του Con Coughlin*
Η απόφαση του Τούρκου Προέδρου Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν να παρέμβει στρατιωτικά στη σύγκρουση στη Λιβύη όχι μόνο αυξάνει την προοπτική ότι η σύγκρουση θα εισέλθει σε μια νέα και πιο επικίνδυνη φάση, αλλά υπόσχεται, επίσης, να δώσει σημαντική ώθηση στις ισλαμικές πολιτοφυλακές που αγωνίζονται να πάρουν τον έλεγχο της χώρας και να δημιουργήσουν μια κυβέρνηση τύπου Μουσουλμανικής Αδελφότητας στην Τρίπολη.
Η δικαιολογία του κ. Ερντογάν για την αποστολή Τουρκικών στρατευμάτων στη Λιβύη, η οποία υποστηρίζεται από το τουρκικό κοινοβούλιο, είναι ότι παρέχει στήριξη στον πρωθυπουργό Φαγέζ αλ Σαράζ, επικεφαλής της Κυβέρνησης Εθνικής Συμφωνίας (GNA) που υποστηρίζεται από τα Ηνωμένα Έθνη.
Η Κυβέρνηση Εθνικής Συμφωνίας βρίσκεται υπό τεράστια πίεση λόγω της επίθεσης που πραγματοποιεί ο Στρατηγός Χαλίφα Χάφταρ, ο ηγέτης των ανταρτών της Λιβύης, ο οποίος, με τη στήριξη της Ρωσίας, της Γαλλίας και των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων, έχει κατακτήσει μεγάλα τμήματα της χώρας και προσπαθεί τώρα καταλάβει τον έλεγχο της πρωτεύουσας της Λιβύης.
Η ισχύς της θέσης του Στρατηγού Χάφταρ αποδείχτηκε παραστατικά νωρίτερα αυτή την εβδομάδα, όταν δυνάμεις του Χάφταρ κατέλαβαν τον έλεγχο ζωτικών μονάδων παραγωγής πετρελαίου της Λιβύης στα περίχωρα της Τρίπολης, κίνηση που μείωσε την παραγωγή σχεδόν στο μηδέν.
Αυτή η κίνηση ώθησε τον κ. Σαράζ να προειδοποιήσει ότι η Λιβύη θα αντιμετωπίσει τρομερές συνέπειες εάν δεν αρθεί ο αποκλεισμός.
Μετά τη Σύνοδο Κορυφής του Βερολίνου που συγκλήθηκε από τη Γερμανίδα Καγκελάριο Άνγκελα Μέρκελ με σκοπό την κατάπαυση του πυρός, ο κ. Σαράζ δήλωσε: «Η κατάσταση θα είναι καταστροφική εάν παραμείνει έτσι».
Η σύνοδος κορυφής έληξε χωρίς καμία από τις αντιμαχόμενες πλευρές να συμφωνήσει για κατάπαυση του πυρός, και υποστηρίζοντας μόνο χλιαρά τις διεθνείς εκκλήσεις για εμπάργκο όπλων προκειμένου να αποφευχθεί περαιτέρω κλιμάκωση των εχθροπραξιών.
Η υποστήριξη προς τον Στρατηγό Χάφταρ έχει αυξηθεί, ως αποτέλεσμα του ισχυρισμού του ότι ένας από τους βασικούς στόχους της στρατιωτικής του εκστρατείας είναι να εμποδίσει τη χώρα να πέσει στα χέρια ισλαμικών πολιτοφυλακών που έχουν ευθυγραμμιστεί με την Κυβέρνηση Εθνικής Συμφωνίας (GNA).
Πολλές από αυτές τις ομάδες έχουν δεσμούς με την Μουσουλμανική Αδελφότητα, το ισλαμικό κόμμα που για λίγο ―και με καταστροφικό τρόπο― ανέλαβε την εξουσία στη γειτονική Αίγυπτο.
