Του
Marc Pierini
Τέσσερα ζητήματα ιδιαίτερα μείζονος σημασίας πρόκειται να κυριαρχήσουν στην πολιτική ατζέντα της Τουρκίας φέτος. Η πλέον προφανής έκβαση είναι η αυξανόμενη αβεβαιότητα που αισθάνονται οι δυτικοί σύμμαχοι αναφορικά με την αξιοπιστία της χώρας.
Πέρα από τα tweets της Κούβας και τις τουρκικές αντιδράσεις, μια πρόχειρη ματιά στη σχέση της Τουρκίας με τους παραδοσιακούς δυτικούς συμμάχους της, αποκαλύπτει ότι τα θέματα οικονομίας, άμυνας και καταπολέμησης της τρομοκρατίας θα κυριαρχούν στην ατζέντα του 2019.
Οικονομία
Έπειτα από χρόνια ισχυρής οικονομικής ανάπτυξης υπό την ηγεσία του ΑΚΡ, η Τουρκία βρίσκεται σε αναταραχή. Αρχικά, εξακολουθεί να παραμένει μια χώρα με διαρθρωτικό έλλειμμα και με χαμηλή εξοικονόμηση πόρων, περιορισμένους φυσικούς πόρους και υψηλή εξάρτηση από τη Ρωσία και το Ιράν για προμήθειες φυσικού αερίου.
Εν συνεχεία, οι εμπορικές επιδόσεις και οι εισροές άμεσων ξένων επενδύσεων (το 74% των οποίων παρέχεται από την Ευρωπαϊκή Ένωση) εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από την ΕΕ. Συνεπώς, η χώρα εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την οικονομική ευημερία της ΕΕ και τις πολιτικές σχέσεις της.
Τρίτον, η συγκέντρωση οικονομικών δυνάμεων στα χέρια του προέδρου αποδυναμώνει τη καθοριστικά τη χώρα. Κατά τη διάρκεια μάλιστα του καλοκαιριού του 2018, η χώρα απέφυγε μια μεγάλη νομισματική κρίση, κυρίως λόγω της προεδρικής παρέμβασης στην ανεξαρτησία της Κεντρικής Τράπεζας.
Πλέον, η τάση αυτή ενισχύεται: στις 15 Ιανουαρίου, το κοινοβούλιο χορήγησε στον πρόεδρο εκτεταμένες εξουσίες σε περίπτωση νέας χρηματοπιστωτικής κρίσης. Επιπλέον, σχηματίστηκε η "Επιτροπή Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας και Ανάπτυξης", με επικεφαλής τον αρχηγό του κράτους.
Μόνο τέτοιες εξελίξεις μπορούν να προκαλούν ανησυχία στις χρηματοπιστωτικές αγορές και τους ξένους επενδυτές. Η οικονομία της Τουρκίας βρίσκεται πλέον υπό το καθεστώς αυταρχισμού. Ως εκ τούτου, θα συνεχίσει να εξαρτάται από τις πολιτικές αντιστάθμισης των επιτοκίων - με τον πρόεδρο να επιμένει σε μηδενικά ή χαμηλά ποσοστά. Ωστόσο, θα παραμένει στο προσκήνιο η ανάγκη για μεγάλα έργα υποδομών ως ζήτημα κύρους.
Η ουσία, λοιπόν, είναι απλή: η Ευρωπαϊκή Ένωση αποτελεί αναντικατάστατο εταίρο της Τουρκίας για εξαγωγές, παροχή υπηρεσιών και άμεσες ξένες επενδύσεις, με τις Ηνωμένες Πολιτείες να διαδραματίζουν ενδεχομένως σημαντικό ρόλο στην αμυντική βιομηχανία.
Από την άλλη πλευρά, πέραν του ενεργειακού τομέα, η Ρωσία δεν έχει τίποτα να προσφέρει και δεν επιθυμεί να μοιραστεί τη στρατιωτική της τεχνογνωσία. Συνεπώς, η αδιάλειπτη κατάρρευση της αρχιτεκτονικής του κράτους δικαίου της Τουρκίας αντιτίθεται στην ενίσχυση του εμπορίου και των επενδύσεων με χώρες της ΕΕ ή στην αναβάθμιση της αμοιβαία επωφελούς τελωνειακής ένωσης.
Άμυνα
Στον τομέα της άμυνας, η προμήθεια πυραύλων της Τουρκίας αποτελεί το θέμα της χρονιάς. Το αμερικανικό Κογκρέσο και η κυβέρνηση Τραμπ αναπόφευκτα θα πρέπει να αποκτήσουν σταθερή θέση σχετικά με το συνολικό ασυμβίβαστο μεταξύ της προμήθειας από την Τουρκία των ρωσικής κατασκευής συστημάτων πυραυλικής άμυνας S-400, καθώς και της ανάπτυξης αμερικανικών μαχητικών F-35 stealth.
Εντούτοις, οι ειδικοί έχουν διαπιστώσει το αδιέξοδο στο οποίο έφτασαν οι τουρκικές αρχές, προτείνοντας εναλλακτικές λύσεις, εκ των οποίων μία είναι και η αλλαγή προμηθευτή ρωσικού εξοπλισμού στην άμυνα κατά των αεροσκαφών.
Από πολιτικής πλευράς, οι συνέπειες της στρατολόγησης προμηθειών από δύο ανταγωνιστικές πηγές είναι τεράστιες. Ενδεχομένως, να επηρεάσουν τη λειτουργία της χώρας όσον αφορά την υπάρχουσα και μελλοντική απογραφή του αεροσκάφους από τις ΗΠΑ., τις δυνατότητες βελτίωσης του ναυτιλιακού κλάδου και την ανάπτυξη της αμυντικής βιομηχανίας.
