του Κώστα Υφαντή*
Επειδή οι εντάσεις μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας στο Αιγαίο αλλά και γενικότερα, δείχνουν να αποκτούν μια μόνιμα αυξητική τάση, και επειδή πολλά λέγονται σχετικά, σε μια προσπάθεια αποσαφήνισης της περίπλοκης ελληνοτουρκικής σχέσης, ας αρχίσουμε από τα προφανή, και μάλιστα με μια σειρά που δεν είναι αξιολογική.
Πρώτον, μια στρατιωτική αντιπαράθεση με την Τουρκία δεν θα έχει νικητές. Και οι δύο πλευρές θα έχουν ηττηθεί από την στιγμή που θα περάσουν το κατώφλι της χρήσης στρατιωτικής ισχύος. Κανένα πρόβλημα δεν θα επιλυθεί, ενώ αντίθετα γενιές Ελλήνων και Τούρκων θα επιμολυνθούν με νέες εμπειρίες και μνήμες βίας και αίματος. Επειδή ο πόλεμος αποτελεί εγγενές συστατικό της ιστορίας, τίποτε δεν μπορεί να αποκλειστεί. Μια πολεμική σύγκρουση δεν είναι, δυστυχώς, αδιανόητη και πολλές φορές περνάει πάνω από τις ανθρώπινες κοινότητες χωρίς να το έχουν σχεδιάσει και επιδιώξει.
Δεύτερον, αν κάποιος απειλεί στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο, αυτός είναι η Τουρκία. Αν κάποιος επισείει την προοπτική της βίας ως επιλογή και μέσον «επίλυσης των διαφορών», αυτός είναι η Άγκυρα. Το casus belli ισχύει αλλά ακόμη και αν δεν υφίστατο ως θεσμικά κατοχυρωμένη δέσμευση της Τουρκικής Δημοκρατίας, η ρητορική που εκπέμπεται από την ανατολική πλευρά του Αιγαίου είναι διαχρονικά απειλητική και εκβιαστική. Στην Κύπρο, η Τουρκία έχει ήδη δημιουργήσει νέα τετελεσμένα. Οι γεωτρήσεις που έχουν γίνει, και αυτές που προγραμματίζονται από τα τουρκικά πλοία εντός της Κυπριακής ΑΟΖ παραβιάζουν την κυριαρχία της Κυπριακής Δημοκρατίας. Δύσκολα δεν θα τεθεί από την Τουρκία και την τουρκοκυπριακή κοινότητα η απαίτηση για εκ νέου οριοθέτηση όλων των ζωνών στο πλαίσιο των τουρκικών επιδιώξεων και προτιμήσεων, αν και όταν εκκινήσει μια νέα προσπάθεια επίλυσης του Κυπριακού. Η Κυπριακή Δημοκρατία έχει αντιδράσει διπλωματικά αλλά, δυστυχώς, η ασυμμετρία ισχύος είναι συντριπτική και δύσκολα θα ανατραπούν οι τουρκικές προσβολές.
Τρίτον, για την Ελλάδα η Τουρκία αποτελεί απειλή και αντιμετωπίζεται ως τέτοια, αλλά πρέπει να αντιμετωπίζεται και ως ευκαιρία: Μια οικονομία που, παρ’ όλα τα πισωγυρίσματα, είναι οικονομία του περίπου ενός τρισεκατομμυρίου δολαρίων, με σημαντική παραγωγική βάση, με εξαγωγές σχεδόν 200 δισεκατομμυρίων και μια διαρκώς διευρυνόμενη μεσαία τάξη που καταναλώνει, πάει διακοπές και αποζητά ειρήνη και ευημερία. Η τρέχουσα οικονομική αβεβαιότητα και επιβράδυνση δεν μπορεί παρά να είναι προσωρινές. Η Τουρκία τάχιστα εντάσσεται στις αναπτυγμένες βιομηχανικές οικονομίες και ετοιμάζεται πυρετωδώς για την τέταρτη βιομηχανική επανάσταση. Επενδύει στην εκπαίδευση και την ποιότητα του ανθρώπινου δυναμικού της και μπορεί να είναι ήσυχη ότι -για τουλάχιστον κάποιες δεκαετίες- δεν θα αντιμετωπίσει τα δημογραφικά προβλήματα που απειλούν τις αναπτυγμένες κοινωνίες και την Ελλάδα. Υπό αυτές τις συνθήκες, η γειτνίαση με μια τέτοια οικονομία θα ήταν ευλογία.
