του
Αθαν. Χ. Παπανδρόπουλου
Γεννημένος στην Τουρκία το 1958 και με λαμπρές σπουδές στην Γαλλία –διδακτορικό στην Ιστορία και τις Πολιτικές Επιστήμες– ο Χαμίτ Μποζαρσλάν έγινε ιδιαίτερα γνωστός με το βιβλίο του «Η Ιστορία της Σύγχρονης Τουρκίας». Το 2006 αναλαμβάνει την διεύθυνση της EHESS και το 2015 κυκλοφόρησε το βιβλίο του «Επανάσταση και Κατάσταση Βίας: Μέση Ανατολή 2011-2015» (εκδόσεις CNRS).
Αναφερόμενος στις τελευταίες εξελίξεις στην Τουρκία μετά από το αποτυχημένο πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου, ο Γαλλο-τούρκος ιστορικός υπογραμμίζει:
«Με την εφαρμογή μέτρων εκτάκτου ανάγκης, ο πρόεδρος Ερντογάν έχει πλέον εκ των πραγμάτων όλες τις εξουσίες. Έχει καταργήσει το συνταγματικό δικαστήριο και, με τις διώξεις που ασκεί, τρομοκρατεί τα 3 εκατομμύρια δημοσίους υπαλλήλους, οι οποίοι δεν έχουν πια και την δυνατότητα να εγκαταλείψουν την χώρα. Θα πρέπει να γίνει αντιληπτό ότι για τον Τούρκο πρόεδρο η πολιτική είναι συνώνυμη της ρεβάνς και της εκδίκησης. Ο εσωτερικός αντίπαλος πρέπει να εξοντωθεί, έστω και δια αιματοχυσίας. Έτσι, σε αντίθεση με τα πραξικοπήματα του 1960, του 1975 και του 1980, σήμερα η βία είναι πρωτόγνωρη στην Τουρκία, έχει ακραίο χαρακτήρα και διαιρεί βαθειά την χώρα. Το καθεστώς μοιάζει με βυθισμένο πλοίο και οι μηχανισμοί που θα μπορούσαν να το συγκρατήσουν δεν υπάρχουν. Δεν είναι συνεπώς διόλου παράξενη η αναφορά κάποιων παρατηρητών σε ομοιότητες με την Κίνα της περιόδου 1966-67, όταν η πολιτιστική επανάσταση του Μάο είχε βυθίσει την χώρα στην ανείπωτη βία… Η επαναφορά της θανατικής ποινής θα είναι και το επιστέγασμα της σημερινής κατάστασης».
Απαντώντας σε ερώτημα γιατί ο τουρκικός λαός δείχνει να ακολουθεί τον Τούρκο πρόεδρο στον ολισθηρό δρόμο που επέλεξε, ο Χ. Μποζαρσλάν είπε: «Γύρω από το κόμμα ΑΚΡ υπάρχει ένα ηγεμονικό μπλοκ που το συνθέτουν φανατικοί ισλαμιστές, αλλά και μία πουριτανική αστική τάξη η οποία τα είκοσι τελευταία χρόνια έβγαλε απίστευτο χρήμα από φαραωνικού τύπου δημόσια έργα. Όμως, υπάρχει ακόμα και μία μεγάλη κατηγορία φτωχών ανθρώπων που στηρίζουν το κόμμα περιμένοντας τις ελεημοσύνες του. Και, βέβαια, τον Ερντογάν στηρίζουν και οι Τούρκοι σουνίτες, που είναι υπερσυντηρητικοί και παρόντες σε πολλές αρθρώσεις της τοπικής αυτοδιοίκησης. Για τους ανθρώπους αυτούς, ο Ερντογάν είναι ένα είδος σανίδας σωτηρίας σε έναν κόσμο που απειλείται από τον πόλεμο στην Συρία, από το Ισλαμικό Κράτος και από το Κόμμα των Εργατών του Κουρδιστάν (ΡΚΚ). Αυτή η πληθυσμιακή κατηγορία θεωρεί το ΑΚΡ παράγοντα σταθερότητας και οικονομικής ανάπτυξης. Όμως, ο εθνικισμός και ο συντηρητισμός των σουνιτών συμβάλλει στην πολυδιάσπαση της τουρκικής κοινωνίας –φαινόμενο που δεν θα παραμείνει χωρίς συνέχεια».
