του
Ανδρέα Ανδριανόπουλου*
Αρχικά ακούστηκε σαν χωρατό. Έκρυβε όμως μιαν αλήθεια.
«Ο αρχηγός του ελεύθερου κόσμου, ο πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών, στρέφεται εναντίον της παγκοσμιοποίησης. Και ο ηγέτης της κομμουνιστικής Κίνας υπεραμύνεται της οικονομίας της ελεύθερης αγοράς»!
Κι όμως, κάτι παρόμοιο διακρίνουμε να γίνεται στον κόσμο γύρω μας.
Βρέθηκα πριν από λίγες ημέρες σε μια πολύ ενδιαφέρουσα «κλειστή» συζήτηση στη Μόσχα που διοργάνωσε το Valdai Club (κάτι σαν Bildeberg της Ρωσίας). Aντικείμενο της συνάντησης ήσαν οι επικείμενοι εμπορικοί πόλεμοι που ενδέχεται να ξεσπάσουν εμπλέκοντας όλες τις μεγάλες δυνάμεις του πλανήτη.
Σε μία εποχή που οι οικονομικές επιλογές των (μεγάλων ιδίως) κρατών δείχνουν να είναι αδυσώπητες και να υιοθετούν τη λογική του μηδενικού αθροίσματος, η οικονομία αποτελεί εργαλείο εξολόθρευσης του αντιπάλου.
To βασικό θέμα συζήτησης ήταν το κατά πόσον ο πρόεδρος Τραμπ εννοεί τις απειλές του για επιβολές δασμών σε Ευρώπη και Κίνα και πώς αυτές σχετίζονται με την εσωτερική κατάσταση στις ΗΠΑ, αλλά και με τις επιπτώσεις στη Ρωσία λόγω οικονομικών κυρώσεων.
Στην Ουάσιγκτον έχουν διαμορφωθεί ουσιαστικά δύο αντιμαχόμενα, μερικές φορές σκληρά αντιπαρατιθέμενα, στρατόπεδα: οι εθνικιστές, με επικεφαλής τον εκπρόσωπο των ΗΠΑ για ζητήματα Εμπορίου Robert Lighthizer (επί κυβέρνησης Ρέιγκαν σκληρό αντίπαλο της ανερχόμενης τότε Ιαπωνίας και πρόσφατα πολέμιο της εισόδου της Κίνας στον ΠΟΕ), τον σύμβουλο του Λευκού Οίκου για το Διεθνές Εμπόριο Πίτερ Ναβάρο και στελέχη του Πενταγώνου· και οι διεθνιστές, οπαδοί της παγκοσμιοποίησης, με κυρίαρχο εκφραστή τον υπουργό Οικονομικών Στίβεν Μνούτσιν (παλιό στέλεχος της Goldman Sachs) και στελέχη της Wall Street και των επιχειρήσεων υψηλής τεχνολογίας.
Τα δύο στρατόπεδα συμφωνούν στην αντίθεσή τους απέναντι στην Κίνα και στην Ευρώπη και δεν βλέπουν με θετικό μάτι τη Ρωσία – αλλά διαφέρουν στους χειρισμούς που πρέπει να επιλέξει η αμερικανική κυβέρνηση. Κυρίως διότι συντονίζονται με τις ευαισθησίες διαφορετικών κλάδων της αμερικανικής αγοράς.
Μέλημα όλων είναι το εσωτερικό οικονομικό μέτωπο και οι επιπτώσεις των όποιων μέτρων. Οι κυρώσεις κατά της Ρωσίας, για παράδειγμα, υπονομεύουν στρατηγικές επενδύσεις σε ενεργειακά προγράμματα που χρειάζονται οι ΗΠΑ και προκαλούν αναταραχή σε κρίσιμους κλάδους (λ.χ. η περίπτωση του κολοσσού παραγωγής αλουμινίου Rusal του ολιγάρχη Ντεριπάσκα), αναγκάζοντας την Ουάσιγκτον να αναστέλλει κάποια από τα μέτρα.
Απέναντι στην Ευρώπη, οι ΗΠΑ έχουν πολύ ισχυρά χαρτιά, που οδηγούν Παρίσι, Λονδίνο και Βερολίνο/Βρυξέλλες να ακολουθούν –με κάποιες διαμαρτυρίες– τη γραμμή της Ουάσιγκτον.
Η Ευρώπη σε μεγάλο βαθμό έχει ανάγκη τις ΗΠΑ. Οι εξαγωγές της στοχεύουν στην αμερικανική ήπειρο. Το μεγαλύτερο εργοστάσιο της BMW λ.χ. βρίσκεται στη Νότια Καρολίνα, με παραγωγή 500.000 αυτοκινήτων τον χρόνο, με τα μισά να εξάγονται στο Μεξικό. Οι δασμοί, λοιπόν, θα κάνουν σοβαρή ζημιά στην ευρωπαϊκή οικονομία, ιδιαίτερα τώρα που δείχνει σημάδια κόπωσης.
