Η ρητορική της αμερικανικής πλευράς σε σχέση με την επίθεση μη επανδρωμένων αεροσκαφών και κατευθυνόμενων πυραύλων σε πετρελαϊκές εγκαταστάσεις της σαουδαραβικής εταιρείας πετρελαίου Aramco, ήταν από όλες τις απόψεις αναμενόμενη.
Σκληρές κουβέντες για το Ιράν, αναφορές στα «αποτυπώματα του Αγιατολάχ», χαρακτηρισμός των επιθέσεων ως «πράξεων πολέμου» και υπεράσπιση του δικαιώματος της Σαουδικής Αραβίας να υπερασπιστεί τον εαυτό της: αυτό ήταν το ρεπερτόριο των δηλώσεων, μαζί φυσικά με όλες τις απαραίτητες διαρροές από τη μεριά των υπηρεσιών ασφαλείας για τη «βεβαιότητά» τους ότι όντως το Ιράν ήταν από πίσω.
Όμως, την ίδια στιγμή ο προσεκτικός αναγνώστης θα διαπιστώσει ότι μέχρι τώρα οι ΗΠΑ δεν έχουν με απόλυτα ευθύ τρόπο κατηγορήσει το Ιράν ως άμεσα υπεύθυνο, έστω και εάν έμμεσα επιμένουν ότι όλα παραπέμπουν σε αυτό. Θα διαπιστώσει επίσης ότι στις σχετικές δηλώσεις κυριαρχεί και το «ας μην πάρουμε βιαστικές αποφάσεις».
Γι’ αυτό το λόγο και εάν κανείς κοιτάξει και την αμερικανική πρακτική θα δει ότι παρότι ο Τραμπ ζήτησε να του υποδειχτούν σχέδια δράσης, εντούτοις οι αμερικανοί δείχνουν να μην βιάζονται, την ώρα που θα περίμενε κανείς να εκμεταλλευτούν τη συγκυρία και να προχωρήσουν σε άμεσα αντίποινα.
Η αμερικανική επιθετικότητα κατά του Ιράν και τα όριά της
Η επιθετικότητα των ΗΠΑ κατά του Ιράν είναι καταγεγραμμένη εδώ και δεκαετίες. Για τους αμερικανούς η ύπαρξη μιας ισχυρής περιφερειακής δύναμης, ικανής να επηρεάζει τα πράγματα στην ευρύτερη Μέση Ανατολή σε μια κατεύθυνση σύγκρουσης με τους σχεδιασμούς των ΗΠΑ αλλά και των βασικών συμμάχων τους, δηλ. της Σαουδικής Αραβίας και του Ισραήλ, αποτελεί πάγιο «αγκάθι».
Ωστόσο, την ίδια στιγμή έχουν διαπιστώσει ότι είναι πολύ δύσκολο να ανατραπεί στρατιωτικά το καθεστώς της Τεχεράνης και ταυτόχρονα το Ιράν δεν είναι μια χώρα όπου θα μπορούσε να υπάρξει εύκολα «αλλαγή καθεστώτος». Δοκιμάστηκαν έτσι οι κυρώσεις μήπως «γονατίσει» το Ιράν, μια τακτική που μέχρι τώρα δεν έχει αποδώσει, ενώ ταυτόχρονα έκανε την Τεχεράνη να στραφεί παραπέρα προς την Κίνα και τα σχέδια «ευρασιατικής» ολοκλήρωσης που ξεδιπλώνει το Πεκίνο.
Την ίδια ώρα η προσπάθειά τους να δοκιμάσουν ξανά μια τακτική κυρώσεων, που αυτή τη φορά να έχουν αποτελέσματα, δεν δείχνει να αποδίδει, παρότι αυτή τη φορά επέλεξαν κυρώσεις που μπορεί να τις εφαρμόζουν μονομερώς αλλά δεσμεύουν και άλλες χώρες.
Αντιθέτως, ακόμη και συμμαχικές δυνάμεις αναζητούν τρόπους παράκαμψης των κυρώσεων. Για παράδειγμα η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει ήδη διαμορφώσει το Instrument in Support of Trade Exchanges (INSTEX) ένα θεσμικό «όχημα ειδικού σκοπού» για να μπορεί να κάνει συναλλαγές χωρίς δολάρια και με παράκαμψη του συστήματος SWIFT, δηλαδή για να μπορεί να κάνει συναλλαγές με το Ιράν.
