του Παναγιώτη Σωτήρη
Λίγες χώρες συγκεφαλαιώνουν την τραγική κατάληξη αυτού που ονομάστηκε, μάλλον υπερβολικά γενικευτικά και σίγουρα χωρίς ακρίβεια, «Αραβική Άνοιξη», όσο η Λιβύη.
Η εξέγερση που οδήγησε στην ανατροπή του για χρόνια ηγέτη της Λιβύης Μουαμάρ Καντάφι και η οποία δεν θα μπορούσε να είχε νικήσει χωρίς τους μαζικούς νατοϊκούς βομβαρδισμούς, δεν κατάφερε να οδηγήσει ούτε στην ειρήνευση ούτε στον εκδημοκρατισμό της χώρας.
Αντίθετα, αποτέλεσε την αφετηρία για έναν μακρόχρονο αιματηρό εμφύλιο πόλεμο, ο οποίος δεν αντανακλά τις εσωτερικές αντιθέσεις της χώρας, αλλά και τον διεθνή ανταγωνισμό, σε μια ιδιαίτερα σύνθετη και τεθλασμένη μορφή, έναν εμφύλιο πόλεμο στον οποίο για ένα διάστημα θα παίξει ρόλο και το τοπικό παρακλάδι του Ισλαμικού Κράτους.
Οι αντιμαχόμενες πτέρυγες
Τυπικά η Λιβύη έχει δύο βασικούς θεσμούς: έχει την κυβέρνηση που έχει έδρα την Τρίπολη και επικεφαλής τον Φαγιέζ αλ Σάραζ και τη Βουλή των Αντιπροσώπων που έχει έδρα το Τομπρούκ. Παρότι οι αποφάσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, που αναφέρονται στην πολιτική λύση του ζητήματος, προβλέπουν τη συνεργασία ανάμεσα στην κυβέρνηση και το Κοινοβούλιο, οι δύο θεσμοί βρίσκονται σε ανοιχτή σύγκρουση.
Η κυβέρνηση της Τρίπολης παραμένει η «διεθνώς αναγνωρισμένη κυβέρνηση» της Λιβύης, όμως η κυβέρνηση του Τομπρούκ ελέγχει πολύ μεγαλύτερη έκταση της Λιβύης και έχει την υποστήριξη του στρατηγού Χαλίφα Χαφτάρ.
Ο Χαφτάρ προέρχεται από τις Λιβυκές ένοπλες δυνάμεις και ήταν από τους αξιωματικούς που στήριξαν τον Μουαμάρ Καντάφι στο πραξικόπημα που τον έφερε στην εξουσία το 1969, ηγήθηκε των λιβυκών δυνάμεων που συμμετείχαν στον πόλεμο του Γιομ Κιπούρ το 1973 και υπήρξε ανώτατος αξιωματικός, πριν πιαστεί αιχμάλωτος στο Τσάντ το 1987. Στη συνέχεια θα βρεθεί στις ΗΠΑ και σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις είχε μια ειδική σχέση με τη CIA (μάλιστα έμενε κοντά στις κεντρικές εγκαταστάσεις της). Επέστρεψε στη Λιβύη το 2011 και έκτοτε ενεπλάκη στις εμφύλιες αντιπαραθέσεις.
Η εικόνα δύο μεγάλων αντιμαχόμενων παρατάξεων είναι από ορισμένες απόψεις και παραπλανητική. Πρόκειται επίσης για συμμαχίες ανάμεσα σε πολεμάρχους, σε μια χώρα που παραμένει σε συνθήκη βαθιάς κρίσης και αποδιάρθρωσης, παρά τον μεγάλο ορυκτό πλούτο που διαθέτει.
Η εμπλοκή ξένων δυνάμεων
Η τρέχουσα κατάσταση στη Λιβύη διαμορφώθηκε σταδιακά μετά την περίοδο 2014-2015. Σε μία πρώτη φάση, το 2014 θα έχουμε ουσιαστικά την κλιμάκωση της εμφύλιας σύγκρουσης με τον Χαφτάρ να κλιμακώνει την ένοπλη αντιπαράθεση με την κυβέρνηση της Τρίπολης κατηγορώντας την ότι έδινε καταφύγιο σε ένοπλους ισλαμιστές. Μέσα στην ένταση των συγκρούσεων θα αναδυθεί και το Ισλαμικό Κράτος που θα προσπαθήσει να ελέγξει συγκεκριμένες περιοχές. Στα τέλη του 2015 θα γίνει προσπάθεια για ειρήνη μεταξύ των αντιμαχόμενων πλευρών και θα υπογραφεί η «Λιβυκή Πολιτική Συμφωνία» και για ένα διάστημα θα φαίνεται ότι η κατάσταση έβαινε προς κάποιες εξομάλυνση, ενώ μπόρεσε να ανακοπεί και η δράση του Ισλαμικού Κράτους.