Όμως, οι συνθήκες είναι διαφορετικές. Η Τουρκία είναι μια καχεκτική δημοκρατία. Βρίσκεται σε διαδικασία εκδημοκρατισμού εδώ και έναν αιώνα. Μια αέναη διαδικασία όπου ο Σίσυφος δεν φτάνει καν στην κορυφή του λόφου. Δεν υπάρχει άλλο ανάλογο ιστορικό παράδειγμα. Και σαν να μην έφτανε αυτό, υπό την ηγεσία του Ταγίπ Ερντογάν η Τουρκία αποκτά ολοένα και περισσότερο χαρακτηριστικά Κεντρο-ασιατικής πολιτείας. Πανίσχυρη, ανέλεγκτη Προεδρία, συνταγματικά τραυματισμένη διάκριση των εξουσιών, «κράτος δικαίου» που λειτουργεί υπέρ του κράτους και κατά του πολίτη, με μόνες τις εκλογές να «νομιμοποιούν» μια ανταγωνιστική αλλά αυταρχική πολιτική διαδικασία. Ένας ηγέτης που πλέον στηρίζεται στην υποστήριξη του Κόμματος Εθνικιστικής Δράσης για να διατηρεί την εκλογική και πολιτική του πρωτοκαθεδρία, δεν είναι ένας συνομιλητής που αντέχει τους συμβιβασμούς.
Τέταρτον, η Τουρκία προς το παρόν βρίσκεται εκτός των σχεδίων των ΗΠΑ και των συμμάχων τους στην περιοχή για μια νέα περιφερειακή αρχιτεκτονική ασφάλειας, με ευθύνη δική της. Κακές σχέσεις με το Ισραήλ και την Αίγυπτο, δυσπιστία στην σχέση της με την Σαουδική Αραβία, ευκαιριακή σύγκλιση με το Ιράν, και στα πρόθυρα της ρήξης με τις ΗΠΑ, συγκροτούν μια εικόνα απομόνωσης. Και ενώ μια τέτοια κατάσταση θα μπορούσε να θεωρηθεί ευνοϊκή για τα ελληνικά συμφέροντα, δεν είναι, στον βαθμό που η Άγκυρα -υπό αυτές τις συνθήκες- οι τελευταίοι με τους οποίους θα ήταν διατεθειμένη να συμβιβαστεί είναι η Κυπριακή Δημοκρατία και η Ελλάδα.
Για την Ελλάδα, η πρόκληση επικαιροποίησης και αναζωογόνησης της στρατηγικής της είναι τεράστια. Το ζητούμενο είναι η ισορροπία μεταξύ ανάσχεσης της ξεκάθαρα διατυπωμένης τουρκικής απειλής και της διατήρησης ανοικτών των διαύλων επικοινωνίας και διαλόγου σε όλα τα επίπεδα. Είναι εξαιρετικά δύσκολο, βεβαίως, να διαμορφώσεις συνθήκες έντιμου διαλόγου με κάποιον που σε απειλεί και ο μαξιμαλισμός των απαιτήσεών του υποστηρίζεται από τακτικές δημιουργίας τετελεσμένων. Η τουρκική τακτική έχει κάνει την Ελλάδα να βλέπει και αυτή μια διευθέτηση στο Αιγαίο και την Κύπρο με όρους μηδενικού αθροίσματος. Μια φορτωμένη με τουρκικές αναθεωρητικές προτιμήσεις διμερής ατζέντα, όπου τα ζητήματα μπορούν να διευθετηθούν μόνο στην βάση ελληνικών συμβιβασμών, δεν είναι ένα πλαίσιο που η Αθήνα μπορεί να αποδεχθεί.
