Του David Gardner
Η απολυταρχία προελαύνει σε όλο τον κόσμο, είτε πρόκειται για την καταστολή διαδηλωτών από το Χονγκ Κονγκ ως τη Μόσχα ή την εθνικιστική λαϊκιστική επίθεση στα θεσμικά αντίβαρα από την Ουάσιγκτον ως το Λονδίνο ή από τη Βουδαπέστη ως την Άγκυρα.
Σε μεγάλο μέρος του αραβικού κόσμου, εν τω μεταξύ, η κοινωνία έχει βυθιστεί σε ένα χομπσιανό τέλμα απολυταρχισμού και πολέμου -μια ανεξέλεγκτη βία με την ενθάρρυνση των ξένων δυνάμεων που η εμπλοκή τους δεν έχει κάνει τίποτε άλλο από το να προκαλέσει ακόμα περισσότερο τρόμο.
Σε πολλές αραβικές πρωτεύουσες, αν όχι σε όλες, διαδηλωτές σαν αυτούς στον Χονγκ Κονγκ και στη Μόσχα θα κείτονταν ήδη νεκροί στους δρόμους. Από τις σφαγές στη Ραμπά στην Αίγυπτο το 2013, τις οποίες πραγματοποίησε ο προστατευόμενος των ΗΠΑ (και των χωρών του Περσικού Κόλπου) Αμπντέλ Φατάχ αλ-Σίσι, ως τη σφαγή στο συριακό αντάρτικο θύλακα στην ανατολική Γκούτα -στην οποία το υποστηριζόμενο από τη Ρωσία και το Ιράν καθεστώς του Μπασάρ αλ-Άσαντ χρησιμοποίησε χημικά όπλα-, φαίνεται πως δεν υπάρχει όριο που να μην έχει καταλυθεί. Mέχρι την επόμενη θηριωδία.
Αυτή θα γίνει στην Ιντλίμπ, στη βορειοδυτική Συρία. Aυτό είναι το τελευταίο οχυρό των ανταρτών, όπου χιλιάδες τζιχαντιστές και εκατοντάδες χιλιάδες πρόσφυγες πολιορκούνται από τις ρωσικές αεροπορικές δυνάμεις και τα απομεινάρια του συριακού στρατού, με την ενίσχυση πολιτοφυλακών και πολέμαρχων του καθεστώτος Άσαντ.
Το μοτίβο είναι φρικιαστικά γνώριμο: αεροπορικές επιθέσεις σε αγορές και υποδομές, όπως στα δίκτυα νερού και ηλεκτρισμού, βομβαρδισμοί κλινικών και σχολείων. Σημαντικές είναι και οι διαφορές. Δεν υπάρχει κανένα μέρος στο οποίο μπορούν να διαφύγουν τα περίπου 3 εκατ. κατοίκων της Ιντλίμπ. Μετά από τρεις μήνες, η επίθεση υπό την καθοδήγηση της Μόσχας και της Δαμασκού έχει φτάσει σε τέλμα. Η Τεχεράνη και οι αντιπρόσωποί της, οι λιβανέζικες και ιρακινές σιιτικές πολιτοφυλακές υπό τον έλεγχο των Φρουρών της Επανάστασης του Ιράν, δεν έχουν λάβει μέρος. Η αποτυχία τους να το κάνουν δείχνει πόσο σημαντικοί είναι σε ένα μειονοτικό καθεστώς που δεν έχει τους αριθμούς να αντιμετωπίσει μια σουνιτική πλειοψηφία.
Τα παραπάνω καταδεικνύουν όλα όσα έχουν πάει πολύ λάθος από τότε που ένα κύμα εξεγέρσεων σάρωσε τον αραβικό κόσμο το 2010, δημιουργώντας ελπίδες για μια «Αραβική Άνοιξη».
Καθώς η φιλελεύθερη, βασισμένη σε κανόνες διεθνής τάξη υπονομεύεται από τους ηγέτες κρατών που βοήθησαν να δημιουργηθεί, ίσως να μη φαίνεται η ιδανική ώρα να ρωτήσει κανείς γιατί η Μέση Ανατολή επιστρέφει με βίαιο τρόπο προς την απολυταρχία ενός κράτους-αστυνόμου. Οι ηγέτες στον αραβικό κόσμο χτίζουν προσωπικά φέουδα αντί για κράτη και βάζουν τη διατήρηση του καθεστώτος πάνω από τις μεταρρυθμίσεις. Και σε μεγάλο βαθμό οι μεγάλες δυνάμεις -που στηρίζουν τους τυράννους αυτούς- δεν ενδιαφέρονται.
Αλλά θα έπρεπε. Oι πολιτικές που έχουν προωθήσει οι ΗΠΑ και έχει χαιρετίσει η Ευρώπη έχουν ένα τρομακτικό ρεκόρ -σκεφτείτε το Αφγανιστάν, το Ιράκ και τη Συρία- στην επώαση ακόμα πιο εξτρεμιστικών εκδοχών του σουνιτικού τζιχαντισμού.
