του
Costin Ciobanu*
Σε μια εποχή φόβου και απόγνωσης για την ΕΕ, και με το προσφυγικό ζήτημα να είναι η καρδιά του ρήγματος στα πολιτικά τεκταινόμενα της Γηραιάς Ηπείρου, η πολιτική του Καναδά, με την οποία οι πρόσφυγες επιχορηγούνται από ιδιωτική πρωτοβουλία, θα μπορούσε να αποτελέσει λύση που θα χτίσει γέφυρες κατανόησης μεταξύ διαφορετικών κοινοτήτων.
Έφτασα στον Καναδά από τη Ρουμανία στις 31 Ιουλίου 2015. Δύο ημέρες αργότερα, ξεκίνησε μια μανιώδης πολιτική καμπάνια, μια από τις διαρκέστερες προεκλογικές περιόδους στην ιστορία των ομοσπονδιακών εκλογών του Καναδά.
Όσο προσαρμοζόμουν στη Βόρεια Αμερική, την ίδια στιγμή ανησυχούσα περισσότερο από ποτέ για την Ευρωπαϊκή μου ταυτότητα, καθώς ήμουν συγκλονισμένος, όπως πολλοί άλλοι ανά τον κόσμο, από την εικόνα του Aylan Kurdi, το μικρό αγόρι που κείτονταν νεκρό σε κάποια ελληνική ακτή.
Θα μπορούσε κάποιος να υποστηρίξει ότι τα ΜΜΕ αποφάσισαν να σκιαγραφήσουν την προσφυγική κρίση της Συρίας, προσωποποιώντας την τραγωδία, ώστε να στρέψουν την κοινή γνώμη σε ένα φαινόμενο το οποίο προηγουμένως παρουσιαζόταν περισσότερο σαν φυσική καταστροφή παρά ως ανθρώπινο δράμα.
Άσχετα από αυτό όμως, τόσο οι πολιτικοί ιθύνοντες όσο και οι πολίτες, άρχισαν να λαμβάνουν σοβαρότερα υπόψιν τους το ζήτημα και να ζητούν δράση – δράση η οποία ήταν όμως μια σταγόνα σε έναν ωκεανό θλίψης, εξακολουθούσε ωστόσο να έχει συμβολικό χαρακτήρα. Στη συνέχεια αποδείχτηκε ότι η οικογένεια Kurdi μπορούσε να βρει υποστήριξη στον Καναδά και προσπάθησε, ανεπιτυχώς, να μεταναστεύσει.
Δεν άργησε να φουντώσει ένα κλίμα διχασμού, μέσα στο οποίο υπήρχε από τη μια πλευρά διάχυτη – αλλά έντονη – η απαίτηση για αλλαγή και από την άλλη, μια βαθιά δυσπιστία προς τους πιθανούς διαδόχους της κυβέρνησης των Συντηρητικών. Σύμφωνα με το μεταναστευτικό σύστημά του, ο Καναδάς δέχεται περίπου 280.000 – 300.000 μετανάστες ετησίως (από τους οποίους, για παράδειγμα, οι 28.622 έγιναν δεκτοί με βάση προσφυγικές και ανθρωπιστικές αξιώσεις το 2014). Τους χορηγείται καθεστώς μόνιμης διαμονής (θεμελιώδης διαφορά με την Ευρώπη), με εξαίρεση την ειδική περίπτωση του Κεμπέκ το οποίο χειρίζεται το δικό του ξεχωριστό μεταναστευτικό σύστημα, βασισμένο στο διαπολιτισμικό του μοντέλο. Πριν ξεσπάσει η αναταραχή σε ολόκληρη τη διεθνή κοινότητα και στην κοινωνία του Καναδά, η καναδική κυβέρνηση δεσμεύτηκε ότι θα δεχόταν μόνο 10.000 Σύριους πρόσφυγες έως το 2020.
Όσο προσαρμοζόμουν στη Βόρεια Αμερική, την ίδια στιγμή ανησυχούσα περισσότερο από ποτέ για την Ευρωπαϊκή μου ταυτότητα, καθώς ήμουν συγκλονισμένος, όπως πολλοί άλλοι ανά τον κόσμο, από την εικόνα του Aylan Kurdi, το μικρό αγόρι που κείτονταν νεκρό σε κάποια ελληνική ακτή.
