του Eugene B. Rumer*
Η Ρωσία έχει ρέντα [1] στη Μέση Ανατολή. Η ρωσική αεροπορία έσωσε το καθεστώς Assad από βέβαιη ήττα. Η Τουρκία και το Ισραήλ πρέπει τώρα να δεχτούν την παρουσία ρωσικών στρατευμάτων στα σύνορά τους. Η Σαουδική Αραβία έχει επιφυλάξει στον Ρώσο πρόεδρο, Βλαντιμίρ Πούτιν, μεταχείριση κόκκινου χαλιού. Και ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Donald Trump, ευχαρίστησε τον Πούτιν για την διευκόλυνση της επιχείρησης για να εξοντωθεί ο αρχηγός του Ισλαμικού Κράτους (ISIS) Αμπού Μπακρ αλ Μπαγκντάντι. Σε ολόκληρη τη Μέση Ανατολή, από την Βόρεια Αφρική έως τον Περσικό Κόλπο, η Ρωσία είναι πανταχού παρούσα, με τους υψηλού επιπέδου επισκέπτες της, τα όπλα της, τους μισθοφόρους της και τις συμφωνίες της για την κατασκευή πυρηνικών σταθμών. Η Ρωσία έχει εμπλακεί σε αυτήν την περιοχή καθώς οι Ηνωμένες Πολιτείες απομακρύνονται από εκεί -μια τάση που ακόμη και η επιτυχία της επιδρομής για τον Μπαγκντάντι μπορεί να κάνει λίγα για να κρύψει.
Η επανεμφάνιση της Ρωσίας ως σημαντικού μεσίτη ισχύος στη Μέση Ανατολή είναι εντυπωσιακή όχι μόνο σε σύγκριση με την αλλοπρόσαλλη στάση των Ηνωμένων Πολιτειών στην περιοχή, αλλά επειδή για ένα τέταρτο αιώνα μετά τον Ψυχρό Πόλεμο η Ρωσία απουσίαζε από την περιοχή. Αλλά η ανωμαλία είναι η απουσία της Ρωσίας, και όχι η επιστροφή της.
Για αιώνες, η Ρωσία πολέμησε την Τουρκία, την Αγγλία και την Γαλλία για πρόσβαση στη Μεσόγειο, ώστε να προστατεύσει τους ομοδόξους της υπό οθωμανική κυριαρχία Χριστιανούς και για να εξασφαλίσει μια θέση στους Αγίους Τόπους. Για το μεγαλύτερο μέρος της εποχής μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, η Σοβιετική Ένωση ήταν μια σημαντική δύναμη στη Μέση Ανατολή. Η Μόσχα υποστήριξε την Οργάνωση για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης στον αγώνα της εναντίον της «σιωνιστικής οντότητας». Η Αίγυπτος και η Συρία διεξήγαγαν πολέμους εναντίον του Ισραήλ με σοβιετικά όπλα, βοήθεια από Σοβιετικούς στρατιωτικούς συμβούλους και, περιστασιακά, ακόμα και σοβιετικούς πιλότους. Σοβιετικοί μηχανικοί και χρήματα βοήθησαν στην κατασκευή του φράγματος Ασουάν της Αιγύπτου. Στην συνέχεια, στα τέλη της δεκαετίας του 1980, η Σοβιετική Ένωση έπεσε σε δύσκολους καιρούς και γρήγορα υποχώρησε. Για τις δύο δεκαετίες που ακολούθησαν, η Ρωσία μόλις που κατέγραψε μια παρουσία στη Μέση Ανατολή. Οι Ηνωμένες Πολιτείες συνήθισαν να ενεργούν ως ηγεμόνες της περιοχής –διεξάγοντας πολέμους, υπαγορεύοντας το πολιτικό όραμά τους, και τιμωρώντας τις κυβερνήσεις που αψηφούσαν την βούλησή της.
