Του Κωνσταντίνου Φίλη*
Η Τουρκία κόντρα στις εκτιμήσεις αρκετών προχώρησε στην προμήθεια των ρωσικών S-400. Πρόκειται κατά κοινή ομολογία για ένα προηγμένο αντιαεροπορικό σύστημα που δοκιμάστηκε με επιτυχία στη Συρία, η αποτελεσματικότητα του οποίου ώθησε την Αγκυρα στην εξαγορά του. Είχε προηγηθεί η άρνηση της κυβέρνησης Ομπάμα να την προμηθεύσει τους αμερικανικούς Patriot, ενώ την ίδια χρονική περίοδο εξόπλιζε τους Κούρδους της Συρίας, που αποτελούν τον υπ’ αριθμόν 1 κίνδυνο για την Τουρκία στην περιοχή.
Η Ουάσιγκτον λόγω και της έλλειψης εμπιστοσύνης στο πρόσωπο του Ερντογάν αρνήθηκε τη μελλοντική συμπαραγωγή με την Τουρκία καθώς και την πρόσβασή της σε ευαίσθητες πληροφορίες, γεγονός που σύμφωνα με τους Τούρκους τους έστρεψε στη Μόσχα (ερωτηματικό αν η τελευταία έχει αποδεχθεί ανάλογους όρους).
Όσο δύσκολο λοιπόν ήταν για την Τουρκία και τον βαλλόμενο πρόεδρό της να ακυρώσει την αγορά των S-400 για λόγους πρεστίζ αλλά και ουσίας (καθώς έτσι επιστεγάζεται η κλίση της χώρας προς την Ανατολή), άλλο τόσο είναι για τις ΗΠΑ να «χωνέψουν» το εν λόγω deal χωρίς να «πονέσουν» την Αγκυρα.
Με την Αίγυπτο να έχει κατοχυρώσει S-300VM (ανώτερο σε κάποιες πτυχές των S-400) και τη Σαουδική Αραβία να διερευνά το ενδεχόμενο προμήθειας ρωσικών συστημάτων, το μήνυμα εκ μέρους της Ουάσιγκτον πρέπει να μην επιδέχεται παρερμηνειών. Ειδάλλως, πέρα από το πληγωμένο γόητρο μίας υπερδύναμης που θα εμφανίζεται ανίκανη ή απρόθυμη να επαναφέρει ένα περιφρονητικό προς αυτή περιφερειακό εταίρο της, η ευρύτερη περιοχή θα αποκτήσει με S-400.
Ακόμη και αν ο Τραμπ προσεγγίζει το ζήτημα με επιχειρηματικούς όρους, η γραφειοκρατία δεν θα του επιτρέψει να παρεκκλίνει από την επίσημη θέση, με τη Γερουσία να καραδοκεί για την επιβολή κυρώσεων σε βάρος της Τουρκίας.
Ο αναμενόμενος αποκλεισμός από το πρόγραμμα των F-35 επιβεβαιώθηκε με ανακοίνωση του Λευκού Οίκου και το ενδιαφέρον στρέφεται στο ζήτημα των κυρώσεων. Είτε η Ουάσιγκτον θα αφήσει να αιωρούνται (ακόμη και να ξεδιπλωθούν σε δόσεις) ώστε να ευθυγραμμίζει την Τουρκία σε θέματα ύψιστου αμερικανικού ενδιαφέροντος ή θα προβεί άμεσα στη λήψη σκληρών μέτρων.
Οι δυσχέρειες της τουρκικής οικονομίας παρέχουν στις ΗΠΑ μεγάλες διαπραγματευτικές δυνατότητες και λογικά θα αποφύγουν για την ώρα κυρώσεις που θα γονατίσουν την Τουρκία, επιλέγοντας την ήπια οδό, δίνοντάς της χρόνο να επανορθώσει (η οριστική αποβολή αναμένεται σε κάποιους μήνες). Σε αντίθετη περίπτωση, ο Ερντογάν θα οχυρωθεί στο αφήγημα του «ενοχλητικού ηγέτη» που τιμωρείται επειδή δεν υπέκυψε, μόλις τρία χρόνια μετά το πραξικόπημα που κατ’ αυτόν συν-ενορχήστρωσαν Γκιουλέν και αμερικανικές υπηρεσίες.
Πάντως, οι κλυδωνιζόμενες αμερικανοτουρκικές σχέσεις θα υποστούν ένα ακόμη πλήγμα, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι θα επέλθει πλήρης ρήξη. Ωστόσο, υπό το πρίσμα των νέων συνθηκών, πέραν του δεδομένου επαναπροσδιορισμού του ρόλου της Αθήνας στους αμερικανικούς σχεδιασμούς (στρατηγικούς και επιχειρησιακούς), η Ουάσιγκτον θα έχει προς άμεση διάθεση μεγάλο αριθμό F-35, κλείνοντας το μάτι προς τη μεριά μας για την αγορά μέρους αυτών.
Συνδυαστικά με δύο αμερικανικές και δύο γαλλικές φρεγάτες, μαζί με ενδεδειγμένες ενέργειες ενίσχυσης της εγχώριας αμυντικής βιομηχανίας, δύναται να μετριαστεί σχετικά μία Τουρκία που υπερεξοπλίζεται, αποκτώντας υπεροπλία και αυτάρκεια. Κάτι τέτοιο είναι απαραίτητο τόσο για αποτρεπτικούς όσο και διπλωματικούς σκοπούς (σε μελλοντικές διαπραγματεύσεις), αλλά θα πρέπει έγκαιρα να σταθμιστεί η σχέση οικονομικού κόστους – οφέλους.
*Γενικός διευθυντής στο Ινστιτούτο Διεθνών Σχέσεων