του
Gwendolyn Sasse*
Μετάφραση: Μαρία Γαλανάκη
Το μόνο θετικό από τη συνάντηση της 16ης Ιουλίου μεταξύ του Προέδρου των ΗΠΑ Donald Trump και του Ρώσου Προέδρου Vladimir Putin είναι ότι επιτέλους τελείωσε.
Ως ένα συγκεκριμένο βαθμό, μπαίνει κανείς στον πειρασμό να αναρωτηθεί για ποιο λόγο όλη αυτή η φασαρία. Οι δηλώσεις των Προέδρων στην συνέντευξη Τύπου αναμένονταν να είναι γενικής φύσεως και να μην παρεκκλίνουν από τις γνωστές θέσεις τους για την εσωτερική και εξωτερική πολιτική των δύο χωρών. Ωστόσο, η τεράστια προσοχή που δόθηκε από ολόκληρο τον πλανήτη σε κάθε λέξη και χειρονομία κατά τη διάρκεια της συνάντησης, υπογράμμισε ότι η διεθνής πολιτική σκηνή έχει αλλάξει και ότι οι δυτικές κυβερνήσεις, συμπεριλαμβανομένων τμημάτων της Αμερικανικής κυβέρνησης, δυσκολεύονται στον αγώνα τους να βρουν την κατάλληλη απάντηση.
Έτσι, το μήνυμα που έστειλε η Σύνοδος Κορυφής- η οποία δεν έμοιαζε πολύ με Σύνοδο Κορυφής- ανησυχεί βαθύτατα την ΕΕ και το ΝΑΤΟ, καθώς και τις δυτικές δημοκρατίες που βλέπουν ότι δεν είναι πια δεδομένη μία διεθνής τάξη βασισμένη σε αξίες και κανόνες.
Οποιεσδήποτε δηλώσεις που θα μπορούσε να έχει κάνει ο Trump κατά τη διάρκεια των δύο ωρών που συναντήθηκε με τον Πούτιν, δεν θα γίνουν ευρέως γνωστές και δεν θα επαληθευτούν. Σε αντίθεση με τους φόβους των δυτικών παρατηρητών και τις δηλώσεις του Trump πριν από τη συνάντηση, λεπτομέρειες σχετικά με την προσάρτηση της Κριμαίας στην Ρωσία και τις δυτικές κυρώσεις, έλειπαν εμφανώς από τις προσεκτικά μελετημένες δηλώσεις στη συνέντευξη Τύπου. Απαντώντας στις ερωτήσεις των δημοσιογράφων, ο ίδιος ο Putin επέλεξε να αναφερθεί στο ζήτημα της Κριμαίας.
Δήλωσε ρητά ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες θεώρησαν την αλλαγή των συνόρων παράνομη, ενώ η Ρωσία είδε το θέμα διαφορετικά. Χρησιμοποίησε επίσης α’ πληθυντικό όταν αναφέρθηκε στη διεξαγωγή δημοκρατικού δημοψηφίσματος στην Κριμαία. Μέχρι σήμερα, η επίσημη ρωσική στάση έδινε έμφαση στη Ρωσία, ανταποκρινόμενη στα αιτήματα του πληθυσμού της Κριμαίας και όχι στην ενορχήστρωση των γεγονότων του Φεβρουαρίου και του Μαρτίου 2014.
Ο Πρόεδρος Trump προσπάθησε να χαρακτηρίσει τη συνάντηση ως την τελευταία μιας μακράς σειράς ιστορικών αμερικανο-σοβιετικών και αμερικανο-ρωσικών συνόδων κορυφής, αρκετές από τις οποίες πραγματοποιήθηκαν στο Ελσίνκι. Παρ’ όλα αυτά, ούτε η συγκυρία ούτε η (απουσία) ουσίας της συνάντησης αξίζουν αυτή τη σύγκριση. Στην καλύτερη περίπτωση, η συνάντηση θα μπορούσε να αποτελέσει την αφετηρία για την ενίσχυση των αδρανών επαφών στα διάφορα επίπεδα των στρατιωτικών δομών, της ασφάλειας και της πολιτικής των δύο πλευρών.
Μια σχετική ελπίδα ήταν ότι αυτή η συνάντηση θα μπορούσε να δώσει πνοή σε μια κοινή δέσμευση για τον πυρηνικό αφοπλισμό. Ενώ ο Πρόεδρος Trump μίλησε τουλάχιστον γι’ αυτό το θέμα γενικότερα, αναφερόμενος στους πρωταρχικούς στόχους της ειρήνης και της σταθερότητας, ο Πρόεδρος Putin παρέμεινε σιωπηλός.