Απουσία συμμάχων για πολεμικές επιχειρήσεις
ΟΙ ΗΠΑ μέχρι τώρα έχουν συναντήσει κυρίως αρνήσεις ως προς την ανάγκη να υπάρξει άμεση στρατιωτική επίθεση στο Ιράν.
Κίνα και Ρωσία, όπως ήταν αναμενόμενο, επέμειναν ότι δεν υπάρχουν ενδείξεις ότι το Ιράν ευθύνεται για την επίθεση και ζήτησαν να υπάρξει ψυχραιμία και πολιτική αντιμετώπιση της κρίσης στην Υεμένη.
Όμως ούτε και άλλες χώρες της Δύσης φάνηκαν να υποστηρίζουν το αίτημα για πολεμική απάντηση. Η γαλλική διπλωματία δια στόματος του υπουργού Εξωτερικών Ζαν-Υβ Λε Ντριαν, έδειξε επιφυλακτικότητα ως προς την εκδοχή ότι υπεύθυνοι ήταν οι αντάρτες Χούθι, όμως δεν θέλησε και να πάρει θέση ως προς την ευθύνη του Ιράν. Η βρετανική τοποθέτηση ήταν ότι δεν ήταν ακόμη σαφές ποιος ήταν ο υπεύθυνος, ενώ ακόμη και η Ιαπωνία δήλωσε ότι δεν έχει ενδείξεις ότι ευθύνεται το Ιράν.
Στην πραγματικότητα σε μια επίθεση κατά του Ιράν οι ΗΠΑ θα έπρεπε να στηριχτούν κυρίως στην υποστήριξη της Σαουδικής Αραβίας, των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων και του Ισραήλ και αυτό υπό την προϋπόθεση ότι θα ήταν οι ΗΠΑ που κυρίως θα αναλάμβαναν το βάρος των επιθέσεων.
Ο φόβος των ιρανικών δυνατοτήτων για αντίποινα
Πλευρά των ταλαντεύσεων και τα ίδια τα χαρακτηριστικά της επίθεσης. Ανεξαρτήτως του πώς τελικά οργανώθηκε η επίθεση, εάν δηλαδή υπήρχε μια άμεση ανάμειξη του Ιράν, ή κυρίως μια προσφορά τεχνογνωσίας, η επίθεση έδειξε πόσο ευάλωτη ήταν τελικά η Σαουδική Αραβία. Σημειώνουμε ότι ο ΟΗΕ υποστηρίζει ούτως ή άλλως από τα μέσα του 2018 οι Χούθι διέθεταν εξελιγμένα drone που μπορούσαν να έχουν κινηθούν ακόμη και σε αποστάσεις 1500 χιλιομέτρων.
Δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι παραδοσιακά οι σαουδάραβες είναι από τους μεγαλύτερους πελάτες αμερικανικών οπλικών συστημάτων και η χώρα υποτίθεται ότι διαθέτει ιδιαίτερα εξελιγμένο σύστημα αεράμυνας, συμπεριλαμβανομένων αμερικανικών συστοιχιών Patriot. Ωστόσο, αυτή η αεράμυνα δεν μπόρεσε να εντοπίσει ένα σμήνος από μη επανδρωμένα αεροσκάφη και πυραύλους που έκαναν μια επίθεση ακριβείας σε ένα ιδιαίτερα νευραλγικό σημείο για την παγκόσμια παραγωγή πετρελαίου.
Και βέβαια αυτή η αποτυχία δεν αφορά μόνο τις σαουδαραβικές ένοπλες δυνάμεις, που ούτως ή άλλως έχουν φανεί ανεπαρκείς να αντιμετωπίσουν το αντάρτικο των Χούθι, αλλά και τις αμερικανικές ένοπλες δυνάμεις που στη συγκεκριμένη περιοχή έχουν στραμμένο πολύ μεγάλο μέρος του μηχανισμού επιτήρησης και έγκαιρης προειδοποίησης που διαθέτουν.
Σημειώνουμε εδώ ότι τυχόν παραδοχή από τις ΗΠΑ ότι η επίθεση είχε ως αφετηρία το Ιράν, θα σήμαινε και παραδοχή μιας αποτυχίας και των δικών τους συστημάτων επιτήρησης και προειδοποίησης που υποτίθεται ότι είναι κατεξοχήν στραμμένα εναντίον αυτής της χώρας που τη θεωρούν απειλή.