Θα μπορούσε κάποιος να υποστηρίξει ότι τα ΜΜΕ αποφάσισαν να σκιαγραφήσουν την προσφυγική κρίση της Συρίας, προσωποποιώντας την τραγωδία, ώστε να στρέψουν την κοινή γνώμη σε ένα φαινόμενο το οποίο προηγουμένως παρουσιαζόταν περισσότερο σαν φυσική καταστροφή παρά ως ανθρώπινο δράμα.
Άσχετα από αυτό όμως, τόσο οι πολιτικοί ιθύνοντες όσο και οι πολίτες, άρχισαν να λαμβάνουν σοβαρότερα υπόψιν τους το ζήτημα και να ζητούν δράση – δράση η οποία ήταν όμως μια σταγόνα σε έναν ωκεανό θλίψης, εξακολουθούσε ωστόσο να έχει συμβολικό χαρακτήρα. Στη συνέχεια αποδείχτηκε ότι η οικογένεια Kurdi μπορούσε να βρει υποστήριξη στον Καναδά και προσπάθησε, ανεπιτυχώς, να μεταναστεύσει.
Δεν άργησε να φουντώσει ένα κλίμα διχασμού, μέσα στο οποίο υπήρχε από τη μια πλευρά διάχυτη – αλλά έντονη – η απαίτηση για αλλαγή και από την άλλη, μια βαθιά δυσπιστία προς τους πιθανούς διαδόχους της κυβέρνησης των Συντηρητικών. Σύμφωνα με το μεταναστευτικό σύστημά του, ο Καναδάς δέχεται περίπου 280.000 – 300.000 μετανάστες ετησίως (από τους οποίους, για παράδειγμα, οι 28.622 έγιναν δεκτοί με βάση προσφυγικές και ανθρωπιστικές αξιώσεις το 2014). Τους χορηγείται καθεστώς μόνιμης διαμονής (θεμελιώδης διαφορά με την Ευρώπη), με εξαίρεση την ειδική περίπτωση του Κεμπέκ το οποίο χειρίζεται το δικό του ξεχωριστό μεταναστευτικό σύστημα, βασισμένο στο διαπολιτισμικό του μοντέλο. Πριν ξεσπάσει η αναταραχή σε ολόκληρη τη διεθνή κοινότητα και στην κοινωνία του Καναδά, η καναδική κυβέρνηση δεσμεύτηκε ότι θα δεχόταν μόνο 10.000 Σύριους πρόσφυγες έως το 2020.
Οι Φιλελεύθεροι, που έως τότε ήταν μόλις τρίτοι στον αγώνα για την εξουσία, άδραξαν την ευκαιρία και υποσχέθηκαν να φέρουν 25.000 πρόσφυγες μέχρι το τέλος του έτους. Σύμφωνα με την εκλογική τους στρατηγική, αυτή η υπόσχεση αφορούσε κάτι παραπάνω από την παγκόσμια προσφυγική κρίση. Επρόκειτο για μια εκλογική καμπάνια η οποία μιλούσε για το αισθητά μειωμένο κύρος της χώρας στον κόσμο και τη μειωμένη της δράση στη διαμεσολάβηση και τις ειρηνευτικές επιχειρήσεις, την οποία ακολούθησε μια μεταστροφή από μια ιεραρχημένη εξωτερική πολιτική στην επιδίωξη αμιγώς περιορισμένων εθνικών συμφερόντων. Και μην ξεχνάμε, ότι έθιγε επίσης τις αλλαγές που επέφερε η κυβέρνηση των Συντηρητικών στο προσφυγικό και μεταναστευτικό δίκαιο με την εισαγωγή των Καθορισμένων Χωρών του συστήματος προέλευσης, την εστίαση σε προγράμματα προσωρινής εργασίας και επιπρόσθετες διοικητικές επιβαρύνσεις για τους αιτούντες άσυλο.
