του
Stephan Richter*
Μετάφραση: Μαρία Γαλανάκη
Για να είμαστε σαφείς, σχεδόν το ήμισυ της ανθρωπότητας δεν πιστεύει τις δηλώσεις του ηγέτη της Β. Κορέας, Kim Jong Un. Δηλώνουν μάλιστα, ότι έχουν δει ξανά αυτό το «έργο» των δελεαστικών υποσχέσεων.
Το άλλο μισό της ανθρωπότητας ελπίζει ότι ο Kim θα πράξει όσα λέει, δηλαδή ότι θέλει να τερματίσει τον κορεατικό πόλεμο, να μην αποκτήσει πυρηνικά όπλα και να υπογράψει σύμφωνο μη επίθεσης (non-aggression pact) με τις Ηνωμένες Πολιτείες.
Οι ελπίδες του Trump
Ο Donald Trump συγκαταλέγεται σίγουρα στο δεύτερο μισό. Αν αυτό το σενάριο πετύχει, ο Trump μπορεί να υπολογίζει ότι οι Νορβηγοί θα απονείμουν σε αυτόν και τους δύο Κορεάτες ηγέτες, αργότερα μέσα στο 2018, το Νόμπελ Ειρήνης.
Ο Trump θα το αξιολογούσε το λιγότερο ως μία κίνηση (μίας εντελώς απροσδόκητης) διεθνούς αναγνώρισης, εξαιτίας του γεγονότος ότι, σε αντίθεση με τον Barack Obama, ο Trump θα άξιζε πραγματικά το βραβείο του. Ο Obama απέσπασε διεθνή αναγνώριση σε λιγότερο από εννέα μήνες μετά την εκλογή του, κυρίως λόγω των εκλογικών του δηλώσεων, και όχι για κάτι που είχε κάνει.
Το ερώτημα εδώ δεν είναι εάν ο Trump ήταν η βασική αιτία αυτής της εξέλιξης. Οι λεκτικές επιθέσεις του ήταν σίγουρα ένας συνδετικός παράγοντας που μπορεί - ίσως - να έχει δώσει στους δύο Κορεάτες την θέληση για ειρήνη. Η πλούσια ατζέντα του Trump και μία πιθανή θετική εξέλιξη των σχέσεων της Βόρειας και Νότιας Κορέας θα πρέπει να επικροτηθεί σε παγκόσμιο επίπεδο, διότι θα αναζωογονήσει τις διεθνείς διαπραγματεύσεις και συμφωνίες.
Εξάλλου, ζούμε σε μια εποχή όπου η μισή ανθρωπότητα, που ασπάζεται τον εθνικισμό, δεν θέλει πλέον αυτήν την κατάληξη – και περιέργως, ακόμη και εκείνοι που την θέλουν, δεν πιστεύουν πλέον ότι μπορεί να επιτευχθεί σε έναν κόσμο που γίνεται όλο και πιο σκοτεινός.
Ιδιαίτερης σημασίας είναι το γεγονός ότι η κατάσταση στην Κορέα είναι μια από τις χειρότερες «συγκρούσεις» στον κόσμο. Υπάρχει ανάμεσά μας εδώ και πολύ καιρό και δεν υπήρχε καμία ελπίδα, εκτός από αυτή των ονειροπόλων, να βρεθεί ενδεχομένως μία εποικοδομητική λύση.
Αν η προσοχή στραφεί στην Κορέα, θα μπορούσαν να υπάρξουν επιπτώσεις και σε άλλες συγκρούσεις ανά τον κόσμο. Τουλάχιστον, θα ασκούνταν μία πίεση, ακόμη και σε περιοχές όπως η Μέση Ανατολή.
Ακολουθώντας το «παράδειγμα της Μυανμάρ»
Ακόμη πιο δελεαστικό είναι το γεγονός ότι, η προσέγγιση των δύο κρατών θα μπορούσε να επηρεάσει τη Ρωσία. Οι αυστηρότερες διεθνείς κυρώσεις που επιβλήθηκαν στη Βόρεια Κορέα και τις οποίες υποστήριξε και η Κίνα, φαίνεται ότι είχαν επιπτώσεις στον Kim.
Το πρόβλημα δεν είναι μόνο ότι πιθανότατα ξέμεινε από επιλογές για να παρέχει τα προς το ζην στην χώρα του. Ο ίδιος και οι συνεργάτες του πρέπει επίσης να γνωρίζουν το «παράδειγμα της Μυανμάρ». Ο λόγος για τον οποίο οι στρατηγοί στην Μυανμάρ έδωσαν το ελεύθερο για την διεξαγωγή εκλογών, σίγουρα δεν ήταν ότι έχουν γίνει ένθερμοι δημοκράτες.
Η λογική τους είναι πολύ πιο ενδιαφέρουσα. Τί θα ωφελούσε περισσότερο αυτούς και τις οικογένειές τους - να είναι ισχυροί στρατηγοί σε μια χώρα που είναι πολύ φτωχή και δεν έχει καμία προοπτική να παίξει ενεργό ρόλο στην διεθνή σκηνή;
Ή να γίνουν Πρόεδροι και Διευθύνοντες Σύμβουλοι των νέων εταιρειών με έδρα τη Μυανμάρ και να επωφελούνται από τη ροή των διεθνών κεφαλαίων; Οι τραπεζικοί λογαριασμοί της Ελβετίας και της Καραϊβικής επωφελούνται πολύ περισσότερο ακολουθώντας την τελευταία επιλογή.
Οι κυρώσεις έχουν οφέλη;
Η χώρα που θα έπρεπε να θέσει πραγματικά ερωτήματα σχετικά με την επαναπροσέγγιση της Κορέας, είναι η Ρωσία. Σήμερα, οι κυρώσεις έχουν επιπτώσεις και, σύμφωνα με τον Kim, μια χώρα μπορεί να σημειώσει σημαντική πρόοδο μόνο αν συμβαδίζει με τους διεθνείς κανόνες.
Αυτή μπορεί να είναι μια άκρως αισιόδοξη εκτίμηση για την ώρα, αλλά πρέπει να ελπίζουμε ότι έτσι θα γίνει. Γιατί; Επειδή αλλιώς, οι πληθυσμοί στις χώρες των οποίων οι ηγέτες τείνουν να αψηφούν τη διεθνή κοινότητα θα είναι πάντα λιγότερο ευνοημένοι.
Εδώ και χρόνια, έχουμε πείσει τους εαυτούς μας ότι η πραγματικότητα της παγκοσμιοποίησης έχει καταστήσει τα πράγματα χειρότερα - σε μεγάλο βαθμό επειδή οι άνθρωποι μπορούν τώρα να δουν πώς ζει το "άλλο (πλουσιότερο) μισό". Ίσως τώρα η κατάσταση να αντιστραφεί.
Οι άνθρωποι που ζουν σε χώρες όπου οι ηγέτες ευδοκιμούν σε βάρος τους, πρέπει να ξυπνήσουν από τον λήθαργό τους και να απαιτήσουν μία καλύτερη διαπραγμάτευση με τις διεφθαρμένες ελίτ.
*Publisher and editor-in-chief of The Globalist