Αυτό ήταν το νέο κανονικό μέχρι το 2015. Το φθινόπωρο εκείνου του έτους, η Ρωσία έστειλε τον στρατό της στην Συρία. Ένας συνασπισμός ομάδων της αντιπολίτευσης υποστηριζόμενων από τις ΗΠΑ αναμενόταν ευρέως να κερδίσει τον εμφύλιο πόλεμο στην χώρα αυτή και να ανατρέψει το καθεστώς του Μπασάρ αλ-Άσαντ. Αλλά η τολμηρή κίνηση του Πούτιν και η απροσδόκητη ικανότητα του στρατού του άλλαξε γρήγορα την πορεία των γεγονότων, αποδεικνύοντας ότι η Μέση Ανατολή χωρίς την Ρωσία ήταν στην πραγματικότητα μια παρέκκλιση, όχι ο κανόνας. Ο κανόνας συνήθως ήταν μια Μέση Ανατολή με την Ρωσία ως κύριο μεσίτη ισχύος. Με τη νίκη του πολέμου στην Συρία, η Ρωσία επιδιώκει να κάνει το παλιό κανονικό, [να γίνει και το] νέο.
ΤΙ ΘΕΛΕΙ Η ΡΩΣΙΑ;
Από την σκοπιά της Μόσχας, η επανάκαμψη στις πολιτικές ισχύος της Μέσης Ανατολής ήταν μια λογική, ακόμη και αναγκαία, κίνηση το 2015. Το καθεστώς Assad ήταν ο τελευταίος πελάτης στην περιοχή που απέμεινε στην Ρωσία –ένας [πελάτης] με τον οποίο έκανε δουλειές για μισό αιώνα. Τώρα ο Άσαντ ήταν στριμωγμένος, σχεδόν νικημένος από έναν συνασπισμό ομάδων της αντιπολίτευσης που υποστηρίχθηκαν από τις ΗΠΑ. Η διάσωση του συριακού καθεστώτος ήταν απαραίτητη, αν η Ρωσία ήθελε να διατηρήσει μια θέση στη Μέση Ανατολή και μια ευκαιρία να καταφέρει ένα πλήγμα στις Ηνωμένες Πολιτείες. Ποιος καλύτερος τρόπος να ξαναγίνει η Ρωσία σπουδαία ξανά;
Επιπλέον, η Ρωσία είχε ανησυχίες σχετικά με την εσωτερική ασφάλεια όσον αφορά την διάχυση από τις συριακές μάχες. Ορισμένες από τις πιο ριζοσπαστικές ομάδες του εμφύλιου πολέμου στην Συρία φέρονται [2] να μετρούσαν εκατοντάδες, ενδεχομένως χιλιάδες, μαχητές από την Ρωσία στις τάξεις τους. Η γεωγραφική εγγύτητα της Ρωσίας προς τη Μέση Ανατολή και τα πορώδη σύνορα σήμαιναν ότι η καταπολέμηση των τρομοκρατών στην Συρία είχε περισσότερο νόημα, σύμφωνα με τα λόγια του Πούτιν [3], από το να περιμένει «να έρθουν αυτοί στο σπίτι μας».
Η υποχώρηση της Ρωσίας από την παγκόσμια σκηνή κατά την δεκαετία του 1990 ήταν τόσο πλήρης που το απλό γεγονός της στρατιωτικής επιχείρησής της στην Συρία επισκίασε την σχετικά μετριοπαθή και συντηρητική κλίμακα της προσπάθειας. Μέχρι το φθινόπωρο του 2015, όταν ο Πούτιν απέστειλε την αεροπορία του και τα στρατεύματά του στην Συρία, οι Ηνωμένες Πολιτείες είχαν καταστήσει σαφές ότι δεν θα επενέβαιναν άμεσα στον εμφύλιο πόλεμο της Συρίας. Ο κίνδυνος μιας στρατιωτικής αντιπαράθεσης με τις Ηνωμένες Πολιτείες ήταν επομένως ελάχιστος. Έμεινε ο κίνδυνος να χτυπήσουν ο ένας τον άλλο τυχαία, αλλά αυτό επιλύθηκε μέσω της απεμπλοκής (deconfliction) [4], κάτι που ήταν από μόνο του ένας θρίαμβος για τον ρωσικό στρατό: Οι Ηνωμένες Πολιτείες, που είχαν προηγουμένως το ελεύθερο να επιχειρούν στην Συρία κατά βούληση, έπρεπε τώρα να συντονίζουν τις δραστηριότητές τους με την Ρωσία.
