσπαστο στοιχείο της
δημοσιογραφικής σκέψεως, έχει θέση και στην εκφορά μιας συγκροτημένης γνώμης
απέναντι σε προβληματισμούς άλλων αναζητήσεων;
Αυτήν την ώρα, την τόσο
σημαντική για τη δημόσια παρουσία μου, στην εκπνοή της δημοσιογραφικής πορείας
και της αρχαιολογικής πεζοπορίας, έχω την ικανοποίηση να απευθύνω και εγώ προς
τους νεώτερους την παρόρμηση του πατέρα μου, που μου άνοιξε διεξόδους μέσα από
τον επαγγελματικό κάματο και την καθημερινή τριβή:
Και
τούτο πράττε, κακείνο μη αφιέναι…
Αυτός
ο τόπος, ο τόσο μικρός αλλά και τόσο μέγας, για να θυμηθούμε τον ποιητή,
θαρρείς και είναι συνυφασμένος με το πιο πλούσιο και συναρπαστικό ιστορικό
παρελθόν, που του κληροδότησε έναν αστείρευτο αρχαιολογικό πλούτο.
Το θαλερό
δέντρο της γνώσεως προσφέρει άφθονους τους καρπούς του σε κάθε ερευνητή, σε
κάθε ιχνηλάτη του παρελθόντος.
Είχα την τύχη να έχω δάσκαλους και καθοδηγητές,
στα δύσκολα και περίπλοκα μονοπάτια της αρχαιολογικής μας κληρονομίας,
κορυφαίους μύστες της προηγούμενης γενεάς ιστορικών και αρχαιολόγων, αλλά και
φίλους και συνοδοιπόρους από τη νεώτερη γενεά, αντάξιους διαδόχους εκείνων.
Από όλους έμαθα, ότι κάθε γωνιά αυτού του τόπου, σε στεριά και σε θάλασσα, στα
βουνά και στα ερημονήσια, κρύβει ανεκτίμητα και ίσως άγνωστα μέχρι τώρα
στοιχεία του παρελθόντος.
Γιατί δεν πρέπει να ξεχνάμε, ότι μπορεί οι γνώσεις
μας να είναι πλούσιες για ονομαστούς πολέμαρχους και ηγεμόνες, για περίλαμπρα
μνημεία και πολυσύχναστους αρχαιολογικούς χώρους, όμως παραμένουν περιορισμένες
εκείνες για τους απλούς ανθρώπους, τους εργάτες της γης και της θάλασσας, που
συνθέτουν το λαϊκό στοιχείο της κάθε περιοχής και περικλείουν τις πλέον
αδιάψευστες μαρτυρίες για κάθε χρονική καμπή του παρελθόντος.
Κάποια
προϊστορικά λίθινα εργαλεία, σκόρπια κομμάτια από μυκηναϊκή, αρχαιοελληνική
και βυζαντινή κεραμική, μερικά χάλκινα νομίσματα, κάθε ασήμαντο, εκ πρώτης
όψεως, επιφανειακό εύρημα, σε συνάρτηση με τον συγκεκριμένο γεωγραφικό χώρο και
τα ιστορικά δεδομένα της ευρύτερης περιοχής του, έχουν να μας διηγηθούν λησμονημένα
γεγονότα, περιπέτειες ανθρώπων και λαών, περιόδους ακμής και ειρήνης, αλλά και
εξοντωτικούς πολέμους και επιδρομές, τολμηρά ταξίδια σε άγνωστους προορισμούς
και φουρτουνιασμένες θάλασσες, με δυο λόγια διασταυρούμενες πληροφορίες που
συμπληρώνουν κενά ιστορικής συνέχειας και δίνουν απαντήσεις σε απορίες και
ερωτήματα.
Και
έχουμε ανάγκη αυτών των αποσπασματικών πληροφοριών και επιφανειακών
παρατηρήσεων, που γη και θάλασσα απλόχερα προσφέρουν στη γνώση εκείνων που θα
σκύψουν με αγάπη και ενδιαφέρον στα όσα διαφυλάχθηκαν στο πέρασμα των αιώνων.
Για περισσότερα από 60 χρόνια, αφήνω να με μαγνητίζει αυτό το μυστηριακό
παρελθόν του χρόνου και του τόπου. Ο προβληματισμός και ο τελικός προσδιορισμός,
εκ μέρους της δημοσιογραφικής σκέψεως, αποδείχθηκαν πραγματικός καταλύτης στον
συγκερασμό της ιστορικής έρευνας και της αρχαιολογικής τεκμηριώσεως.