Μεταξύ των ισλαμικών ομάδων που υποστηρίζουν την Κυβέρνηση Εθνικής Συμφωνίας είναι το κόμμα al-Watan με επικεφαλής τον Abedelhakim Belhaj, τον πρώην επικεφαλής του αυτοαποκαλούμενου Στρατιωτικού Συμβουλίου της Τρίπολης. Ο Belhaj ήταν ο εμίρης της πλέον αδρανούς Λιβυκής Μαχόμενης Ισλαμικής Ομάδας (Libyan Islamic Fighting Group - LIFG), μιας ισλαμικής οργάνωσης που στο παρελθόν αγωνίστηκε για την ανατροπή του πρώην δικτάτορα της Λιβύης συνταγματάρχη Μουαμάρ Καντάφι.
Η LIFG έχει συνδεθεί με την τρομοκρατική επίθεση στο Μάντσεστερ Αρένα τον Μάιο του 2017 όπου σκοτώθηκαν 23 άτομα κατά τη διάρκεια συναυλίας της Αμερικανίδας τραγουδίστριας Ariana Grande.
Το όνομα του Belhaj έχει επίσης αναφερθεί στον κατάλογο των ισλαμιστών τρομοκρατών που συντάχτηκε από τη Σαουδική Αραβία στην αρχή της διπλωματικής διαμάχης του Ριάντ με το Κατάρ το 2017.
Η ανησυχία τώρα είναι ότι ο κ. Ερντογάν θα χρησιμοποιήσει την αποτυχία των διεθνών διαμεσολαβητών να τερματίσουν τις μάχες για να εντείνει την υποστήριξή του προς την Κυβέρνηση Εθνικής Συμφωνίας (GNA), ενισχύοντας έτσι τη θέση των πολυάριθμων ισλαμικών πολιτοφυλακών που στηρίζουν το σώμα που υποστηρίζεται από τα Ηνωμένα Έθνη.
Ο κ. Ερντογάν ήταν ένθερμος υποστηρικτής της Μουσουλμανικής Αδελφότητας όταν κατέλαβε την εξουσία στο Κάιρο, και υπάρχει αυξανόμενη ανησυχία, ιδιαίτερα στην Ευρώπη, ότι ο Τούρκος ηγέτης έχει πλέον βλέψεις για την εγκαθίδρυση παρόμοιου καθεστώτος στη Λιβύη.
Μπορεί, βέβαια, να μην προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι οι σημαντικότεροι υποστηρικτές της GNA στην περιοχή είναι η Τουρκία και μια χώρα του Κόλπου, το Κατάρ, οι οποίες τυχαίνει επίσης να είναι αφοσιωμένοι υποστηρικτές της Μουσουλμανικής Αδελφότητας. Η μόνη άλλη χώρα που υποστηρίζει ανοιχτά την GNA είναι η Ιταλία, αλλά μόνο επειδή τα σημαντικά πετρελαϊκά της συμφέροντα στη Λιβύη βρίσκονται στην περιοχή που ελέγχεται από την GNA. Η Γαλλία, αντιθέτως, στηρίζει τον Στρατηγό Χάφταρ για να αποτρέψει ισλαμικές ομάδες με έδρα την Τρίπολη να οργανώσουν τρομοκρατικές επιθέσεις στη γαλλική ηπειρωτική χώρα.
Συνεπώς, η εμβάθυνση της συμμετοχής της Τουρκίας στη λιβυκή σύγκρουση είναι μια εξέλιξη που πρέπει να εξεταστεί με βαθιά ανησυχία. Ελλείψει σοβαρής διεθνούς πρωτοβουλίας για την παύση των συγκρούσεων, το πιο πιθανό αποτέλεσμα της παρέμβασης της Τουρκίας θα μπορούσε να είναι η δημιουργία ενός άλλου εξτρεμιστικού ισλαμικού καθεστώτος στις ακτές της Μεσογείου.
*συντάκτης σε θέματα άμυνας και εξωτερικών υποθέσεων της εφημερίδας Telegraph και διακεκριμένος Ανώτερος Συνεργάτης του Gatestone Institute
**πρώτη δημοσίευση: el.gatestoneinstitute.org