Η εκστρατεία που διεξήγαγαν οι Ηνωμένες Πολιτείες εναντίον του ISIS παρείχε μια βολική κάλυψη για την ανάπτυξη της Μόσχας στην Συρία, συμβάλλοντας στον εξοστρακισμό τυχόν αντιρρήσεων από την Ουάσιγκτον. Ο ρωσικός στρατός εκμεταλλεύτηκε πλήρως αυτή την κάλυψη, βομβαρδίζοντας αδιακρίτως πολιτικούς στόχους με το πρόσχημα του κυνηγιού των τρομοκρατών και των εξτρεμιστών. Ο άμαχος πληθυσμός πλήρωσε ένα τρομερό τίμημα για τον τρόπο πολέμου του στρατού της Ρωσίας. Αλλά τι θα μπορούσε να αναμένεται από έναν στρατό που είχε εξαλείψει την πόλη του Grozny κατά την διάρκεια του πολέμου στην Τσετσενία την δεκαετία του 1990;
Από την σκοπιά της Μόσχας, η επιχείρηση της Συρίας ήταν επιτυχής. Δύσκολα ήταν ο βάλτος που μερικοί [5] είχαν προβλέψει, και δεν κόστισε πολύ στην Ρωσία σε αίμα ή σε χρήμα. Αντιθέτως, η παρέμβαση αποκατέστησε την Ρωσία σε εξέχουσα θέση στη Μέση Ανατολή. Επέδειξε την πρόσφατα ανακτημένη ανδρεία της ρωσικής στρατιωτικής δύναμης και παρείχε άφθονες ευκαιρίες να δοκιμάσει νέα όπλα και λογικές –σπουδαίο για την εμπορία αυτών των αγαθών σε μια περιοχή με χρήματα για να ξοδευτούν σε εξοπλισμό (hardware). Και τώρα, επίσης, όλοι στην περιοχή θα γνωρίζουν ότι η Ρωσία στέκεται δίπλα στον άνθρωπό της -σε αντίθεση με τις Ηνωμένες Πολιτείες, που τον απογοήτευσαν στο πρώτο σημάδι προβλημάτων, όπως συνέβη με τον Αιγύπτιο πρώην πρόεδρο, Χόσνι Μουμπάρακ, το 2011.
ΕΝΑΣ ΝΕΟΣ ΜΕΣΙΤΗΣ ΙΣΧΥΟΣ
Το Ιράν, το Ισραήλ και η Σαουδική Αραβία αγωνίζονται σε έναν άγριο πόλεμο πληρεξουσίων στην Συρία, και το Κρεμλίνο έχει τοποθετηθεί ως ο μεσίτης ισχύος (power broker) στον οποίο πρέπει να μιλήσουν όλοι οι δρώντες. Η Ρωσία μπορεί να μιλήσει σε όλους και είναι σε καλό επίπεδο με όλους, οπότε είναι απαραίτητη.