Και οι δύο Πρόεδροι μίλησαν πρωτίστως στο εγχώριο ακροατήριό τους. Ο Πούτιν εξακολουθεί να αντλεί σημαντικό μέρος της νομιμότητάς του στο εσωτερικό λόγω της εξωτερικής πολιτικής του, γεγονός που βοηθά να αποσπάται η προσοχή από τα εσωτερικά κοινωνικοοικονομικά προβλήματα. Ο Trump απευθύνθηκε στους υποστηρικτές του, καθησυχάζοντάς τους ότι η Αμερική είναι πάντα πρώτη. Ομοίως, ο Putin τόνισε στην συνέντευξη Τύπου ότι και οι δύο χώρες έχουν ως προτεραιότητα τα εθνικά τους συμφέροντα και ότι η εμπιστοσύνη μεταξύ τους είναι χαμηλή.
Τα κοινά σημεία στις απόψεις των δύο Προέδρων είναι εντυπωσιακά: και οι δύο δείχνουν την περιφρόνησή τους για το κράτος δικαίου και την ελευθερία του τύπου, δράττουν την ευκαιρία για να παρουσιάσουν τις διαρθρωτικές αδυναμίες της ΕΕ και του ΝΑΤΟ και όταν ο Trump χαρακτήρισε την ΕΕ, την Κίνα και τη Ρωσία ως «εχθρούς» κατά τη διάρκεια της συνάντησης, η ρητορική του έμοιαζε με την εικόνα ενός οχυρωμένου φρουρίου όμοιου με την Ρωσία που ο Πούτιν «έχει ζωγραφίσει» εδώ και πολύ καιρό.
Ένα μεγάλο μέρος της συνέντευξης Τύπου ήταν για την παρέμβαση της Ρωσίας στις εκλογές των ΗΠΑ. Αρχικά, ο Trump αναφέρθηκε στο ζήτημα και κάλεσε τον Putin να σχολιάσει, στην συνέχεια όμως ξεκίνησε τις γνωστές του δηλώσεις εναντίον των Δημοκρατικών και των πρώην διοικήσεων και αμφισβήτησε και πάλι τα αποδεικτικά στοιχεία που υπέβαλαν οι έρευνες μέχρι τώρα. Ο Putin θα μπορούσε απλά να κάνει πίσω και να παρακολουθήσει τον ομόλογό του να περιπλέκεται μέσα στα ίδια του τα επιχειρήματα. Όταν αναφέρθηκε στη «γενναιόδωρη προσφορά» του Putin να ζητήσει από τους Αμερικανούς ερευνητές να ρωτήσουν Ρώσους υπόπτους στη Ρωσία, χωρίς να αναφερθεί στην προϋπόθεση που έθεσε ο Putin για αμοιβαία πρόσβαση σε άτομα όπως ο Bill Browder, ο Trump φαινόταν υπερβολικά έξω από τα νερά του.
Ο Putin πήγε στη συνάντηση όντας ισχυρός. Οι συγκυρίες του προσέφεραν την ευχάριστη ευκαιρία να παρουσιαστεί ως ισότιμος εταίρος στη διεθνή σκηνή, κάτι που φιλοδοξούσε εδώ και χρόνια. Οι κίνδυνοι για τον Trump ήταν μεγαλύτεροι, κυρίως εξαιτίας των ισχυρισμών περί συμπαιγνίας στις εκλογές του 2016. Οι υποστηρικτές του Trump τον στηρίζουν επειδή διατήρησε την θέση του και κάποιοι ίσως πιστέψουν ότι πέτυχε και μία «συμφωνία».
Οι επικριτές του Trump στις ΗΠΑ αναφέρονται στις δηλώσεις του Προέδρου που φαίνεται να πιστεύει περισσότερο τις δηλώσεις του Putin από τις δικές του υπηρεσίες πληροφοριών και τις νομικές διαδικασίες. Οι εκπρόσωποι της ΕΕ και του ΝΑΤΟ βρίσκονται σε δύσκολη θέση λόγω των δηλώσεων του Trump.
Η διάψευση των ψευδών ειδήσεων για την ΕΕ ή το ΝΑΤΟ και τα μεμονωμένα κράτη μέλη, δεν αρκεί. Είναι πλέον καιρός να καταλάβουμε ότι η ΕΕ δεν μπορεί να υπολογίζει στις Ηνωμένες Πολιτείες για την ασφάλειά της και για έναν αξιόπιστο πολιτικό και οικονομικό εταίρο.
*Nonresident senior fellow at Carnegie Europe and Director of the Centre for East European and International Studies (ZOiS), Berlin