Οι εκτιμήσεις των περισσοτέρων συγκλίνουν στο συμπέρασμα ότι η Άγκυρα δεν επιθυμεί την κατάρρευση των ελληνοτουρκικών σχέσεων μέσα από μια κρίση που θα κλιμακωθεί στην βάση συγκεκριμένου σχεδιασμού. Ίσως δεν έχουν άδικο. Το πιθανότερο είναι ότι η Άγκυρα θα εξακολουθήσει να δοκιμάζει τις αντοχές της Αθήνας και να κλιμακώνει χωρίς να φτάνει στο κατώφλι ενός θερμού επεισοδίου. Θα επιδιώκει να κερδίζει πόντους κάθε μέρα. Θα συνεχίσει να δεσμεύει μεγάλες περιοχές στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο για ασκήσεις. Θα συνεχίσει να προσπαθεί να οριοθετήσει ΑΟΖ και υφαλοκρηπίδα με άλλες χώρες διακηρύττοντας την ανυπαρξία των ελληνικών και κυπριακών δικαιωμάτων. Θα συνεχίσει να απειλεί και να παραβιάζει. Δεν θα διστάσει να χρησιμοποιήσει τις προσφυγικές ροές ως υβριδικό εργαλείο. Στο πλαίσιο αυτής της τακτικής, θεωρώ, όμως, ότι η τουρκική πολιτική και στρατιωτική ηγεσία έχει περιλάβει και την πιθανή χρησιμότητα ενός στρατιωτικού σεναρίου: Ένα επεισόδιο που για την Τουρκία δεν θα τελειώσει με την επιστροφή στο status quo ante αλλά σε ένα τραπέζι διαπραγματεύσεων όπου όλα θα είναι προς συζήτηση.
Σε αυτό το περιβάλλον, είναι ίσως καιρός να ξαναδούμε συνολικά την ελληνική στρατηγική. Οι επιλογές της Αθήνας προσδιορίζονται τελικά από την ανάγκη να διατηρηθεί η ελληνική κυριαρχία και η ειρήνη. Όμως, η ειρήνη δεν θα εξασφαλισθεί μέσα από τις συνεχείς υποχωρήσεις στην απειλή χρήσης βίας της άλλης πλευράς. Και ενώ η Τουρκία, ουσιαστικά ανενόχλητη, προσδιορίζει την φυσιογνωμία της επόμενης μέρας στην Κύπρο με βάση τις δικές της προτιμήσεις, στο Αιγαίο δεν έχουμε κανένα περιθώριο να επιτρέψουμε την ίδια τακτική.
Η ελληνική στρατηγική οφείλει να βασίζεται σε τρεις τουλάχιστον πυλώνες.
Πρώτον, στην διατήρηση της αποτρεπτικής μας ισχύος σε ικανοποιητικά επίπεδα. Το πιο σημαντικό σε αυτήν την περίπτωση δεν είναι η ποσότητα αλλά η αξιοπιστία. Το σήμα ότι οι τουρκικές επιδιώξεις δεν θα γίνουν ανεκτές πρέπει να είναι ξεκάθαρο. Η ελληνική διπλωματία πρέπει να στείλει αυτό το μήνυμα όχι με πολεμοκάπηλες δηλώσεις και στρατιωτικές φανφάρες αλλά μέσω έντιμων διαμεσολαβητών. Παράλληλα, είναι καιρός να ανακοινωθεί ότι η Ελλάδα εκπονεί τάχιστα ένα ολοκληρωμένο πρόγραμμα εκσυγχρονισμού της δομής των ενόπλων δυνάμεών της με το πέρασμα στον επαγγελματισμό ενός μικρότερου αλλά απείρως ισχυρότερου στρατεύματος και μιας αξιόμαχης εφεδρείας, ενώ προχωρά και στον σχεδιασμό ενός μεσοπρόθεσμου εξοπλιστικού προγράμματος με έμφαση σε ό,τι προωθεί την απόκτηση τεχνολογικής υπεροχής στο επιχειρησιακό περιβάλλον του Αιγαίου και της Ανατολικής Μεσογείου. Η συνεργασία με τις ΗΠΑ και την Γαλλία είναι κρίσιμο συστατικό ενώ και η περεταίρω εμβάθυνση της στρατιωτικής συνεργασίας με το Ισραήλ δεν μπορεί παρά να είναι μέρος αυτού του προγράμματος.
