Καθώς η αντιπαράθεση του ΝΑΤΟ με τη Ρωσία πιθανότατα θα διαρκέσει για πολλά χρόνια, είναι προς το συμφέρον και των δυο πλευρών να κάνουν τις σχέσεις τους όσο το δυνατόν πιο σταθερές και λιγότερο κοστοβόρες, γράφουν σε κοινή τους έκθεση
το European Leadership Network (ELN) και το Ρωσικό Συμβούλιο Διεθνών Σχέσεων (RIAC).
Ο διάλογος για τη μείωση του κινδύνου δεν σημαίνει πως θα πρέπει να γίνουν αποδεκτά τα επιχειρήματα της άλλης πλευράς, σημειώνεται στην έκθεση, στην οποία παρατίθενται προτάσεις ώστε η αντιπαράθεση των δυο πλευρών να γίνει πιο ασφαλής.
Οι προτάσεις αυτές, όπως αναφέρεται στην έκθεση, είναι πρακτικές, ρεαλιστικές και πολιτικά βιώσιμες, ενώ προέκυψαν από τις συζητήσεις που έγιναν στη Μόσχα, στο αρχηγείο του ΝΑΤΟ και σε αρκετές πρωτεύουσες χωρών μελών του ΝΑΤΟ για «την τέχνη του εφικτού».
Όπως επισημαίνεται, δεν υπάρχουν πολλά εφικτά και εφαρμόσιμα μέτρα για τη μείωση των κινδύνων, ωστόσο μια καλύτερα ελεγχόμενη αντιπαράθεση παρέχει υψηλότερες μακροπρόθεσμες πιθανότητες για σταθερότητα και πρόοδο.
Στην έκθεση, στην οποία υπογραμμίζεται πως το κοινό έδαφος μεταξύ της Ρωσίας και του ΝΑΤΟ είναι περιορισμένο, περιλαμβάνονται δυο σειρές συστάσεων, η μία για άμεση εφαρμογή και η άλλη για τις μελλοντικά σταθεροποιημένες σχέσεις των δυο πλευρών.
Στο πρώτο σκέλος των συστάσεων, που αφορούν στον βασικό διάλογο και τη σταθεροποίηση των σχέσεων Ρωσίας-ΝΑΤΟ, προτείνονται μεταξύ άλλων:
- Να υπάρξει μια πιο χρήσιμη ποιότητα διαλόγου. Στο πλαίσιο αυτό, προτείνεται οι συνεδριάσεις του Συμβουλίου ΝΑΤΟ-Ρωσίας (NRC) να έχουν έναν πιο προβλέψιμο ρυθμό, να υπάρχει ουσιαστικότερη εκπροσώπηση της Ρωσίας, να δημιουργηθούν περισσότερα στρατιωτικά κανάλια επικοινωνίας, αλλά και να χρησιμοποιείται το «κόκκινο τηλέφωνο» ΝΑΤΟ-Ρωσίας για τα περιστατικά κυβερνοεπιθέσεων.
-Ο διάλογος να είναι ουσιαστικότερος: Το ΝΑΤΟ να αποσαφηνίσει το αποδεκτό εύρος επαφών, η Ρωσία να διευθετήσει το ζήτημα του χάσματος αξιοπιστίας, και οι δυο πλευρές να αξιοποιήσουν τους ειδήμονες του NRC για μια άσκηση μείωσης ρίσκου και για συμβουλές στον τομέα της κυβερνοασφάλειας.
-Να επεκταθεί ο διάλογος πέραν των επίσημων επαφών, με οργάνωση μη επίσημων φόρουμ για συζήτηση, προσομοίωση, παραγωγή ιδεών και καλύτερη αμοιβαία κατανόηση των αφηγημάτων και της ιστορίας. Επίσης, να επαναληφθούν πολύ περιορισμένες κοινοβουλευτικές επαφές και να προωθηθούν οι επαφές μεταξύ ακαδημαϊκών ερευνητών και αναλυτών.
