Tου Aθανασιου Eλλις
Την περασμένη Κυριακή, ο Ταγίπ Ερντογάν πέτυχε άλλη μια σαρωτική νίκη στις κάλπες. Ο,τι και αν πιστεύει κανείς για τον Τούρκο πρωθυπουργό, δεν μπορεί παρά να του αναγνωρίσει μια μοναδική πορεία, την οποία θα ζήλευαν πολλοί ηγέτες στον κόσμο. Πόσοι εκλεγμένοι πρωθυπουργοί και πρόεδροι έχουν καταφέρει να επιβληθούν σ' ένα κατεστημένο που τους πολεμά λυσσαλέα και περιλαμβάνει όχι μόνο επιχειρηματίες και δικαστές, αλλά και τον στρατό, με ό,τι αυτό μπορεί να σημαίνει σε μια χώρα που έχει επανειλημμένα βιώσει πραξικοπήματα;
Ο άνθρωπος που το 1999 φυλακίσθηκε για τις ισλαμικές του εξάρσεις και την απειλή ανατροπής της κεμαλικής «ομαλότητας», κατάφερε το 2002 να κερδίσει τις εκλογές, αν και δεν είχε το δικαίωμα ο ίδιος να εκλεγεί βουλευτής, κάτι που κατάφερε πέντε μήνες αργότερα. Το 2007 συγκρούσθηκε ευθέως με τους στρατηγούς και όχι μόνο βγήκε νικητής, αλλά στις πρόωρες βουλευτικές εκλογές που ακολούθησαν το ποσοστό του εκτινάχθηκε από 35% σε 47%.
Στη συνέχεια επέβαλε τον συνεργάτη του και πρώην υπουργό Εξωτερικών, Αμπντουλάχ Γκιουλ ως πρόεδρο της Δημοκρατίας, και τώρα προχωρά σε μερική αλλαγή του Συντάγματος που περιορίζει την ισχύ των δικαστών, αυξάνει τα πολιτικά δικαιώματα και τραυματίζει τον στρατό που είχε ταχθεί κατά των αλλαγών. Εξέρχεται θριαμβευτής, έχοντας λάβει 58% στο δημοψήφισμα και παντοδύναμος πλέον σχεδιάζει το μέλλον. Ολα δείχνουν ότι το επόμενο βήμα θα είναι η αλλαγή του καθεστώτος και η μελλοντική εκλογή του, απευθείας από τον λαό, στην προεδρία με αυξημένες αρμοδιότητες.
Η Τουρκία χαρακτηρίζεται ως μια από τις δέκα σημαντικότερες αναδυόμενες οικονομίες. Αλλωστε, είναι η 17η μεγαλύτερη οικονομία του κόσμου και μέλος του G20. Ξεπέρασε με απόλυτη επιτυχία την οικονομική κρίση, επιτυγχάνοντας υψηλότατους ρυθμούς ανάπτυξης. Ταυτόχρονα, στο γεωπολιτικό επίπεδο, δεν επέτρεψε τη διέλευση από το τουρκικό έδαφος των αμερικανικών δυνάμεων πριν από τον πόλεμο στο Ιράκ και σήμερα είναι ο μεγάλος κερδισμένος τόσο πολιτικά στο εσωτερικό, όσο και οικονομικά, καθώς η Τουρκία εξελίσσεται σταδιακά στον σημαντικότερο εμπορικό εταίρο του Ιράκ, αφήνοντας στο μακρινό παρελθόν τη ζημία που είχε υποστεί η χώρα από το εμπάργκο κατά του Σαντάμ Χουσεΐν.
Σε ό,τι μας αφορά, ο Ταγίπ Ερντογάν ήταν ο πρώτος Τούρκος πρωθυπουργός, ο οποίος δήλωσε δημόσια, μετά τη νίκη του 2002, πως η υφιστάμενη κατάσταση στην Κύπρο δεν είναι αποδεκτή και πρέπει να υπάρξει λύση. Σε αντίθεση με τον Μπουλέντ Ετσεβίτ, ο οποίος υποστήριζε πως το Κυπριακό είχε λυθεί το 1974 με την εισβολή, ο Ερντογάν τόλμησε μια στροφή, παρά την αντίδραση του στρατού. Ο,τι και αν πιστεύει κανείς για το Σχέδιο Ανάν -και ο γράφων θεωρεί πως ήταν ετεροβαρές και μη λειτουργικό- είναι γεγονός ότι ο κ. Ερντογάν ανέτρεψε τη μέχρι τότε πολιτική εξίσωση. Η ευφυής στάση του κ. Ερντογάν αντέστρεψε τους ρόλους και η διεθνής κοινότητα, η οποία επί τριάντα χρόνια απέδιδε στην Αγκυρα και τον Ραούφ Ντενκτάς την ευθύνη για τη μη λύση του προβλήματος, έστρεψε την κριτική στην ελληνοκυπριακή πλευρά.
Ο κ. Ερντογάν δεν δίστασε επίσης να συγκρουσθεί με τις ΗΠΑ, να απειλήσει το Ισραήλ, να ερωτοτροπεί με το Ιράν, αλλά και να επικρίνει ευθέως την Ε.Ε. και μεγάλες ευρωπαϊκές δυνάμεις για τη στάση τους έναντι της χώρας του, αφού προηγουμένως, το 2005, εξασφάλισε την έναρξη των ενταξιακών διαπραγματεύσεων. Ακόμη και αν διαφωνεί κανείς με τον νεοθωμανικό και ισλαμικό προσανατολισμό του -και δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι η αντιδυτική ρητορική του προωθεί το εθνικό συμφέρον της Τουρκίας- οφείλει να του αναγνωρίσει την τόλμη να κάνει πράξη αυτό που πιστεύει, έχοντας μάλιστα τη σθεναρή και αυξανόμενη στήριξη του λαού του. Δεν είναι μικρό κατόρθωμα.