Δράση κατά της τρομοκρατίας
Η αντιτρομοκρατική δράση της Τουρκίας αποδίδει μεγάλη έμφαση στην καταπολέμηση του κινήματος Gülen και των Κούρδων μαχητών στην Τουρκία (PKK) και τη Συρία (YPG) για την καταπολέμηση του Ισλαμικού Κράτους.
Η εν λόγω πολιτική επιλογή αντανακλάται στον πληθυσμό των καταδικασθέντων: σύμφωνα με το Human Rights Watch, από 48.924 κρατουμένους που κατηγορούνται ή καταδικάστηκαν με τρομοκρατικές αξιόποινες πράξεις, το 70% φέρεται να σχετίζονται με το κίνημα Gülen, ενώ 21% με το PKK και λιγότερο από 3% με το Ισλαμικό Κράτος.
Παρά τις εκτενείς διπλωματικές προσπάθειες της Άγκυρας, ο αγώνας ενάντια στο κίνημα Gülen δεν θεωρείται από τους δυτικούς εταίρους της Τουρκίας ως ενέργεια για την αντιμετώπιση της τρομοκρατίας, αλλά ως αυτοματοποιημένο πολιτικό φιάσκο. Εσωτερικά όμως, η ηγεσία επιρρίπτει μεγάλη ευθύνη για τα δεινά της χώρας στο κίνημα Gülen, τον πρώην πολιτικό σύμμαχό του από το 2002 έως το 2013, που ενεργούσε προκειμένου να διεισδύσει στο εσωτερικό του κεμαλικού κράτους.
Εξετάζοντας τώρα την ίδια την τρομοκρατία, οι ενέργειες της Τουρκίας συνδέονται με εγχώριες εκτιμήσεις: την καταπολέμηση του ΡΚΚ και του YPG στη Συρία, ενώ φυλακίζονται όσο το δυνατόν περισσότεροι πολιτικοί του HDP. Όλα αυτά αποτελούν μέρος της στρατηγικής του προέδρου να διατηρήσει τον έλεγχο του πολιτικού γίγνεσθαι σε συνεργασία με το εθνικιστικό κόμμα MHP.
Ο διαχωρισμός λοιπόν μεταξύ των δυνάμεων του YPG και του PKK για τη δημιουργία μιας "ασφαλούς ζώνης" κατά μήκος των τουρκο-συριακών συνόρων μεταξύ των ποταμών Τίγρη και Ευφράτη θα αποτελέσει αντικείμενο σύνθετων διαβουλεύσεων σε διεθνές επίπεδο το 2019.
Ελευθερία και Δημοκρατία
Η αρχιτεκτονική του κράτους δικαίου στην Τουρκία σταδιακά αποδιοργανώνεται. Ζητήματα όπως η φυλάκιση των αντιπάλων, ο έλεγχος των μέσων μαζικής ενημέρωσης, η εξολόθρευση της Κοινωνίας των Πολιτών (συμπεριλαμβανομένων και των παράλογων περιπτώσεων, όπως του Osman Kavala) και η νομιμοποίηση των εκλογών έθεσαν σε ισχύ τη στρατηγική της Άγκυρας για την προστασία του προέδρου από πολιτικές απειλές.
Η επιλογή αυτή απομονώνει την ηγεσία από τους δυτικούς συμμάχους της και θέτει την Τουρκία στην κορυφή των αυταρχικών χωρών. Συνάδει, επίσης, με την εξάλειψη κάθε πραγματικής πολιτικής σχέσης με την Ευρωπαϊκή Ένωση, η οποία από την πλευρά της λειτουργεί ως προστάτης του κράτους δικαίου. Επιπροσθέτως, θα πρέπει σημειωθεί πως η πολιτική πορεία της χώρας δεν φαίνεται να είναι αναστρέψιμη προς το παρόν.
«Τέλος εποχής» για τις σχέσεις Τουρκίας – Δύσης;
Στην Ουάσινγκτον τώρα, πολλές φωνές αμφισβητούν τη σταθερότητα της Τουρκίας. Το τεράστιο οικονομικό σχέδιο, για να βοηθήσει το Ιράν να παρακάμψει τις κυρώσεις των ΗΠΑ εναντίον του Ιράν, γνωστό ως υπόθεση Zarrab και η προαναφερθείσα συμφωνία με τη Ρωσία για τους πυραύλους S-400 έχουν πλήξει την εμπιστοσύνη της Δύσης απέναντι στη χώρα.
Μάλιστα, η συμμετοχή της Άγκυρας στη διαδικασία της Αστάνα, με την οποία η Ρωσία, το Ιράν και η Τουρκία συνεργάζονται, προκειμένου να επιτύχουν μια πολιτική λύση στη Συρία, αντιμετωπίζεται εξίσου με καχυποψία και επιφυλακτικότητα.
Εστιάζοντας στη στρατηγική της Άγκυρας σήμερα, είναι σαφές ότι η Τουρκία μετά το 1945 έχει παρουσιάσει ολοένα και αυξανόμενες ενδείξεις ασυνέπειας από το 2002, όταν το AKP κατέλαβε την εξουσία.
Αν οι εξελίξεις αυτές οδηγήσουν σε μια βάση μακριά από τη Δύση ή σε μια μεσαίας ισχύος στρατηγική, το καθαρό αποτέλεσμα θα είναι μια αυξανόμενη αβεβαιότητα σχετικά με την αξιοπιστία της Τουρκίας. Και το 2019 δεν θα αλλάξει την αντίληψη αυτή.