Αξιωματούχοι και ειδήμονες και των δυο πλευρών συμφωνούν πως τέτοια βήματα θα μειώσουν κάπως τον κίνδυνο παρανόησης, λάθος υπολογισμού και κλιμάκωσης, ενώ ταυτόχρονα θα μειώσουν τις πιέσεις της δράσης και αντίδρασης που βαθαίνουν την αντιπαράθεση. Επιπλέον, μπορεί να ανοίξουν τον πολιτικό χώρο για περαιτέρω σταθεροποιητικές προσπάθειες.
Η δεύτερη, και πιο φιλόδοξη, σειρά συστάσεων δυστυχώς φαίνεται πως υπό τις τρέχουσες συνθήκες αντιπαράθεσης είναι ανεφάρμοστες,
τονίζεται στην κοινή έκθεση του ELN και του RIAC, όμως δείχνουν έναν δρόμο για την συνέχεια, υπό την προϋπόθεση ότι θα εφαρμοστούν βασικά βήματα και βελτιωθεί το πολιτικό περιβάλλον.
Στις συστάσεις αυτές περιλαμβάνονται τα εξής:
-Ενίσχυση της ποιότητας του διαλόγου: συνεδριάσεις υψηλότερου επιπέδου του NRC και επιπλέον δομές για την κυβερνοασφάλεια και για τα στρατιωτικά δόγματα και θέσεις.
-Να δοθεί περισσότερη ουσία στον διάλογο: ανανέωση των κανόνων της σχέσης, λήψη διακηρυκτικών ή διευκρινιστικών μέτρων.
-Επίδειξη αυτοσυγκράτησης: συμφωνία για τη διαφάνεια των υποστρατηγικών πυρηνικών θέσεων, κοινή εξέταση μιας ζώνης αυξημένης διαφάνειας ή μειωμένης στρατιωτικής δραστηριότητας.
-Ανάπτυξη μιας θετικής ατζέντας: εργασία πάνω σε θέματα κοινού ενδιαφέροντος, επιστροφή στη συνεργασία στον έλεγχο των εξοπλισμών, επιδίωξη κοινών μη κυβερνητικών και ημιεπίσημων projects και διαλόγων Ρωσίας-Δύσης, με επίκεντρο την ενίσχυση της διεθνούς ασφάλειας.
Όπως τονίζεται στην έκθεση, τα μέτρα που προτείνονται θα ωφελούσαν τόσο τη Ρωσία όσο και το ΝΑΤΟ. Όμως, ακόμα και αν εφαρμοστούν όλα, και οι δυο πλευρές θα έπρεπε και πάλι να αποφασίσουν αν η κατάσταση μιας ελεγχόμενης αντιπαράθεσης στην οποία θα βρίσκονταν, θα ήταν η βέλτιστη λύση για τις επόμενες δεκαετίες.
ENL και RIAC σημειώνουν πως η έκθεση δεν ασχολείται με το ζήτημα της ηγεσίας στο θέμα της εφαρμογής των συστάσεων, επισημαίνοντας πως η νυν ηγεσία των ΗΠΑ είναι απίθανο να παίξει ηγετικό ρόλο στη σταθεροποίηση των σχέσεων ΝΑΤΟ –Ρωσίας.
Οι ΗΠΑ φαίνονται αποφασισμένες να δείξουν στη Ρωσία πως μπορούν να υπερισχύσουν σε μια πολιτική αντιπαράθεση και πως αναμένουν η Μόσχα να υποκύψει. Η Ρωσία επιμένει στην ετοιμότητά της για αλληλεπίδραση με τη Συμμαχία σε ένα μεγάλο εύρος ζητημάτων, ωστόσο τα κίνητρά της αμφισβητούνται.
Έτσι, καταλήγει η έκθεση, το βάρος πέφτει στον Καναδά, αλλά και στα κράτη της Ευρώπης που είναι μέλη του ΝΑΤΟ, καθώς η Ευρώπη θα βρίσκονταν στην ζώνη εντός της οποίας θα εξελίσσονταν η οποιαδήποτε μεγάλη κλιμάκωση των εντάσεων μεταξύ των ΗΠΑ και της Ρωσίας ή του ΝΑΤΟ και της Ρωσίας.
* Αναδημοσίευση από euro2day.gr