Όπως προβλήθηκε και από τα ειδησεογραφικά ρεπορτάζ που κάλυπταν το νέο παιδί θαύμα της παγκόσμιας πολιτικής, τον Τζάστιν Τρυντώ, οι Φιλελεύθεροι τα κατάφεραν, κέρδισαν τις εκλογές και το αίτημα 25.000 προσφύγων για άσυλο, έγινε το πρώτο τεστ του υπουργικού συμβουλίου. Χρειάστηκε να περάσουν περισσότεροι μήνες και μετά το Δεκέμβριο μέχρι οι πρόσφυγες να αισθανθούν τον Καναδά ως νέα πατρίδα τους αλλά ο τύπος, παγκοσμίως, κατακλύστηκε ξανά από τίτλους, για το καλωσόρισμα και το χαιρετισμό του Τζάστιν Τρυντώ στο αεροδρόμιο του Τορόντο, χαμογελώντας, μοιράζοντας χειραψίες και προσφέροντας παιχνίδια σε ντροπαλά νεαρά προσφυγόπουλα από τη Συρία.
Παρόλα αυτά, όπως καταθέτουν οι ειδικοί και οι ακτιβιστές, υπάρχουν πολλά ακόμα που πρέπει να γίνουν για τη μεταρρύθμιση του καναδικού μεταναστευτικού και προσφυγικού συστήματος, συνδυάζοντας το σωστό με το πολιτικά αποδεκτό, θέτοντας τις δράσεις της καναδικής κυβέρνησης σε πλήρη αντίθεση με όσα συμβαίνουν στην ΕΕ.
Στο πλαίσιο μιας Υποτροφίας, η οποία συγκεντρώνει νέους ηγέτες από 10 χώρες και 4 ηπείρους για ένα χρόνο, οι συνάδελφοί μου κι εγώ αποφασίσαμε να εστιάσουμε το συλλογικό μας έργο στην κατανόηση και την αντιμετώπιση του σύνθετου ζητήματος των δικαιωμάτων των προσφύγων και της ενσωμάτωσης στον Καναδά και το Μόντρεαλ. Επιπλέον, να διοργανώνουμε δημόσιους διαλόγους και να προσελκύουμε ειδήμονες, ακαδημαϊκούς και την κοινότητα, καταρτίζοντας ένα έγγραφο πολιτικής το οποίο θα εξέταζε πώς ο Καναδάς μπορεί «να πράξει περισσότερα και αποτελεσματικότερα» αναφορικά με την αφομοίωση των μεταναστών και των προσφύγων. Όταν παρουσιάσαμε το έγγραφο ενώπιον ομοσπονδιακών υπουργών, βουλευτών και εκπροσώπων της κοινωνίας των πολιτών γίναμε μέρος μιας προοδευτικής διαδικασίας για την ανάπτυξη και τη χάραξη πολιτικής.
Ωστόσο το βασικό στοιχείο της μελέτης βρέθηκε σε μια συζήτηση με τον Τζον Μακ Κάλουμ, Υπουργό Μεταναύστευσης, Προσφύγων και Ιθαγένειας, στην κυβέρνηση του Τρυντώ. Μεταξύ σοβαρού και αστείου, ο υπουργός μας είπε ότι είχε ένα πρόβλημα το οποίο κανένας άλλος υπουργός μετανάστευσης δεν είχε να αντιμετωπίσει: το υπουργείο είχε κατακλυστεί από των αριθμό των Καναδών πολιτών που ήθελαν οι ίδιοι να χρηματοδοτήσουν τους πρόσφυγες. Πρόκειται για μια θεμελιώδη πολιτική η οποία χρειάζεται περισσότερη προσοχή, ιδιαίτερα στο δηλητηριασμένο κοινωνικό κλίμα που επικρατεί στην Ευρώπη.