Τότε είναι που θα σχηματιστεί η «Κυβέρνηση Εθνικής Συμφωνίας» της οποίας ηγείται ο Φαγέζ αλ Σάρατζ και η οποία αρχικά είχε την ομόθυμη υποστήριξη του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ.
Ωστόσο, στα τέλη του 2017 ο Χαφτάρ δήλωσε ότι δεν ισχύει η «Πολιτική Συμφωνία». Σταδιακά θα ελέγξει μεγάλο μέρος τη έκτασης της Λιβύης, συμπεριλαμβανομένων και περιοχών με πετρελαιοπηγές. Το 2019 θα ξεκινήσει τη μεγάλη επίθεση για την κατάληψη της Λιβύης.
Όμως, όλα αυτά δεν έχουν να κάνουν μόνο με τις εσωτερικές αντιθέσεις της Λιβύης αλλά και με την παρέμβαση του διεθνούς παράγοντα. Η κυβέρνηση της Τρίπολης παραμένει τυπικά η διεθνώς αναγνωρισμένη κυβέρνηση. Όμως, υποστήριξη έχει κυρίως από την Τουρκία και το Κατάρ. Επιπλέον, έχει μια ορισμένη αναγνώριση από την Ευρωπαϊκή Ένωση και κυρίως χώρες όπως η Ιταλία που επιδιώκουν να συνεργαστούν με την κυβέρνηση της Τρίπολης για να σταματήσει τις προσφυγικές και μεταναστευτικές ροές.
Η υποστήριξη από την Τουρκία και το Κατάρ εξασφαλίζει και κάποιους πόρους αλλά και στρατιωτικό εξοπλισμό.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες τυπικά αναγνωρίζουν την κυβέρνηση της Τρίπολης, όμως έχουν και ανοιχτό δίαυλο με τον Χαφτάρ, άλλωστε έχουν δεσμούς μαζί του από τον καιρό που έμενε στις ΗΠΑ. Η Αίγυπτος στηρίζει ανοιχτά τον Χάφταρ, άλλωστε η στρατιωτική της κυβέρνηση θεωρεί ότι η κυβέρνηση της Τρίπολης ελέγχεται από τη Μουσουλμανική Αδελφότητα. Αντίστοιχα και η Σαουδική Αραβία και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα έχουν στηρίξει τον Χάφταρ, με τα τελευταία να έχουν προσφέρει και κρίσιμο στρατιωτικό εξοπλισμό, ενώ στήριξη έχει δώσει ουσιαστικά και η Γαλλία.
Στο πλευρό του Χάφταρ βρίσκεται επί της ουσίας και η Ρωσία, παρότι είχε στηρίξει τα ψηφίσματα του ΟΗΕ και αρχικά έδειχνε ότι ήθελε τηρήσει ισορροπίες, καθώς από τη μία στηρίζει τον Χάφταρ αλλά από την άλλη ρωσικές εταιρείες υπογράφουν συμβόλαια με τη λιβυκή Εθνική Εταιρεία Πετρελαίου για έρευνες στα λιβυκά κοιτάσματα. Επισήμως η Ρωσία στηρίζει την ανάγκη για τέλος στην ένοπλη σύγκρουση και για πολιτικό διάλογο σε όλο το λιβυκό πολιτικό φάσμα. Όμως, αντιμετωπίζει με επιφύλαξη τις ισλαμιστικές τάσεις που έχουν στηρίξει την κυβέρνηση της Τρίπολης και θεωρεί ότι με τον Χαφτάρ έχει καλύτερες προοπτικές και για συνεργασία στον ενεργειακό τομέα.
Όλα αυτά διαμορφώνουν μια κατάσταση όπου ο πόλεμος δεν είναι απλώς εμφύλιος αλλά είναι και μια μάχη για την επιρροή σε μια χώρα που είναι κρίσιμη γεωγραφικά αλλά και πλούσια ενεργειακά.
Η δε παρουσία ξένων δυνάμεων δεν περιορίζεται μόνο στην υποστήριξη με εξοπλισμό αλλά ακόμη και στην αποστολή μισθοφόρων.
Σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις στο πλευρό του Χάφταρ δραστηριοποιείται η ρωσικών συμφερόντων μισθοφορική εταιρεία Wagner και στο πλευρό της κυβέρνησης του αλ-Σάρατζ η τουρκικών συμφερόντων μισθοφορική εταιρεία SADAT. Η τελευταία, που σε μεγάλο βαθμό στελεχώνεται και από πρώην στελέχη του τουρκικών ένοπλων δυνάμεων, είναι γνωστή για τις στενές σχέσεις της με τον Ερντογάν και είχε ενεργό ανάμειξη στο συριακό εμφύλιο, προσφέροντας εκπαίδευση και υποστήριξη στους ένοπλες ισλαμιστικές ομάδες που υποστήριζε η Τουρκία.
