Σε στάση αναμονής για τις προεδρικές εκλογές στις ΗΠΑ οι κυβερνήσεις παγκοσμίως, καθώς προσπαθούν να «μετρήσουν» τη μελλοντική πορεία της Ουάσινγκτον και να βρουν πώς θα προσεγγίσουν τα ζητήματα του παγκόσμιου εμπορίου, εν μέσω οικονομικής αβεβαιότητας.
Η αβεβαιότητα ως προς το αποτέλεσμα των προεδρικών εκλογών και των εκλογών στο Κογκρέσο των ΗΠΑ το 2020 θα διαμορφώσουν τις ενέργειες και αποφάσεις των χωρών ανά τον κόσμο.
Μια εκλογική χρονιά σε τεταμένο κλίμα στις ΗΠΑ σημαίνει πως την ώρα που τα άλλα κράτη προσπαθούν να αντιμετωπίσουν τις δικές τους εσωτερικές, περιφερειακές και παγκόσμιες ανησυχίες, θα πρέπει να συνυπολογίσουν τις ευκαιρίες και τους κινδύνους στις αποφάσεις που επικαλύπτουν αμερικανικά συμφέροντα, λαμβάνοντας υπ’ όψιν την πιθανή δραματική μετεκλογική αλλαγή της αμερικανικής θέσης.
«Απείθαρχα» κράτη όπως το Ιράν και η Βόρεια Κορέα, και μη κρατικοί παράγοντες στους οποίους περιλαμβάνονται οι Ταλιμπάν και το Ισλαμικό Κράτος, θα εξετάσουν τρόπους με τους οποίους μπορεί να αποκτήσουν με τη συμπεριφορά τους πλεονεκτική θέση για να εκμεταλλευτούν την εκλαμβανόμενη αδυναμία στην εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ, υπολογίζοντας παράλληλα τους κινδύνους ή τα οφέλη της σύναψης συμφωνιών με την κυβέρνηση Τραμπ, ή της αναμονής για μια πιθανή αλλαγή στην αμερικανική ηγεσία. Αν πιέσουν για να επιταχυνθεί μια αμερικανική αντίδραση των ΗΠΑ υπέρ τους, μπορεί να αυξηθεί ο κίνδυνος επιθετικής στάσης που θα περιλαμβάνει στρατιωτικές και αντάρτικες ενέργειες, όπως επίσης και η πιθανότητα λάθος υπολογισμού των αμερικανικών αντιδράσεων σε επιθετικές τακτικές.
Κίνα, Ρωσία και άλλοι ανταγωνιστές των ΗΠΑ, καθώς και οι εταίροι της Ουάσινγκτον στην Ευρώπη και στην Ασία, θα προσεγγίσουν τις δεσμεύσεις ή την απόρριψη των δεσμεύσεων των ΗΠΑ το 2020 με μεγαλύτερη επιφυλακτικότητα μέχρις ότου υπάρξει βεβαιότητα ως προς την επόμενη κυβέρνηση. Οι χώρες αυτές θα λάβουν υπ’ όψιν την πολύ πιο μακροπρόθεσμη σχέση τους με τις ΗΠΑ, επιδιώκοντας να αποφύγουν υποχρεώσεις που θα μπορούσαν να ανατραπούν ή να προβούν σε ενέργειες που υποθέτουν πως θα υπάρξει αλλαγή στην ηγεσία στον Λευκό Οίκο.
Ενώ οι προβλέψεις του Stratfor για το 2019 τόνιζαν τις διάφορες προκλήσεις για την παγκόσμια οικονομική ανάπτυξη, για το 2020 το think tank είναι λιγότερο αισιόδοξο για την ικανότητα του κόσμου να αποφύγει τα τοπικά οικονομικά σοκ. Οι κοινωνικές και πολιτικές πιέσεις που πηγάζουν από την επιβράδυνση του ρυθμού οικονομικής ανάπτυξης της Κίνας, οι αυξανόμενες διαδηλώσεις κατά της πολιτικής ανισότητας και των προγραμμάτων οικονομικής λιτότητας στη Λατινική Αμερική, στη Βόρεια Αφρική και στη Μέση Ανατολή –που επιδεινώνονται από τις χαμηλές τιμές των εμπορευμάτων- και η αβεβαιότητα που σχετίζεται με το Brexit, θα μπορούσαν να συμβάλουν σε τοπικές οικονομικές αστάθειες.
Η αβεβαιότητα αναφορικά με καθεστώς των συμφωνιών παγκόσμιου εμπορίου και η περιορισμένη αποτελεσματικότητα των δημοσιονομικών και νομισματικών εργαλείων που έχουν στη διάθεσή τους οι κυβερνήσεις που ήδη λειτουργούν με εξαιρετικά χαμηλά επιτόκια, θα επιδεινώσουν αυτά τα τοπικά ζητήματα. Αν και μια μεμονωμένη κρίση θα ήταν σε μεγάλο βαθμό διαχειρίσιμη, ωστόσο εάν ξεσπάσουν διαδοχικές κρίσεις ή αν υπάρξει ταυτόχρονη επικάλυψη με οικονομική αστάθεια σε διάφορα μέρη, αυτό θα μπορούσε να μετατραπεί ταχύτατα σε χιονοστιβάδα με παγκόσμιες επιπτώσεις.
Αν και το Stratfor αναμένει να υπάρξει μερική άμβλυνση των σινοαμερικανικών εμπορικών εντάσεων, ωστόσο οι βαθύτερες συστημικές διαφορές μεταξύ των δυο χωρών δεν θα επιλυθούν το 2020, εάν επιλυθούν ποτέ. Η διαφοροποίηση στις οικονομικές ατζέντες των ΗΠΑ, της Κίνας και της Ευρώπης δεν αφήνουν μεγάλο περιθώριο συνεργασίας, αυξάνοντας τους παγκόσμιους οικονομικούς κινδύνους.
Ένας αυξανόμενος παγκόσμιος ανταγωνισμός με επίκεντρο την τεχνολογική ανάπτυξη θα εντείνει τις πολιτικές μάχες και θα δημιουργήσει ακόμα μεγαλύτερο πρόβλημα στην οικονομική σταθερότητα. Οι αμερικανικές εκλογές θα τονίσουν τη χρήση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης και των άλλων εργαλείων μαζικής επικοινωνίας για τη διάδοση παραπληροφόρησης και τη δημιουργία διχόνοιας. Ο ανταγωνισμός για τα δίκτυα προμηθειών τεχνολογίας και οι ρυθμιστικές διαφοροποιήσεις γύρω από τα σημεία όπου διασταυρώνονται η εθνική ασφάλεια, τα προσωπικά δεδομένα και τα επιχειρηματικά συμφέροντα, πιθανότατα θα διχάσουν ακόμα περισσότερο τις ΗΠΑ, την Κίνα και την Ευρώπη, πιέζοντας έτσι τις παγκόσμιες αλυσίδες προμηθειών τεχνολογίας, αυξάνοντας περαιτέρω την οικονομική κατασκοπεία και τονίζοντας τις τεράστιες διαφορές προσέγγισης για την επίτευξη παγκόσμιας ρυθμιστικής συναίνεσης.
*πρώτη δημοσίευση: www.euro2day.gr