Δεύτερον, στην έγκαιρη ευαισθητοποίηση φίλων και συμμάχων. Δεν ζητούμε την στρατιωτική τους συνδρομή –θα ήταν απίθανο να την προσδοκούσαμε- αλλά την διπλωματική και πολιτική τους συμπαράσταση. Η στάση και η αλληλεγγύη της ΕΕ είναι ζωτικής σημασίας αλλά θα πρέπει να ξέρουμε ότι υπάρχουν όρια στο τι μπορεί να κάνει απέναντι στην Τουρκία και δεν θα προσφέρει τίποτε ουσιαστικό να εκβιάσουμε αυτά τα όρια.
Τρίτον, στην επιδίωξη να αλλάξουμε την διμερή ατζέντα. Διαμορφώνουμε έναν συγκεκριμένο οδικό χάρτη για την επίλυση των διαφωνιών μας με την Τουρκία. Η προσφυγή στην διεθνή δικαιοσύνη είναι ο βασικός πυλώνας της ελληνικής πολιτικής διαχρονικά αλλά -επιτέλους- ας καταθέσουμε ιδέες για το πώς θα φτάσουμε εκεί. Ας αντιστρέψουμε τους όρους του παιγνιδιού. Να "βομβαρδίσουμε" την άλλη πλευρά και την διεθνή κοινότητα με ιδέες για εργαλεία και μηχανισμούς επίλυσης διαφορών που θα περιλαμβάνουν οπωσδήποτε και την προσφυγή στην διεθνή δικαιοσύνη και/ή διαιτησία.
Με την αυτοπεποίθηση που μας δίνει πρωτίστως η αξιόπιστη αποτρεπτική μας ικανότητα και οι συμμαχίες μας, μπορούμε να είμαστε ενεργητικοί στην προσέγγισή μας με την άλλη πλευρά. Να προτείνουμε μια ολοκληρωμένη διαδικασία που θα περιλαμβάνει άνεση χρόνου αλλά και προθεσμίες, λεπτομερή και αξιολόγηση των θεμάτων, δέσμευση για ουσιαστική συζήτηση με απόλυτη μυστικότητα και όχι προσχηματική ανταλλαγή των μαξιμαλιστικών θέσεων, εκείνα τα fora και τρίτα μέρη που θα μπορούσαν να διευκολύνουν κλπ.
Τίποτε από τα παραπάνω, βεβαίως δεν είναι σκόπιμο να ξεκινήσει αν η Τουρκία δεν εγκαταλείψει την επιθετική της τακτική και δεν σταματήσει να ακρωτηριάζει την Κυπριακή κυριαρχία. Και αν επιχειρήσει την δημιουργία ανάλογων τετελεσμένων εις βάρος της ελληνικής κυριαρχίας τότε θα πρέπει όλοι να ξέρουν ότι η ούτε Ελλάδα μπλοφάρει!
*Καθηγητής Διεθνών Σχέσεων στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και Επισκέπτης Καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Kadir Has της Κωνσταντινούπολης
**πρώτη δημοσίευση: www.foreignaffairs.gr