Εάν μάλιστα συνυπολογίσουμε ότι στην περίπτωση μιας επίθεσης στο Ιράν, αυτό πια θα απάνταγε ανοιχτά και με όλα τα μέσα που διαθέτει, τότε θα μπορούσε κανείς να αναμένει μεγαλύτερα χτυπήματα στην ίδια τη Σαουδική Αραβία, αλλά και στις αμερικανικές στρατιωτικές εγκαταστάσεις στην εποχή. Άλλωστε, η Τεχεράνη έχει κάνει σαφές ότι δεν θα δεχτεί αδιαμαρτύρητα ένα χτύπημα, ακόμη και εάν αυτό έχει το χαρακτήρα «χειρουργικού χτυπήματος».
Ο κίνδυνος ευρύτερης αναταραχής
Δεν είναι τυχαίο ότι οι ΗΠΑ συναντούν δυσκολία στο να πείσουν τους συμμάχους τους. Μια κλιμάκωση της αντιπαράθεσης με το Ιράν θα μπορούσε να έχει ευρύτερα αποτελέσματα αποσταθεροποίησης στην περιοχή και όχι μόνο, συμπεριλαμβανομένης της συνολικότερης διακύβευσης της ροών πετρελαίου από τον Περσικό Κόλπο. Ο συνδυασμός γεωπολιτικής αναστάτωσης και ενεργειακής κρίσης σε μια κλιμάκωση με αβέβαιη έκβαση επιτείνει αυτές τις δεύτερες σκέψεις.
Μένουν μόνο οι χώρες που επιμένουν, κυρίως χώρες της περιοχής σε άμεσο ανταγωνισμό με το Ιράν, όπως η ίδια η Σαουδική Αραβία, τα ΗΑΕ και το Ισραήλ, όμως ακόμη και εκεί υπάρχει ερώτημα για την έκταση της αποσταθεροποίησης που θα επέλθει και το εάν και αυτές είναι έτοιμες γι’ αυτές, εάν αναλογιστούμε ότι η Σαουδική Αραβία εξακολουθεί να έχει ενδοδυναστικές έριδες, τα Εμιράτα ανησυχούν για την επιχειρησιακή αποτελεσματικότητα των Χούθι και το Ισραήλ είναι αντιμέτωπο με την πολιτική κρίση.
Έξοδος δια της επίδειξης «πολιτικής αποφασιστικότητας»;
Στο φόντο των παραπάνω, που βέβαια είναι υπό την αίρεση του κάπως απρόβλεπτου χαρακτήρα του Ντόναλντ Τραμπ, όλα δείχνουν ότι οι ΗΠΑ διαλέγουν αυτή τη στιγμή μια τακτική απεμπλοκής από το ενδεχόμενο άμεσης στρατιωτικής απάντησης, με παράλληλη επίδειξη πολιτικής αποφασιστικότητας έναντι της Τεχεράνης. Αυτό μπορεί να εξηγήσει και το γεγονός ότι την αναφορά σε πολιτικές και διπλωματικές απαντήσεις, περισσότερο παρά στρατιωτικές. Δείχνουν να προκρίνουν την άσκηση πολιτικής πίεσης, παρά την πολεμική κλιμάκωση.
Χαρακτηριστική από αυτή την άποψη και η δήλωση του Μάικ Πομπέο μετά από τις συναντήσεις που είχε στη Σαουδική Αραβία και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα. «Είμαστε εδώ για να οικοδομήσουμε ένα συνασπισμό που αποσκοπεί να πετύχει την ειρήνη και την ειρηνική επίλυση. Αυτή είναι η αποστολή μου, αυτό που σίγουρα ο πρόεδρος Τραμπ θέλει να εργαστώ για να πετύχω και ελπίζω ότι η Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν το βλέπει με αυτό τον τρόπο», υπογράμμισε ο αμερικανός ΥΠΕΞ, για να συμπληρώσει ότι αυτός ο συνασπισμός που προτείνουν είναι «μια πράξη διπλωματίας, ενώ υπουργός Εξωτερικών του Ιράν απειλεί με πόλεμο».
*πρώτη δημοσίευση: www.in.gr