Στο πλαίσιο της προσέγγισης αυτής, τεράστιο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι απόψεις του Γαλλο-τούρκου επιστήμονα για τον «γκιουλενισμό» και το μένος του Τούρκου προέδρου προς τον αυτοεξόριστο στις ΗΠΑ ιμάμη, που είναι και ο εμπνευστής του:
«Όταν το 2002 ο Ερντογάν έγινε πρωθυπουργός, δεν είχε ούτε στελέχη, ούτε διανοούμενους, ούτε γραφειοκράτες, που θα μπορούσαν να τον στηρίξουν. Τον ρόλο αυτόν ανέλαβε ο Γκιουλέν, που ίδρυσε μία θρησκευτική κοινότητα, την Χιζμέτ (υπηρεσία ή εθελοντισμός), η οποία συμμάχησε με τον τότε πρωθυπουργό και τον βοήθησε πολλαπλώς να αντιμετωπίσει το κεμαλικό κατεστημένο. Τα σχολεία των γκιουλενιστών έτειναν πολύτιμη χείρα βοηθείας στον Ερντογάν και τού επέτρεψαν να κυβερνήσει. Με πιο απλά λόγια, υπήρξαν η “φαιά ουσία”, το “μυαλό” του ερντογανισμού. Όμως, οι γκιουλενιστές ήταν πολύ προσεκτικοί στην άσκηση της εξωτερικής πολιτικής και εναντιώθηκαν σε τυχοδιωκτισμούς. Ταυτοχρόνως, είχαν δύναμη στο υπουργείο Εσωτερικών, στην Εκπαίδευση και στην Δικαιοσύνη. Έτσι, το 2013 κάποιοι εισαγγελείς που συνδέονταν με τον Γκιουλέν άρχισαν να ενδιαφέρονται για τον πλουτισμό κάποιων συγγενών του τότε πρωθυπουργού και έβαλαν την μύτη τους σε περιπτώσεις διαφθοράς. Ο πόλεμος ήταν αναπόφευκτος –και αδελφοκτόνος.
»Σήμερα, ωστόσο, οι γκιουλενιστές είναι αποδυναμωμένοι. Από το 2013 και μετά οι παρασχολικές τους μονάδες έκλεισαν, οι εφημερίδες τους απαγορεύτηκαν και πριν το πραξικόπημα απολύθηκαν 1.500 δημόσιοι υπάλληλοι με την κατηγορία της αμέλειας. Κάποιοι εισαγγελείς επίσης εγκατέλειψαν την χώρα. Μπορεί κάποιοι στρατιωτικοί που πήραν μέρος στο πραξικόπημα να ήσαν φιλικοί προς τον Γκιουλέν, ωστόσο αυτό δεν αποτελεί επαρκές κλειδί για να αναγνώσει κανείς τί ακριβώς συμβαίνει σε ένα στράτευμα που παραμένει κεμαλικό. Υπό τις συνθήκες αυτές, το ατυχές πραξικόπημα ήταν ευκαιρία για τον Ερντογάν να καθαρίσει λογαριασμούς, να κινητοποιήσει το ισλαμικό κατεστημένο και να κάνει εν τέλει το δικό του πραξικόπημα. Κατά την εκτίμησή μου, οι Οθωμανοί ξανάρχονται. Ξανάρχονται δε υπό την ηγεσία ενός παρανοϊκού τύπου, φίλοι του οποίου υποστηρίζουν ότι ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος δεν τελείωσε. Λένε ότι ο πόλεμος αυτός δεν ήταν ενδοευρωπαϊκός, αλλά πόλεμος της Ευρώπης κατά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Άρα, δεν έχει τελειώσει».
Η λογική αυτή θα εκδηλωθεί σύντομα, με εκβιασμούς έναντι της Ευρώπης στο μεταναστευτικό. Θα υπάρξει κρίση με τις ΗΠΑ και η Τουρκία θα απειλήσει με ρήξη. Σταδιακά δε, θα γυρίσει την πλάτη στην Ευρώπη. Οι ενδείξεις είναι πολλές.
Προέχει, λοιπόν, εμείς εδώ στην Ελλάδα να τις μελετήσουμε προσεκτικά, γιατί οι καιροί ίσως γίνουν εξαιρετικά δύσκολοι. Κατά κύριο δε λόγο υπαγορεύουν ορθολογισμό και αναλυτική συγκρότηση, μακρυά από τις γνωστές λαϊκο-συνωμοτικές φούσκες. Απαιτούν, επίσης, μία ηγεσία που μπορεί να σκέπτεται και να ενεργεί με κριτήριο όχι το πώς θα παραμείνει στην εξουσία αλλά πώς θα υπηρετήσει την χώρα.