Και η
τιμητική αναγνώριση, που γίνεται σήμερα στο πρόσωπό μου από το Ιστορικό και
Αρχαιολογικό Τμήμα της Φιλοσοφικής Σχολής του εορτάζοντος την 50ετηρίδα του
Πανεπιστημίου των Ιωαννίνων, του πνευματικού φάρου της ακριτικής μας Ηπείρου –στα
τιμημένα χώματα της οποίας, μάλιστα, βρίσκεται η κοιτίδα της από μητέρα
καταγωγής μου– δείχνει ότι πάντοτε υπάρχει διέξοδος απέναντι στον ψυχρό
επαγγελματισμό και την ψυχοφθόρα μονοτονία του καθημερινού βίου.
«Και τούτο πράττε, κακείνο μη αφιέναι»,
ως τρόπος ανατάσεως του ψυχικού κόσμου των νέων μας στα δύσκολα χρόνια του
άγχους και των αδιεξόδων.
Ελάτε,
λοιπόν, να περιδιαβάσουμε νοερά σε ορεινά μονοπάτια και θαλάσσια περάσματα,
ιχνηλατώντας τα τεκμήρια που άφησε η ανθρώπινη παρουσία στο πέρασμα των αιώνων.
Είναι αυτή η ανυπέρβλητη φυσική ομορφιά του τόπου μας, στους κόλπους της οποίας
διαφυλάχθηκαν τόσες και τόσες μαρτυρίες παλαιοτέρων εποχών.
Ο εντοπισμός αυτών
των στοιχείων, με επιφανειακή έρευνα σε δυσπρόσιτες βουνοκορφές και απάτητα
ερημόνησα, έδωσε στη συνέχεια την ευκαιρία σε αρχαιολόγους και ιστορικούς να
ανασκάψουν και να μελετήσουν άγνωστους μέχρι τις ημέρες μας τόπους και αδιερεύνητα
γεγονότα, ώστε να προχωρήσουν στη συναγωγή συμπερασμάτων που ήδη αποτελούν
κτήμα του ιστορικού του μέλλοντος.
Αφεθήτε
σ’ αυτήν τη συναρπαστική περιήγηση, που είναι πρόσκληση και πρόκληση στους
νεώτερους για έναν άλλο τρόπο ζωής, με σεβασμό και αγάπη για το φυσικό
περιβάλλον, με ενδιαφέρον και γνώσεις για το ιστορικό παρελθόν.
Γιατί και τα
λιθάρια στα ξεχασμένα μονοπάτια υψώνουν τη δική τους απόκοσμη φωνή, που μόνο
εσείς θα γίνετε ο δέκτης της.
Στη
ζωή κάθε ανθρώπου παρεμβάλλονται κάποια γεγονότα, που σηματοδοτούν
αποφασιστικές καμπές στο πέρασμα του χρόνου.
Για εμένα, η σημερινή εκδήλωση
αποτελεί κορυφαίο γεγονός της πνευματικής μου σταδιοδρομίας, για το οποίο και
εκφράζω την ευγνωμοσύνη μου προς όλους τους πανεπιστημιακούς συντελεστές της
απονομής του τιμητικού αυτού τίτλου.
Ενός τίτλου που επιστέφει και την
Ηπειρώτικη ρίζα της οικογένειας της μητέρας μου, που από τα Ραβένια, το
Μονοδένδρι και τα Ιωάννινα έχει διακριτή συμμετοχή στην πνευματική και
οικονομική ζωή του ακριτικού αυτού χώρου και του πολύπαθου βόρειου τμήματός
του.
Μια παράδοση, που με τη βοήθεια του
Θεού προσπάθησα και εγώ να υπηρετήσω, προσφέροντας από τη θέση μου στο Ριζάρειο
Ίδρυμα, στο Ίδρυμα Νιάρχου και στην Εταιρεία Ηπειρωτικών Μελετών, το δικό μου λιθαράκι στην εκπλήρωση
κάποιων οραματισμών των αείμνηστων εραστών της Ηπείρου μας, του Κώστα Φρόντζου,
του Άγγελου Κίτσου, του Δημήτρη Γλάρου, με τους οποίους και στοιχήθηκε το
σύνολο του κοινωνικού και πνευματικού ιστού αυτού του τόπου, ανεξαρτήτως
πολιτικής τοποθετήσεως.