Βέβαια, οι κυρώσεις εξαρτώνται κι από τη θέληση του Τραμπ να τις εφαρμόσει. Σημαντικός τομέας που θα κρίνει τη σχετική αποφασιστικότητα είναι ο αγωγός αερίου Nord Stream που χτίζεται ήδη μέσω Βαλτικής από τη Ρωσία στη Γερμανία.
Τα υλικά που χρειάζονται για την κατασκευή υπάγονται στις κυρώσεις κατά Ρωσίας. Αλλά αν ματαιωθεί, θίγονται σοβαρά οικονομικά συμφέροντα της Γερμανίας. Από την άλλη, η Γαλλία έχει πολύ μικρότερες συναλλαγές με τις ΗΠΑ σε σχέση με τους Γερμανούς, ενώ το εμπορικό της ισοζύγιο με τις ΗΠΑ είναι περίπου ισοσκελισμένο.
Αντέχει, όμως, το Παρίσι να αγνοήσει τα συμφέροντα του Βερολίνου και να αντιδράσει στις όποιες αμερικανικές απειλές;
Πληθαίνουν παράλληλα οι ενστάσεις στις ΗΠΑ κατά των δασμών που έχει επιβάλει ο Τραμπ, και έχουν αυξήσει τις τιμές των πρώτων υλών απειλώντας με χρεοκοπία χιλιάδες μικρομεσαίες επιχειρήσεις.
Εναντίον των δασμών, αλλά και ενάντια σε περαιτέρω μέτρα κατά της Ρωσίας, τάσσονται πλέον τόσο το αμερικανικό Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο της Ουάσιγκτον όσο και οι αδελφοί Koch (υποστηρικτές της ελαχιστοποίησης της κρατικής παρέμβασης στην οικονομία).
Ο αγροτικός κόσμος επίσης έχει αρχίσει να αντιδρά στους δασμούς και στις παρεμβάσεις, ενώ αυτονόητα ενοχλείται η Wall Street και μεγαλοπαράγοντες της Silicon Valley.
O πρόεδρος Τραμπ προσπαθεί να ισορροπήσει σε αντιτιθέμενες πιέσεις. Η πιο σύνθετη εξίσωση είναι η κινεζική. Η αμερικανική κυβέρνηση στοχεύει μεταξύ άλλων στον αποκλεισμό της Κίνας από την πρόσβαση σε τεχνολογίες αιχμής που θα διαμορφώσουν το μέλλον της διεθνούς οικονομίας. Η σοβαρή ρήξη έχει μέχρι στιγμής αποτραπεί, αλλά όλοι βρίσκονται στα πρόθυρα νευρικής κρίσης.
Οι δύο οικονομίες (ΗΠΑ και Κίνα) ελέγχουν από κοινού το 40% του παγκόσμιου ΑΕΠ (30 τρισεκατομμύρια δολάρια).
Από την ημέρα ένταξης της Κίνας στον ΠΟΕ το εμπορικό της πλεόνασμα απέναντι στις ΗΠΑ σκαρφάλωσε από τα 50 δισ. δολάρια στα 375 δισ. δολάρια! Εύλογα οι εθνικιστές πιέζουν τον Τραμπ να αντιδράσει. Η σωστή στρατηγική αντίδρασης αποδεικνύεται όμως δυσεύρετη.
Πολλές αμερικανικές επιχειρήσεις είναι εγκατεστημένες στην Κίνα και η επιβολή δασμών τσακίζει τις δικές τους εξαγωγές, δημιουργώντας άλυτα προβλήματα στις μητρικές εταιρείες στις ΗΠΑ!
Έχει ήδη δημιουργηθεί σοβαρότατη αλληλεξάρτηση των τεχνολογικών παραγωγικών τομέων Κίνας και ΗΠΑ μέσα από τη δράση πολλών ιδιωτικών επιχειρήσεων. Το 25% του καθαρού εισοδήματος της Apple και το 75% της Qualcomm προέρχονται μέσα από την Κίνα.
Οι επτά μεγαλύτερες αμερικανικές εταιρείες πληροφορικής εισάγουν τα συστατικά μέρη των προϊόντων τους από την Κίνα. Γι’ αυτό πολλές εξαγγελίες, που ικανοποιούν την εκλογική βάση του Τραμπ, δεν έχουν ακόμη υλοποιηθεί.
Στο σύνθετο αυτό σκηνικό, η μεταβλητότητα αυξάνεται ακόμα περισσότερο εξαιτίας της προσωπικότητας του Τραμπ, που εξαγγέλλει, μετά διαπραγματεύεται, κάνει πίσω, για να ξαναχτυπήσει μετά ακόμα πιο απροσδόκητα. Καθαρά επιχειρηματικές τακτικές. Πότε αποδίδουν, πότε όχι.
Το διακύβευμα βέβαια δεν είναι πλέον ένας ουρανοξύστης στο Μανχάταν ή ένα καζίνο στο Atlantic City, αλλά η διεθνής ειρήνη. Έχουμε μπει, πάντως, σε ταραγμένα νερά...
*Πρώην υπουργός