Η Τουρκία αναβαθμίζει την εμπλοκή της
Αρχικά το 2011 η Τουρκία ήταν αντίθετη στην επέμβαση του ΝΑΤΟ και την υποστήριξε μόνο όταν έγινε σαφές ότι ο συσχετισμός ήταν εναντίον του Καντάφι. Έκτοτε, όμως, η τουρκική εμπλοκή στο λιβυκό εμφύλιο πόλεμο είναι υπαρκτή και δεδομένη. Για παράδειγμα ως προ τα μη επανδρωμένα αεροσκάφη, η σύγκρουση γίνεται ανάμεσα σε αυτά που έχει προσφέρει η τουρκική κυβέρνηση στην κυβέρνηση της Τρίπολης και τα κινεζικής προέλευσης που έχουν προσφέρει τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα στην πλευρά Χαφτάρ, ενώ η Άγκυρα δεν προσπάθησε να συγκαλύψει μεταφορές εξοπλισμού (οχημάτων μεταφοράς προσωπικού) που έχει κάνει στη Λιβύη, παρότι αποτελούν παραβίαση των κυρώσεων του ΟΗΕ.
Ωστόσο, πλέον η Τουρκία δείχνει να θέλει να αναβαθμίσει την στρατιωτική υποστήριξή της στην κυβέρνηση της Τρίπολης. Αυτό αποτυπώνει και το Μνημόνιο Αμυντικής Συνεργασίας, το οποίο παρότι αναφέρεται κυρίως σε ζητήματα κοινής εκπαίδευσης και ανταλλαγής πληροφοριών και δυνατότητας αμοιβαίας παροχής εξοπλισμού, είναι σαφές ότι επισημοποιεί τη διάθεση της Τουρκίας να εγγυηθεί στρατιωτικά την κυβέρνηση της Τρίπολης. Αυτό αποτυπώνουν και οι δηλώσεις του ίδιου του Ερντογάν ότι η Τουρκία είναι έτοιμη να στείλει στρατεύματα στη Λιβύη.
Είναι σαφές ότι η επίσημη παρουσία στρατευμάτων, έστω και εάν αυτό αφορά κάποιες επίλεκτες ομάδες, είναι μια κλιμάκωση σε σχέση με την απλή αποστολή εξοπλισμού και την παρουσία μισθοφόρων.
Το ρίσκο του Ερντογάν
Όλα αυτά αποτελούν ένα μεγάλο ρίσκο για τον Ταγίπ Ερντογάν. Το γιατί η Τουρκία επιμένει στη στήριξη της κυβέρνησης της Τρίπολης είναι προφανές. Αποτελεί άλλη μια προσπάθεια να δείξει ότι μπορεί να παίζει ρόλο περιφερειακής δύναμης και ταυτόχρονα ελπίζει στο να αποκτήσει μια σημαντική σύμμαχο στη Βόρ εια Αφρική, η οποία δείχνει να στηρίζει τις τουρκικές θέσεις σε σχέση με τη χάραξη των ΑΟΖ στη Νοτιοανατολική Μεσόγειο. Όμως αυτό δεν σημαίνει ότι τα πράγματα είναι τόσο απλά.
Η παράλληλη ανακοίνωση της Αιγύπτου ότι αναβαθμίζει τη στρατιωτική υποστήριξη στην πλευρά Χαφτάρ όπως και η αποσαφήνιση της Ρωσικής στάσης στο συγκεκριμένο θέμα που επίσης δείχνει να κλίνει περισσότερο προς την πλευρά Χαφτάρ, σε συνδυασμό με την ούτως ή άλλως υποστήριξη της Σαουδικής Αραβίας και των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων, παραπέμπει ότι η Τουρκία μπαίνει σε μια σύγκρουση με πολλούς παίκτες και χωρίς κάποια εγγύηση ότι θα είναι με την πλευρά που θα κερδίσει τελικά.
Ακόμη περισσότερο, κινδυνεύει να εμπλακεί ακόμη περισσότερο σε μια δύσκολη σύγκρουση και η οποία μπορεί να τον φέρει σε αντιπαράθεση με μια δύναμη, τη Ρωσία, στη συνεργασία της οποία στηρίζεται ακόμη για τη διαχείριση της συριακής εμπλοκής.
*πρώτη δημοσίευση: www.in.gr