τoυ Tony Barber
H άνοδος που έχει καταγράψει ο απολυταρχισμός και ο ακροδεξιός λαϊκισμός, το αδερφάκι του στις δυτικές δημοκρατίες, προκαλεί την εύλογη ανησυχία πως οι φιλελεύθερες πολιτικές αξίες και το κράτος δικαίου απειλούνται με οριστικό μαρασμό.
Ωστόσο, ούτε απολυταρχικά κράτη όπως η Κίνα και η Ρωσία ούτε οι λαϊκιστές ηγέτες στις ΗΠΑ, την Ιταλία και σε άλλες δυτικές χώρες είδαν τα πράγματα να πηγαίνουν όπως ακριβώς τα ήθελαν το 2019.
Oι προκλήσεις που αντιμετώπισαν καταδεικνύουν πως είναι πολύ νωρίς να ξεγράψουμε τις προσδοκίες για παγκόσμια διακυβέρνηση, αν και η βασισμένη σε κανόνες παγκόσμια τάξη που οικοδομήθηκε μετά το 1945 χάρη στις ενέργειες των ΗΠΑ βρίσκεται σε αποσύνθεση και δεν θα επανέλθει ποτέ στην πρότερη κατάσταση.
Στην ετήσια έκθεση «Ελευθερία στον Κόσμο», η Freedom House, μια μη κομματική, κρατικά χρηματοδοτούμενη αμερικανική οργάνωση, υποστηρίζει ότι η ελευθερία στην υφήλιο συρρικνώθηκε πέρυσι για 13 διαδοχική χρονιά. Κατά την περίοδο 2006 με 2018, περίπου 116 χώρες βίωσαν καθαρή πτώση του δείκτη ελευθερίας και μόνο 63 κατέγραψαν άνοδο, σύμφωνα με την Freedom House.
Οι ΗΠΑ κατατάσσονται ως ελεύθερη χώρα, αλλά πίσω από τη Γαλλία, τη Γερμανία και το Ηνωμένο Βασίλειο λόγω της διάβρωσης του κράτους δικαίου από την κυβέρνηση Τραμπ.
Παρόμοιες ανησυχίες εμφανίζονται και στην τελευταία μέτρηση του «Δείκτη για το Κράτος Δικαίου» του World Justice Project, μια πρωτοβουλία της κοινωνίας των πολιτών με έδρα την Ουάσιγκτον.
Σύμφωνα με τη μελέτη αυτή, τα θεσμικά αντίβαρα στην εξουσία των κυβερνήσεων, όπως η ανεξάρτητη δικαιοσύνη, τα ελεύθερα μέσα ενημέρωσης και η νομοθετική εποπτεία του κυβερνητικού έργου, έχουν αποδυναμωθεί σημαντικά σε χώρες όπως η Κίνα, η Αίγυπτος, η Ουγγαρία, οι Φιλιππίνες και η Τουρκία.
«Ένα από τα πιο εντυπωσιακά στοιχεία σχετικά με την υποβάθμιση του κράτους δικαίου είναι πως έχει επιτευχθεί μέσω νόμων και νόμιμων θεσμών. Ο ίδιος ο νόμος έχει υφαρπαχθεί και χρησιμοποιείται για τη διάβρωση του ελέγχου της εξουσίας» υποστηρίζει η Ελίζαμπεθ Άντερσεν, εκτελεστική διευθύντρια του WJP.
Μια εξίσου ενοχλητική τάση είναι ο περιορισμός της ελευθερίας του λόγου μέσω της λογοκρισίας, των επιθέσεων σε ανεξάρτητους εκδοτικούς οίκους και την πίεση σε ακαδημαϊκούς που αρνούνται να υποταχθούν. Ο Ζίγια Σελκούκ, ο υπουργός Παιδείας της Τουρκίας, ανακοίνωσε τον Αύγουστο ότι η κυβέρνηση του προέδρου Ταγίπ Ερντογάν απομάκρυνε περισσότερα από 300.000 βιβλία από σχολεία και βιβλιοθήκες μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα του 2016 και τα κατέστρεψε.
Υπό τον πρόεδρο Σι Τζινπίνγκ, τον παντοδύναμο ηγέτη της Κίνας μετά το 2012, οι κινεζικές αρχές έχουν βάλει λουκέτο σε βιβλιοπωλεία τα οποία πωλούν υλικό που ασκεί κριτική στο κομμουνιστικό κόμμα, αύξησαν την πίεση σε ανεξάρτητους στοχαστές και εμπόδισαν την πρόσβαση σε μη λογοκριμένες πληροφορίες στο ίντερνετ.
Παρά αυτά τα πισωγυρίσματα για τις ατομικές ελευθερίες, τον πολιτικό πλουραλισμό και το κράτος δικαίου, οι απολυταρχικοί και ακροδεξιοί λαϊκιστές ηγέτες αντιμετωπίζουν όλο και μεγαλύτερη αντίσταση από τους πολίτες και τους δημόσιους θεσμούς κατά τη διάρκεια του 2019.
O Ματέο Σαλβίνι, ο ηγέτης της ακροδεξιάς Λέγκας στην Ιταλία, έχασε τη δουλειά του ως αντιπρόεδρος και υπουργός Εσωτερικών όταν υπερεκτίμησε τη δυνατότητά του να προκαλέσει πρόωρες βουλευτικές εκλογές και να γίνει ο αδιαμφισβήτητος ισχυρός άνδρας της χώρας.
Αν και η Λέγκα διατηρεί περισσότερη στήριξη από άλλα κόμματα, η δημοτικότητά της έχει βουλιάξει μετά το ανεπιτυχές στοίχημα του κ. Σαλβίνι, το οποίο έρχεται να προστεθεί στην αποτυχημένη του απόπειρα να οδηγήσει την ευρωπαϊκή ακροδεξιά σε νίκη στις ευρωεκλογές του Μαϊου.
