«Μέσα λοιπόν από αυτές τις δυσκολίες που
αναδεικνύονται», προσθέτει ο γενικός διευθυντής του ΙΟΒΕ και καθηγητής στο
Οικονομικό Πανεπιστήμιο της Αθήνας, «ίσως προταθεί από ορισμένες πλευρές, λόγω
υστεροβουλίας ή άγνοιας, μία έξοδος από την ζώνη του κοινού νομίσματος ως μία
καλή επιλογή. Αυτή θα ήταν εφικτή τεχνικά –άλλωστε, όπου υπάρχει οικονομική
αναγκαιότητα αργά ή γρήγορα βρίσκεται και η θεσμική διαδικασία. Όμως, θα είχε
εξαιρετικά υψηλό κόστος για την Ελλάδα, πυροδοτώντας μία διαδικασία επιπλέον
συρρίκνωσης του εθνικού εισοδήματος που πιθανότατα θα ξεπερνά και αυτή που
έχουμε ήδη ζήσει σωρευτικά τα τελευταία έξι χρόνια. Σε κάθε περίπτωση, μία
υποθετική έξοδος θα είχε ορισμένα χαρακτηριστικά:
»Πρώτον, η ίδια η ΕΕ δεν θα προχωρούσε ποτέ
σε αυτό το βήμα χωρίς να είναι σαφές ότι το σύνολο της ευθύνης θα μπορεί να
αποδοθεί, πανηγυρικά μάλιστα, στην ελληνική πλευρά, ως απόφασή της ή κα ως
αντικειμενική αδυναμία. Μόνον έτσι θα μπορεί να περιοριστεί ο κίνδυνος
μετάδοσης μέσω των αγορών σε άλλους αδύναμους κρίκους. Δυστυχώς, ορισμένες από
τις κινήσεις στην ευρωπαϊκή σκακιέρα έχουν ήδη μια τέτοια χροιά προετοιμασίας
μελλοντικού καταλογισμού πιθανών ευθυνών.
»Δεύτερον, μία υποθετική ελληνική έξοδο θα
ακολουθούσε πολιτική εμβάθυνσης της οικονομικής ένωσης ανάμεσα στα υπόλοιπα
μέλη, με επενδυτική υποστήριξη των πιο αδύναμων.
»Τρίτον, παρά την όποια αρχική διευθέτηση, η
αντιμετώπιση που θα είχε το κράτος που αποχώρησε από τα υπόλοιπα δεν θα ήταν
ευνοϊκή, δεν θα υπήρχε ένα βελούδινο
διαζύγιο.
»Τέλος, οι διεθνείς αγορές θα ερμήνευαν μια
τέτοια εξέλιξη ως αδυναμία για κάθε ουσιαστική μεταρρυθμιστική πρόοδο και
μελλοντική αύξηση της ανταγωνιστικότητας και με την στάση τους θα επιβεβαίωναν
αυτήν ακριβώς την προσδοκία.
»Με αυτά τα δεδομένα, η επιλογή της
σημερινής κυβέρνησης, όπως και των προηγούμενων, να κρατηθεί η χώρα εντός του
κοινού νομίσματος αποτελεί την αυτονόητη επιλογή».
Στο πλαίσιο αυτό και ενώ κορυφώνεται το
κόστος της αβεβαιότητας, ο κ. Νίκος Βέττας προτείνει την άμεση εξομάλυνση της
καταστάσεως για να μπορέσει η Ελλάδα να αξιοποιήσει τις παραμέτρους του
εξωτερικού περιβάλλοντος που παρουσιάζουν βελτίωση. «Η οικονομική πολιτική
πρέπει να λάβει ξεκάθαρα και ταχύτατα τα χαρακτηριστικά που ανεξαιρέτως κάθε
οικονομία πρέπει να έχει ώστε να αναπτυχθεί: ουσιαστική απελευθέρωση των αγορών
και της επιχειρηματικότητας ώστε να δημιουργείται εισόδημα και δραστική
εξυγίανση της δημόσιας διοίκησης που να μην εμποδίζει την παραγωγή αλλά να
στηρίζει τους πραγματικά αδύναμους και τις υποδομές. Αν αυτή η επιλογή δεν
γίνεται κατανοητή ως απαραίτητη για να οδηγήσει σε βιώσιμη άνοδο των
εισοδημάτων των Ελλήνων, θα πρέπει τουλάχιστον να αντιμετωπιστεί ως αυτή που θα
αποτρέψει τους πολύ σοβαρούς και πραγματικούς κινδύνους», τονίζει ο γενικός
διευθυντής του ΙΟΒΕ.