Ολοκληρώνοντας το υποβοηθούμενο πρόγραμμα της κυβέρνησης για τους πρόσφυγες, το πρόγραμμα για την Επιχορήγηση των Προσφύγων από Ιδιώτες επιτρέπει σε απλούς πολίτες να παρέχουν στους πρόσφυγες οικονομική και ψυχολογική υποστήριξη για όσο διαρκεί η χορηγία (συνήθως ένα χρόνο). Τα οφέλη κατανέμονται στους χιλιάδες πρόσφυγες που επιχορηγούνται κάθε χρόνο (4.560 το 2014) και συνεισφέρουν άμεσα στη θεμελίωση των συνθηκών για επιτυχημένη ενσωμάτωση και ενίσχυση της πολυπολιτισμικότητας.
Στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, είναι αμήχανο να παρακολουθείς τη διαμάχη για τους μετανάστες και τους πρόσφυγες. Στο Ηνωμένο Βασίλειο, η μετανάστευση ήταν ένας από τους παράγοντες που οδήγησαν στην ψήφο υπέρ της Εξόδου. Στη Γαλλία, οι ατελείωτες τρομοκρατικές επιθέσεις είχαν ως συνέπεια την αύξηση της εκλογικής υποστήριξης στο Εθνικό Μέτωπο, και επίσης αποκάλυψαν την πραγματικότητα που μέχρι τότε αγνοούνταν, φέρνοντας στην επιφάνεια τα έως τότε κρυμμένα προβλήματα της αποτυχημένης αφομοίωσης, της τρομοκρατίας που αναθράφηκε στο ίδιο το εσωτερικό της χώρας, του ρατσισμού και της ισλαμοφοβίας. Στη Γερμανία, η πολιτική «του καλωσορίσματος των προσφύγων» της Μέρκελ χλευάστηκε και θεωρήθηκε η κύρια αιτία της πολιτικής της κατάπτωσης. Οι πρόσφατες επιθέσεις, σε κάποιες από τις οποίες εμπλέκονται και πρόσφυγες, δεν βοηθούν την κατάσταση.
Στην Ανατολική Ευρώπη, το πρόγραμμα μετεγκατάστασης απορρίφθηκε ρητά από διάφορα κράτη μέλη. Ο δημόσιος λόγος έφτασε ακόμα πιο χαμηλά με την αξίωση ότι οι πρόσφυγες κουβαλούν επιδημικές ασθένειες. Ακόμη πιο πέρα, η Ουγγαρία ετοιμάζεται να οργανώσει δημοψήφισμα ενάντια στην υποδοχή προσφύγων και να χρησιμοποιήσει το αποτέλεσμα για να ενισχύσει την πολεμοχαρή στάση του Όρμπαν προς τις Βρυξέλλες.
Με οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα που μπορούν να προκαλέσουν χάος, η στρεβλή προσέγγιση, από την κορυφή προς τα κάτω, των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων που δεόχνουν όλο και μικρότερο σεβασμό στα ανθρώπινα δικαιώματα δείχνει τα όριά της. Την ίδια στιγμή, σκεπτικιστές και λαϊκιστές αποκομίζουν εκλογικά οφέλη και πείθουν συνεχώς αυξανόμενες μερίδες κόσμου ότι οι πρόσφυγες και οι μετανάστες είναι πηγή κοινωνικών και οικονομικών προβλημάτων, ριζοσπαστισμού, τρομοκρατίας και ασύμβατων πολιτισμικών αξιών.
Οι πολιτικοί ηγέτες και αξιωματούχοι μπορούν να εμπνεύσουν μέσα από τον συγκροτημένο λόγο και τις δράσεις τους, όσο όμως αγνοούν τον ενεργητικό και θετικό ρόλο που θα μπορούσαν να έχουν οι πολίτες στη βελτίωση της κατάστασης, βρίσκονται στη λάθος κατεύθυνση. Όσον αφορά τους ψηφοφόρους των αντι-μεταναστευτικών κομμάτων θα έπρεπε να τους αφουγκράζονται κι αυτούς και όχι να τους αντιμετωπίζουν όπως τους ηγέτες αυτών των κομμάτων. Θα πρέπει να δίνουν προσοχή στις αμφιβολίες τους και να τις συζητούν ανοιχτά και να αντιπαρατίθενται σε ένα ανοιχτό όμως δημόσιο διάλογο και όχι να τις αγνοούν.