Αντίστοιχα ο Ντόναλντ Τραμπ βρίσκεται στην πιο σοβαρή κρίση της προεδρίας του μετά την προσπάθεια του να δυσφημήσει τον Τζο Μπάιντεν, πρώην αντιπρόεδρο των Δημοκρατικών και πιθανό του αντίπαλό του στις προεδρικές εκλογές του 2020, με τη βοήθεια ενός ξένου ηγέτη, του προέδρου της Ουκρανίας, Βολοντόμιρ Ζελένσκι. Στη Βουλή των Αντιπροσώπων έχει ξεκινήσει έρευνα για την παραπομπή του, παρά την άρνηση του Λευκού Οίκου να συνεργαστεί.
Εν τω μεταξύ, oi μαζικές διαδηλώσεις στο Χονγκ Κονγκ έχουν μετατραπεί μέσα σε επτά μήνες από μια εναντίωση στον νόμο περί απελάσεων σε ένα ευρύτερο κίνημα που απαιτεί από την κινεζική κυβέρνηση να σεβαστεί βασικά δημοκρατικά δικαιώματα όπως υποσχέθηκε να κάνει όταν ανέλαβε τον έλεγχο του κρατιδίου το 1997.
Η Μόσχα ταρακουνήθηκε φέτος από τις μεγαλύτερες αντικυβερνητικές διαδηλώσεις που έχουν πραγματοποιηθεί στη ρωσική πρωτεύουσα από τον χειμώνα του 2011-12. Η σπίθα που άναψε το φιτίλι ήταν η απόφαση των αρχών να απαγορεύσουν τους υποψήφιους της αντιπολίτευσης να εκλεγούν στο δημοτικό συμβούλιο.
Eν τέλει, το κυβερνών κόμμα Ενωμένη Ρωσία του Βλαντιμίρ Πούτιν υπέστη βαριές απώλειες μετά από μια αντιπολιτευτική καμπάνια που συνιστούσε «έξυπνη ψήφο» ή ψήφο για οποιονδήποτε υποψήφιο πέρα από τους υποστηρικτές του Πούτιν. Η μεγάλη εικόνα είναι ότι η δημοτικότητα του κ. Πούτιν υποχωρεί εξαιτίας της λαϊκής δυσαρέσκειας με την στασιμότητα του βιοτικού επιπέδου, τις αλλαγές στο συνταξιοδοτικό σύστημα, την περιβαλλοντική καταστροφή και την αυθαίρετη συμπεριφορά της αστυνομίας και των δυνάμεων ασφαλείας.
To ρωσικό και κινεζικό κράτος διαθέτουν τεράστιες δυνατότητες καταστολής που τους επιτρέπουν να καταπνίγουν εύκολα κάθε διαμαρτυρία, εφόσον υπάρχει η βούληση. Το Κομμουνιστικό Κόμμα στην Κίνα επέδειξε τέτοια βούληση στην Πλατεία Τιενανμέν το 1989 και δεν έχει μετανιώσει ποτέ για αυτό, μια άκαμπτη στάση που αποτελεί κακό οιωνό για τους διαδηλωτές στο Χονγκ Κονγκ. Αλλά υπάρχει πολύ μικρότερη ανοχή για ανάλογη κρατική βία στις ευρωπαϊκές κοινωνίες, όπως κατέδειξε η λαϊκή κατακραυγή στη Σλοβακία για τη δολοφονία του Γιάν Κούτσιακ, ενός ερευνητικού δημοσιογράφου, και της μνηστής του.
Αν ο ακροδεξιός λαϊκισμός δεν καταφέρει να διεισδύσει βαθύτερα στα πολιτικά συστήματα της Δύσης, λόγω των μη ρεαλιστικών υποσχέσεων και τις συγκεχυμένες πολιτικές, η διάβρωση της μεταπολεμικής παγκόσμιας τάξης θα επιβραδυνθεί. Τούτο ισχύει ιδίως για τις ΗΠΑ, όπου μια αλλαγή στην εξουσία μετά τις εκλογές του 2020 μπορεί να μειώσει σημαντικά την εχθρότητα και τον σκεπτικισμό του Λευκού Οίκου απέναντι στους πολυμερείς παγκόσμιους θεσμούς.
Οι αυξανόμενες εσωτερικές προκλήσεις που αντιμετωπίζουν τα απολυταρχικά συστήματα όπως η Ρωσία και η Τουρκία μπορεί να ενισχύσουν την τάση αυτή. Ωστόσο, οι πιο σημαντικές μακροπρόθεσμες τάσεις στις διεθνείς σχέσεις τα τελευταία 30 χρόνια ήταν η άνοδος της Κίνας και η μεταφορά οικονομικής ισχύος από τη Δύση στην Ασία. Αυτό καθιστά βέβαιο ότι η μεταπολεμική παγκόσμια τάξη που σχεδιάσει η Ουάσιγκτον, η οποία είχε ρυθμιστική προς όφελος των ΗΠΑ, της Ευρώπης, της Ιαπωνίας και άλλων συμμάχων, θα δώσει τη θέση της σε μια πιο κατακερματισμένη μορφή παγκόσμιας διακυβέρνησης.
Για τη Δύση, η σκληρή πραγματικότητα δεν είναι ότι η απολυταρχία θα θριαμβεύσει και η δημοκρατία θα μαραζώσει, αλλά μάλλον ότι η 500ετής εποχή της παγκόσμιας κυριαρχίας της Δύσης φτάνει στο τέλος της.
*πρώτη δημοσίευση: www.euro2day.gr