του
Khalid Koser*
Πριν από μερικές ημέρες, ο πρόεδρος των ΗΠΑ εξέδωσε διάταγμα με το οποίο απαγορεύεται προσωρινά η είσοδος Σύρων προσφύγων στη χώρα, αναστέλλοντας ολόκληρο το πρόγραμμα αποδοχής για 120 ημέρες, μειώνοντας έτσι σημαντικά τον αριθμό αυτών που πρέπει να επανεγκατασταθούν στις ΗΠΑ το τρέχον έτος. Βάσει αυτού του προγράμματος ρυθμίζεται η μεταναστευτική ροή από χώρες όπως το Ιράν, το Ιράκ, η Λιβύη, η Σομαλία, το Σουδάν, η Συρία και η Υεμένη για 90 ημέρες .
Το συγκεκριμένο προεδρικό διάταγμα δέχθηκε κριτική από συμμάχους της Αμερικής, ακτιβιστές ανθρωπίνων δικαιωμάτων και από επιχειρηματικούς ηγέτες, όπως ο CEO της Google, Sundar Pichai.
Μαζί με τον τελευταίο, και ως συμπρόεδροι του World Economic Forum’s Global Future Council on Migration, εκπλαγήκαμε ιδιαιτέρως που ένα τέτοιο διάταγμα εξεδόθη από έναν πρώην επιχειρηματία. Απέχοντας πολύ από το σύνθημα του «Πρώτα η Αμερική», μειώνοντας τη μετανάστευση και προάγοντας μια αντιμεταναστευτική στάση, διακινδυνεύει να προκαλέσει έναν αρνητικό αντίκτυπο που θα μπορούσε να επηρεάσει σημαντικά την απασχόληση, την οικονομική ανάπτυξη και την καινοτομία στις ΗΠΑ.
Πριν από δύο εβδομάδες στο Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ του Νταβός, ακούσαμε ξανά και ξανά από τους ηγέτες του ιδιωτικού τομέα τους λόγους για τους όποιους τόσο η μετανάστευση όσο και η διαφορετικότητα είναι θετικές για τις επιχειρήσεις. Ωστόσο διαπιστώσαμε από μέρους τους μια απροθυμία να μιλήσουν δημόσια για τα οικονομικά οφέλη της μετανάστευσης, καθώς τόσο για το φόβο διαταραχής των σχέσεων τους με την κυβέρνηση και όσο και την αξία των μετοχών τους.
Κόντρα λοιπόν σε αυτό το τεταμένο σκηνικό, θεωρούμε ότι υπάρχει ανάγκη να επαναδιατυπωθεί το ενδιαφέρον των επιχειρήσεων για τη μετανάστευση, χωρίς διάθεση φόβου ή εύνοιας.
Καταρχάς υπάρχει ξεκάθαρη απόδειξη ότι η μετανάστευση προωθεί την οικονομική ανάπτυξη. Μια πρόσφατη έρευνα στο Ηνωμένο Βασίλειο για παράδειγμα, απέδειξε ότι την πρώτη δεκαετία του 21ου αιώνα οι μετανάστες από τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο (ΕΟΧ) συνέβαλαν στα δημόσια οικονομικά με καθαρή αξία 25 δισεκατομμυρίων λιρών και πλήρωσαν 34% περισσότερα σε φόρους σε σχέση με τα οφέλη που έλαβαν. Σύμφωνα με την Παγκόσμια Τράπεζα, η αυξανόμενη μετανάστευση κατά ένα όριο της τάξης του 3% στο εργατικό δυναμικό των ανεπτυγμένων χωρών, θα μπορούσε να εισφέρει στην παγκόσμια οικονομία έως ύψους 356 δισεκατομμυρίων δολαρίων.
Δεύτερον, στις χώρες όπου εγκαθίστανται, οι μετανάστες τείνουν να είναι μεταξύ των πιο επιχειρηματικών και καινοτόμων πολιτών. Στις ΗΠΑ, μετανάστες υπήρξαν οι ιδρυτές εταιριών όπως οι Google, Intel, PayPal, eBay, και Yahoo! Οι εξειδικευμένοι και υψηλών δεξιοτήτων μετανάστες αποτελούν τους ιδρυτές πάνω από το μισό των νεοφυών επιχειρήσεων της Silicon Valley καθώς και των διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας, παρά το γεγονός ότι αριθμούν λιγότερο από το 15% του πληθυσμού.
Τρίτον, όσον αφορά το χαμηλότερο σημείο του φάσματος δεξιοτήτων, οι μετανάστες καλύπτουν κρίσιμα κενά της αγοράς εργασίας όπως για παράδειγμα οι νοσοκόμοι και οι τοπικοί φροντιστές. Λαμβάνοντας υπόψη τις δημογραφικές τάσεις γήρανσης του πληθυσμού στο σύνολο σχεδόν του ανεπτυγμένου κόσμου, θα γίνει ακόμη πιο σημαντική η προσέλκυση εργατικού δυναμικού από τρίτες χώρες.
Τέταρτον, όσον αφορά τις πατρίδες τους, τα χρήματα τα οποία στέλνουν οι μετανάστες πίσω σε αυτές μπορούν να γλιτώσουν ολόκληρες κοινότητες από τη φτώχεια καθώς επίσης και να συνεισφέρουν σημαντικά στο εθνικό ΑΕΠ και τα αποθεματικά ξένου συναλλάγματος, δυνατότητες που αποτελούν Βιώσιμους Αναπτυξιακούς Στόχους. Σύμφωνα με τις προβλέψεις της Παγκόσμιας Τράπεζας για το 2016, τα εμβάσματα θα ξεπεράσουν τα 600 δισεκατομμύρια δολάρια.
Τέλος, η μετανάστευση οδηγεί στην κοινωνική και πολιτιστική ποικιλομορφία που ενδυναμώνει τις μητροπόλεις και την πολυπολιτισμικότητα.
Είναι ξεκάθαρο ότι η μετανάστευση χρειάζεται σωστή διαχείριση για να δια πιστώσουμε τα πλεονεκτήματα που μπορεί να έχει. Βραχυπρόθεσμα, η μετανάστευση κοστίζει, μακροπρόθεσμα ωστόσο, θα μπορούσε να επιφέρει κάποια κέρδη. Σίγουρα πάντως ακόμη κι αν κάποιος βάζει σε προτεραιότητα την εθνική του οικονομία, δεν θα συνηγορούσαμε υπέρ των κλειστών συνόρων.
*Executive Director, Global Community Engagement and Resilience Fund (GCERF)
**Πρώτη δημοσίευση στο www.weforum.org