Αυτό ακριβώς είναι το σημείο όπου μπορεί η καναδική πολιτική της ιδιωτικής επιχορήγησης προσφύγων να εφαρμοστεί στην πράξη. Ασφαλώς, είναι δύσκολο να παραλληλίσουμε όσα συμβαίνουν στην Ευρώπη, με μια χώρα ευλογημένη γεωγραφικά, η οποία δέχτηκε 25.000 Σύριους πρόσφυγες, αριθμός που δεν μπορεί να συγκριθεί με τα εκατομμύρια προσφύγων που δέχτηκε η Γερμανία την προηγούμενη χρονιά. Αυτή η αίσθηση ρεαλισμού εκφράστηκε και από τις καναδικές αρχές τις οποίες συναντήσαμε.
Ωστόσο το μάθημα που έλαβε ο Καναδάς θα έπρεπε γίνει παράδειγμα και να αποτελέσει μια ευκαιρία για την Ευρώπη, αν όχι επειδή βρίσκεται ένα βήμα πιο κοντά προς τη σωστή κατεύθυνση, τότε τουλάχιστον επειδή με αυτό τον τρόπο μπορεί να ξεπεραστεί η παρούσα αδράνεια.
Ωστόσο το μάθημα που έλαβε ο Καναδάς θα έπρεπε γίνει παράδειγμα και να αποτελέσει μια ευκαιρία για την Ευρώπη, αν όχι επειδή βρίσκεται ένα βήμα πιο κοντά προς τη σωστή κατεύθυνση, τότε τουλάχιστον επειδή με αυτό τον τρόπο μπορεί να ξεπεραστεί η παρούσα αδράνεια.
Η Ευρώπη μπορεί να επιβιώσει μόνο ενδυναμώνοντας τις αξίες και τις αρχές της, το σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, την αλληλεγγύη και την ανεκτικότητά της. Όλα αυτά χτίζοντας το πλαίσιο για αμεσολάβητους δεσμούς μεταξύ των προσφύγων και του λαού που τους φιλοξενεί, με τους κρατικούς θεσμούς να δρουν ως αρωγοί, μπορεί να προχωρήσει σε αυτό το πρώτο βήμα δημιουργώντας μια μεγάλη κοινωνία, η οποία θα προάγει την ενσωμάτωση και την αφομοίωση και όχι τα γκέτο και τον αποκλεισμό. Αυτό που μας λείπει σήμερα είναι να ακούμε θετικές ιστορίες και αισιόδοξες διηγήσεις που θα μπορούσαν να αποτελέσουν σανίδα σωτηρίας για εκείνους τους πολιτικούς που σιώπησαν ή κατεβλήθησαν από το φόβο που στοιχειώνει σήμερα την ΕΕ.
Εισάγοντας τα προγράμματα επιχορήγησης των προσφύγων από ιδιώτες στις κεντρικές χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, υπάρχει η δυνατότητα να ενισχυθεί η ενσωμάτωση και να προληφθεί περεταίρω ο νεανικός ριζοσπαστισμός – να ανακαλύψουμε ένα νέο μονοπάτι και να σταματήσουμε μια διαμάχη που θα έπρεπε να έχει λήξει από καιρό.
Σε μια εποχή φόβου και απόγνωσης, η ΕΕ θα πρέπει να σταματήσει να αντικατοπτρίζει και να υποκύπτει στις πολιτικές του απομονωτισμού, του τοπικισμού και της καταστροφολογίας. Με το προσφυγικό ζήτημα να είναι η καρδιά του ρήγματος στα τεκταινόμενα της Γηραιάς Ηπείρου, πεφωτισμένοι πολιτικοί ηγέτες και αξιωματούχοι θα πρέπει να ενθαρρύνουν τους πολίτες να ενεργοποιηθούν και να δράσουν προς την κατεύθυνση της αφομοίωσης και της πολυπολιτισμικότητας.
*
Ο Costin Ciobanu είναι πολιτικός σύμβουλος, Υπότροφος Jeanne Sauvé και υποψήφιος διδάκτορας Πολιτικών Επιστημών στο McGill University