της
Αλεξάνδρας Παπαϊσιδώρου
Το «μέγεθος» της τραγικής ποίησης δεν είναι τίποτα λιγότερο ή περισσότερο από την τεράστια αλήθεια της.
H παράσταση της «Εκάβης» σε έναν βαθύτατα ιστορικό τόπο και σημείο αποτελεί ευτυχή συνύπαρξη μεγάλων δημιουργικών «μεγεθών», τα οποία η Ιωάννα Γκαβάκου 'υπηρέτησε' με φρόνιμο - όχι μόνο καλλιτεχνικά υψηλό - αλλά και αισθητικά, αυτούσια ενσταντικά και με τη προσωπική της σφραγίδα ως καλλιτέχνης.
Λιττή, απερίσπαστη με ερμηνευτικό μεγαλείο ψυχής - την ίδια της την ψυχή - απέδωσε με αληθή τρόπο τον σπαραγμό της 'Μάνας Εκάβης'. Μιας λέξης, αυτής μόνο, που όμως ηχούσε διαφορετικά όταν η εμηνεύτρια την άρθρωνε. Ήταν τα κρεσέντο της υποκριτικής της απαλά αλλά και έντονα με ένα ελαφρύ αλλά γεμάτο αεράκι χαρισμάτων που έπνιξε τον χώρο των θεατών και τους λύγισε, τους συνεπήρε, τους σενετάραξε εκεί πίσω στην μακρινή των Τρωάδων πατρίδα μέσα από τις νότες-σπίθες της Νένας Βενετσάνου.
Μια παράσταση άψογο πείραμα προσαρμογής του αρχαίου δράματος σε ανοιχτό αυτοσχέδιο θέατρο, πείραμα που κάθε άλλο παρά αλλοίωσε ή μίκρυνε το τραγικό είδος που συνέθεσε με το χρώμα της η ηθοποιός. Ποιητική η γλώσσα και ο τόνος της δημιουργούσε μαγγανείες στο ανθρώπινο μυαλό με ομόψυχο, ομόπαθο το σώμα της ηρωίδας-πρωταγωνίστριας.
Η Εκάβη, μπροστά μας, ολοζώντανη... εκπροσωπούσε το τραγικό άλγος όλων των μανάδων που σύνορα δεν χωρούν στο συνάισθημα της. Η υποκριτική ομορφιά εστιάζει στο ανθρώπινο αλλά και μνημειακό σημείο.
Δεν μπορώ να ξεχάσω τους σπασμούς του προσώπου και του κορμιού, την οδύνη και τη οργή που πύρωναν τον σκηνικό σημείο και 'ελέγχονταν' άριστα ερμηνευτικά. Ποια αλήθεια πιο ακριβή της αλήθειας του αληθούς... του ύψιστου και του αυθεντικού...;