Όμως, σε μια περιοχή που αντιμετωπίζει θρησκευτικά, ιδεολογικά και γεωπολιτικά ρήγματα, όπου οι αντιπαλότητες είναι παλιές και άγριες, ένας μεσίτης ισχύος πρέπει να είναι σε θέση να κάνει περισσότερα από ό, τι να μιλά με όλους τους παίκτες. Οι καινοφανείς φίλοι της Ρωσίας θέλουν κάτι σε αντάλλαγμα για την φιλία τους. Το Ισραήλ θέλει η Ρωσία να περιορίσει το Ιράν και την Χεζμπολάχ στην Συρία, ενώ το Ιράν και η Χεζμπολάχ παραμένουν πρόθυμοι να διεξαγάγουν την εκστρατεία τους εναντίον του εβραϊκού κράτους. Οι Σαουδάραβες θέλουν η Ρωσία να πάρει το μέρος τους στην αντιπαλότητά τους με το Ιράν. Αλλά η Ρωσία έχει επενδύσει πολλά στην σχέση της με το Ιράν και δεν πρόκειται να την θυσιάσει για καλές σχέσεις με το Ισραήλ ή την Σαουδική Αραβία. Ο Nikolai Patrushev, γραμματέας του Συμβουλίου Ασφαλείας της Ρωσίας, το κατέστησε σαφές τον περασμένο Ιούνιο στην Ιερουσαλήμ: Απέρριψε τις κατηγορίες των ΗΠΑ και του Ισραήλ ότι το Ιράν ήταν η μεγαλύτερη απειλή για την ασφάλεια στη Μέση Ανατολή και αποκάλεσε τα ισραηλινά χτυπήματα «ανεπιθύμητα» [6].
Η Ρωσία θέλει κι αυτή κάτι, επίσης. Έχει, ως επί το πλείστον, κερδίσει τον πόλεμο στην Συρία. Τώρα πρέπει να κερδίσει την ειρήνη. Ένας πολιτικός διακανονισμός στην Συρία θα ήταν η κορωνίδα των επιτευγμάτων της στρατιωτικής προσπάθειας της Μόσχας. Η Ρωσία θα εμφανιστεί οριστικά ως μεσίτης ισχύος ισοδύναμος και ακόμη πιο σημαντικός από τις Ηνωμένες Πολιτείες, έχοντας πετύχει εκεί που οι Ηνωμένες Πολιτείες απέτυχαν. Το μήνυμα της ρωσικής στρατιωτικής δύναμης και της διπλωματικής ικανότητας θα προχωρήσει πολύ πέρα από τη Μέση Ανατολή και θα προωθήσει την απαίτηση της χώρας να αναγνωριστεί ως μια μεγάλη παγκόσμια δύναμη. Αφού εξασφάλισε την ειρήνη στην Συρία, η Ρωσία θα μπορούσε να στηριχτεί στην Ευρώπη και στα πλούσια αραβικά κράτη για να χρηματοδοτήσουν την ανοικοδόμηση της χώρας. Με αυτό θα έρθουν επικερδείς συμβάσεις για φιλικές προς το Κρεμλίνο ρωσικές επιχειρήσεις.
Αλλά το να κερδηθεί η ειρήνη αποδεικνύεται όχι λιγότερο δύσκολο από όσο να κερδηθεί ο πόλεμος. Για να μεσολαβήσει σε μια βιώσιμη ειρήνη, η Ρωσία θα πρέπει να περιορίσει το Ιράν και την Χεζμπολάχ και να καθησυχάσει το Ισραήλ και την Τουρκία για την ασφάλειά τους. Προς το παρόν, ούτε η Ευρώπη ούτε κανένας άλλος δεν σπεύδει να αθροίσει τον γιγαντιαίο λογαριασμό για την ανασυγκρότηση [της Συρίας]. Η Ρωσία δεν μπορεί να λύσει αυτό το παζλ χωρίς να στενοχωρήσει μερικούς από τους φίλους της.
Η Ρωσία επέστρεψε σε μια τεράστια και ευμετάβλητη περιοχή ακριβώς όταν αρχίζει να συμφιλιώνεται με την αβεβαιότητα ενός νέου φυσιολογικού που πλησιάζει: Μια μετα-αμερικανική Μέση Ανατολή. Αλλά λίγες (αν υπάρχει καμιά…) κυβερνήσεις στην περιοχή αναμένουν πραγματικά ότι η Ρωσία θα γεμίσει το κενό που θα αφήσουν οι Ηνωμένες Πολιτείες καθώς θα αποσυρθούν και θα επικεντρώσουν την προσοχή και τους πόρους τους σε άλλα μέρη.