Oι πολίτες του Παρισιού και της Νίκαιας, των Βρυξελλών και του Βερολίνου, του Λονδίνου και του Μάντσεστερ, της Άγκυρας και της Κωνσταντινούπολης, έχουν υποστεί και αυτοί τις επιπτώσεις. Τα πεδία θανάτου δεν είναι μόνο τοπικά αλλά και παγκόσμια.
Αν αυτό είναι αλήθεια για τους σουνίτες τζιχαντιστές, υπάρχει επίσης η πιθανότητα αντεκδικήσεων από τους σιίτες ισλαμιστές του Ιράν, καθώς οι ΗΠΑ, το Ισραήλ και οι χώρες του Περσικού Κόλπου εντείνουν τις προσπάθειές τους να απομονώσουν την Ισλαμική Δημοκρατία.
Από τότε που ο Ντόναλντ Τραμπ κάλεσε τη Σαουδική Αραβία πριν από δύο χρόνια να ηγηθεί τζιχάντ κατά του Ιράν, οι Σαουδάραβες και οι σύμμαχοί τους δεν είχαν πρόβλημα να κατακρεουργήσουν αντιφρονούντες, κυρίως σιίτες μουσουλμάνους τους οποίους θεωρούν ειδωλολάτρες και πεμπτοφαλαγγίτες. To Mπαχρέιν, υπό την ηγεσία σουνιτών προστατευόμενων της Σαουδικής Αραβίας και των Η.Α.Ε., μόλις εκτέλεσε δύο ακτιβιστές, αφού πρώτα έχει καταπιέσει κάθε πολιτικό κατάλοιπο της σιιτικής πλειονότητας του νησιού.
H ακροσφαλής πολιτική στον Περσικό Κόλπο μεταξύ του Ιράν και των δυτικών και τοπικών δυνάμεων είναι ένα εμπρηστικό μείγμα. Δεδομένου ότι είναι βέβαιη μια καταστροφική ανάφλεξη, οι εξωτερικές δυνάμεις θα έπρεπε να το σκεφτούν καλά προτού δώσουν στους τοπικούς πελάτες τους άδεια να σκοτώνουν.
Ο Ρώσος πρόεδρος Βλαντιμίρ Πούτιν μετέτρεψε το 2016 το Χαλέπι, το τελευταίο αστικό προπύργιο της συριακής εξέγερσης, σε ένα τρομακτικό αντίγραφο του Γκρόζνι. Η πτώση του Χαλεπιού ήταν το σημείο καμπής του συριακού εμφυλίου πολέμου και αποκατέστησε τη θέση του Άσαντ στη χώρα που κατέστρεψαν. Φαίνεται πως η Ρωσία θα κάνει το ίδιο στο Ιντλίμπ, πιθανότατα με τη βοήθεια του Ιράν.
H Tουρκία περιφρόνησε τους αντάρτες συμμάχους στο Χαλέπι το 2016, καθώς ήταν περισσότερο απασχολημένη με τις κουρδικές πολιτοφυλακές που με τη στήριξη των ΗΠΑ προέλαυναν στη βόρεια Συρία κάτω από τα σύνορά της. Μεταφέροντας την αφοσίωσή της από το ΝΑΤΟ στη Μόσχα, κατέλαβε δύο προπύργια στη βορειοδυτική Συρία και τώρα ετοιμάζεται να εισβάλει στη βορειοανατολική Συρία.
Η ιδιότροπη πολιτική του κ. Τραμπ στην περιοχή είναι πιο δύσκολο να χαρτογραφηθεί. Αλλά οτιδήποτε κάνουν το Ισραήλ, η Σαουδική Αραβία, τα Η.Α.Ε ή η Αίγυπτος μοιάζει να είναι σωστό γι’ αυτόν. Μόλις άσκησε βέτο στις προσπάθειες της Γερουσίας να αποτρέψει εξαγωγές όπλων $8 δισ. στη Σαουδική Αραβία και στα Εμιράτα.
Ο κ. Πούτιν, είτε μας αρέσει είτε όχι, ηγείται ενός ιρανοκίνητου σιιτικού μπλοκ (με την Τουρκία να ακολουθεί). Ο κ. Τραμπ, είτε το γνωρίζει είτε όχι, ηγείται μιας συμμαχίας σουνιτικών αραβικών κρατών (με το Ισραήλ να ακολουθεί). Από κοινού έχουν δημιουργήσει μια δίνη η οποία γεννά όλο και πιο βίαιους εξτρεμιστές.
Οι χιλιαστές του ISIS μπορεί μια ημέρα να φαίνονται μετριοπαθείς.
*Αναδημοσίευση από Euro2day