του Κωνσταντίνου Φίλη
Η Τουρκία επιχειρεί σχεδόν 10 χρόνια μετά τις αραβικές εξεγέρσεις να αναδιατάξει τον χάρτη της περιοχής. Η επένδυσή της στις μουσουλμανικές αδελφότητες κατά το ξέσπασμα της λεγόμενης «αραβικής άνοιξης» αρχικά έδειξε να καρποφορεί, γρήγορα όμως το κλίμα μεταστράφηκε και υποχρέωσε την Αγκυρα σε στρατηγική ήττα, καθότι τα προηγούμενα καθεστώτα παλινορθώθηκαν. Το 2017 η ενδοσουνιτική/ενδοαραβική κρίση μεταξύ Κατάρ και Σαουδικής Αραβίας απομάκρυνε περαιτέρω την Τουρκία από το Ριάντ, ενώ η πεισματική – αν και οργανική πλέον – σχέση με τις απανταχού μουσουλμανικές αδελφότητες έχει υψώσει τείχος καχυποψίας με πολλά αραβικά κράτη, με χαρακτηριστικότερη την περίπτωση της Αιγύπτου.
Παρ’ όλα αυτά η Τουρκία δεν το βάζει κάτω. Εχει ανοίξει τη βεντάλια της πολιτικής της σε διάφορα επίπεδα. Προσπαθεί να επεκτείνει την επιρροή της σε Αφρική και Ασία, μέσω τηλεοπτικών καναλιών και σίριαλ προβάλλει την πολιτισμική διασύνδεση των λαών με αυτήν, έχει πολλαπλασιάσει τις εμπορικές συναλλαγές με διάφορα κράτη πολύ πέραν των συνόρων της και διευρύνει τη στρατιωτική της παρουσία, με έμφαση στη ναυτική. Οι διάφορες παρεμβάσεις της εκεί όπου θίγονται συμφέροντα μουσουλμανικών στοιχείων (π.χ. των Ροχίνγκια στη Μυανμάρ, προσεκτικότερα και των Ουιγούρων στη Σιντσιάνγκ της Κίνας) γίνονται ακριβώς γιατί ο πρόεδρος Ερντογάν θέλει να καταστεί το σημείο αναφοράς για το σουνιτικό Ισλάμ.
Στην Ανατολική Μεσόγειο η τακτική της Αγκυρας συμπυκνώνεται στο τρίπτυχο «ανακάτεψε την τράπουλα, ζάλισε τους αντιπάλους, πίεσε για λύσεις». Ο απώτερος στόχος της ωστόσο είναι ανησυχητικός: επιδιώκει τη δορυφοροποίηση των γειτονικών και μη προς αυτήν κρατών, είτε σε ένα στάτους μικρότερου/ασήμαντου εταίρου (junior partner) ή με περιορισμένη κρατική κυριαρχία, ιδίως κατά την άσκηση της εξωτερικής τους πολιτικής. Προς τούτο, πέρα από την πολιτική ισχύος/επιβολής που ακολουθεί, προσβλέποντας στον εξαναγκασμό άλλων περιφερειακών δρώντων είτε σε αναδίπλωση, είτε σε ουδετεροποίηση, επιζητεί στρατηγικά ερείσματα.
Πέραν της κυβέρνησης Σάρατζ στη Λιβύη, προσέγγισε – όχι απαραίτητα επιτυχώς – Αλγερία και Τυνησία, ενώ αναζητεί στρατηγικό βάθος στο Κέρας της Αφρικής (Σομαλία), αλλά και στη Δυτική Αφρική σε στρατηγικά λιμάνια (Σενεγάλη). Επίσης, η παρουσία της στα Βαλκάνια είναι αξιοσημείωτη, με διατήρηση στρατευμάτων σε Βοσνία-Ερζεγοβίνη και Κόσοβο (στο πλαίσιο νατοϊκών αποστολών), μικρή βάση στην Αλβανία, οικονομική και πολιτισμική διείσδυση στην περιοχή, εκμετάλλευση των μουσουλμανικών ή και τουρκικών μειονοτήτων (βλ. Βουλγαρία).
Με τον διεθνή παράγοντα σε εμφανή αδυναμία, ίσως και απροθυμία, να συγκρατήσει την αλαζονική Τουρκία, η Ελλάδα πρέπει να σκεφτεί και «έξω από το κουτί» προκειμένου να υπερασπιστεί τα κυριαρχικά της δικαιώματα με ορθό τρόπο.
Για την ώρα πάντως αυτό που πρέπει να μας απασχολεί είναι η αποτροπή ενδεχόμενης απόπειρας της Αγκυρας – μοιρασμένες οι πιθανότητες – να αμφισβητήσει έμπρακτα τις περιοχές θαλάσσιας δικαιοδοσίας μας με την αποστολή ερευνητικού σκάφους και αργότερα ίσως και πλωτού γεωτρύπανου. Οι επιλογές είναι συγκεκριμένες, αν όμως χρειαστεί εθνικά επιβεβλημένες.
Πρώτα βέβαια πρέπει να εξαντληθούν τα διπλωματικά εργαλεία, αρκεί οι δίαυλοι επικοινωνίας με τη γείτονα να είναι ανοιχτοί και λειτουργικοί ώστε τα μηνύματά μας να είναι καθαρά και προς τους σωστούς αποδέκτες. Πάντως, στο παρασκήνιο γίνονται προσπάθειες αποκλιμάκωσης και ας συγκρατήσουμε τη διαφοροποίηση Ερντογάν σχετικά με τη δυνατότητα της Κρήτης να διαθέτει υφαλοκρηπίδα και ΑΟΖ.
*πρώτη δημοσίευση: www.in.gr