Οι επιδόσεις του ρωσικού στρατού στην Συρία και η εγκάρδια υποδοχή του Πούτιν στην Σαουδική Αραβία δεν μπορούν να αποκρύψουν το γεγονός ότι η ρωσική οικονομία αγωνίζεται και έχει έντονες ανάγκες επενδύσεων. Για το Κρεμλίνο, τα πλούσια κράτη του Αραβικού Κόλπου παρουσιάζουν μια ευκαιρία συλλογής κεφαλαίων. Ούτε είναι μυστικό ότι ο προϋπολογισμός για τις προμήθειες του ρωσικού στρατού εξακολουθεί να είναι αρκετά μέτριος, και οι πωλήσεις όπλων στο εξωτερικό αποτελούν σημαντική πηγή εσόδων για τις ρωσικές αμυντικές βιομηχανίες. Το ίδιο ισχύει και για την ρωσική βιομηχανία πυρηνικής ενέργειας: Το κρατικό μονοπώλιο πυρηνικής ενέργειας Rosatom δεν έχει κατασκευάσει ούτε μια μονάδα εκτός από το εργοστάσιο Bushehr στο Ιράν, το οποίο χρειάστηκε δεκαετίες για να ολοκληρωθεί. Η Rosatom υπέγραψε σύμβαση το 2010 για την κατασκευή πυρηνικού σταθμού στην Τουρκία, αλλά η κατασκευή ξεκίνησε μόλις το 2018. Στην Αίγυπτο δεν έχει ξεκινήσει ακόμα. Η Ιορδανία ακύρωσε την σύμβασή της με την Rosatom το 2018.
Οι κεντρικές σχέσεις της Ρωσίας στη Μέση Ανατολή είναι με τρία μη αραβικά κράτη -Ιράν, Τουρκία και Ισραήλ- τα οποία όλα είναι σταθερά σε σύγκριση με τους Άραβες γείτονές τους. Η Ρωσία δεν έχει πολλά να προσφέρει στις αραβικές κοινωνίες της περιοχής, οι οποίες χρειάζονται ασφάλεια, σταθερότητα και ευκαιρίες για πολιτικό και οικονομικό εκσυγχρονισμό. Οι υψηλού επιπέδου επισκέψεις και οι πωλήσεις όπλων δεν θα επιτύχουν τους στόχους αυτούς.
Ωστόσο, η επιστροφή της Ρωσίας στη Μέση Ανατολή δεν είναι ούτε αμελητέα ούτε απλώς απειλή για τα συμφέροντα των ΗΠΑ. Καθώς οι Ηνωμένες Πολιτείες επανεξετάζουν τα δικά τους συμφέροντα και δεσμεύσεις στην περιοχή, μπορεί να βρουν τομείς όπου τα συμφέροντα των ΗΠΑ και της Ρωσίας είναι συμβατά ή και συμπίπτουν. Για παράδειγμα, οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Ρωσία μπόρεσαν να συνεργαστούν για την πυρηνική συμφωνία με το Ιράν το 2015.
Η Ρωσία επέστρεψε [1] στη Μέση Ανατολή και δεν σχεδιάζει να φύγει. Πολλά από αυτά που πρόσφατα κατάφερε η Ρωσία εκεί υπήρξαν απόρροια της επανατοποθέτησης και του επαναπροσδιορισμού των συμφερόντων των Ηνωμένων Πολιτειών. Αυτές οι εξελίξεις προσφέρουν ένα άνοιγμα για μια μεσανατολική αμερικανική πολιτική, η οποία θα καθοδηγείται από ένα πιο μετριοπαθές αλλά τελικά πιο ρεαλιστικό και παραγωγικό σύνολο στόχων.
*ανώτερος συνεργάτης και διευθυντής του Προγράμματος Ρωσίας και Ευρασίας στο Carnegie Endowment for International Peace
**πρώτη δημοσίευση: www.foreignaffairs.gr