του Χαβιέ Βίβες*
Η Ευρωπαϊκή Ένωση και η Ευρωζώνη πλησιάζουν στη δεύτερη καθοριστική στιγμή τους σε μία δεκαετία. Η πρώτη ήταν η κρίση του χρέους που ξεκίνησε το 2010 είχε αντιμετωπιστεί από τον πρόεδρο της ευρωπαϊκής κεντρικής Τράπεζας, Μάριο Ντράγκι, που τον Ιούλιο του 2012 δεσμεύτηκε ότι ήταν έτοιμη να κάνει «ότι χρειάζεται» για να διαφυλάξει το ευρώ. Η ΕΚΤ στήριξε τη δήλωση του Ντράγκι, εισάγοντας το πρόγραμμα των άμεσων νομισματικών συναλλαγών (outright monetary transactions, ΟΜΤ), ένα πρόγραμμα έκτακτης ανάγκης αγοράς κρατικών ομολόγων που ευτυχώς δεν χρειάστηκε ποτέ να χρησιμοποιηθεί.
Στη συνέχεια, η Ε.Ε. ίδρυσε την τραπεζική ένωση, με την ΕΚΤ να αναλαμβάνει τον ρόλο της εποπτικής αρχής τραπεζών και έναν κοινό μηχανισμό επίλυσης των προβληματικών θεσμών. Ωστόσο, αυτή η ένωση εξακολουθεί να είναι ελλιπής, διότι η επίλυση ασφάλειας είναι επαρκής για μία μεγάλη κρίση και δεν υπάρχει κοινό σχέδιο ασφάλισης καταθέσεων.
Γενικότερα, ως νομισματική ένωση που δεν διαθέτει κοινά δημοσιονομικά για να μοιράζονται οι χώρες τους κινδύνους, η Ευρωζώνη είναι ένα ασταθές δημιούργημα. Και ο COVID-19 αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο σοκ που απαιτεί τεράστιες δαπάνες- όχι μόνο για την υγειονομική περίθαλψη, αλλά και για να διατηρηθεί η ευρωπαϊκή οικονομία σε λειτουργία, ενώ ισχύουν μέτρα κλεισίματος και κοινωνικής απομάκρυνσης.
Μόνο ο δημόσιος τομέας μπορεί να αντιμετωπίσει μια τέτοια πρόκληση. Δυστυχώς, ωστόσο, η E.E. διχάζεται για άλλη μία φορά μεταξύ των ισχυρών δημοσιονομικών χωρών της βόρειας Ευρώπης, υπό την ηγεσία της Γερμανίας και της Ολλανδίας, οι οποίες έχουν ποσοστό χρέους επί του ΑΕΠ γύρω στο 60% και τις δημοσιονομικά αδύναμες χώρες όπου αυτή η αναλογία είναι κοντά ή πάνω από το 100%. Πράγματι, 9 χώρες της Ε.Ε., υπό την ηγεσία της Γαλλίας, της Ιταλίας και της Ισπανίας, πρότειναν την αμοιβαιοποίηση των «κορονοομολόγων» για να μετριάσουν τον οικονομικό αντίκτυπο της πανδημίας (την ιδέα την υποστηρίζουν επίσης οι Πορτογαλία, Ιρλανδία, Λουξεμβούργο, Σλοβενία, Βέλγιο και Ελλάδα).
Η αμοιβαιοποίηση του χρέους
Ωστόσο, τα δημοσιονομικά ισχυρά κράτη- μέλη, φοβούμενα τον ηθικό κίνδυνο, αντιτίθενται στην αμοιβαιοποίηση του χρέους. Παρόλο που ένα συμμετρικό μακροοικονομικό σοκ όπως αυτό που αντιμετωπίζει σήμερα η Ευρωζώνη, αποδυναμώνει το επιχείρημα περί ηθικής απειλής, ο φόβος των βορείων χωρών είναι άδικος. Εξάλλου, οι περισσότερες από τις χώρες που υποστηρίζουν τα που υποστηρίζουν τα «κορονο-ομόλογα» δεν κατάφεραν να βάλουν σε τάξη τα δημοσιονομικά τους μετά τη λήξη της κρίσης χρέους.
Επιπλέον, υπάρχουν πολλά πρακτικά προβλήματα και κυρίως η ανάγκη για εγγυήσεις ή άμεσες μεταφορές από τους εθνικούς προϋπολογισμούς, εξαιτίας της έλλειψης ευρωπαϊκών εσόδων για την υποστήριξη αυτών των μέσων. Η Γερμανία επιμένει ότι πρέπει να χρησιμοποιηθούν πρώτα τα υπάρχοντα ταμεία διάσωσης της Ε.Ε., όπως ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας (ESM). Αναφορικά με τα οικονομικά αδύναμα κράτη- μέλη, δεν είναι τώρα η στιγμή για να δημιουργηθεί ένα περιουσιακό στοιχείο ασφαλείας στην Ευρωζώνη.
Εντούτοις, ένα πρόγραμμα της Ε.Ε. για την καταπολέμηση του COVID-19 θα βοηθούσε επίσης τις χώρες του Βορρά να ελέγξουν την επιδημία και να περιορίσουν τις ζημιές στις δικές τους οικονομίες. Χωρίς ένα τέτοιο σύστημα, χώρες όπως η Ιταλία ή η Ισπανία δεν θα μπορούσαν να αντιμετωπίσουν την κατάσταση έκτακτης ανάγκης για την υγεία και την προώθηση της οικονομικής ανάκαμψης, κάτι που συνεπάγεται αρνητικές επιπτώσεις στη δημόσια υγεία και στις οικονομικές επιδόσεις όχι μόνο στις χώρες αυτές αλλά και στη βόρεια Ευρώπη.
Μετά την τηλεδιάσκεψη κορυφής του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου στις 26 Μαρτίου, υπήρξε ένα εύρος πρωτοβουλιών της Ε.Ε., συμπεριλαμβανομένης της χαλάρωσης των κανόνων περί κρατικών ενισχύσεων για την παροχή βοήθειας σε προβληματικές επιχειρήσεις και πιο πρόσφατα, μία δέσμη δαπανών ύψους 540 δισ. ευρώ για τη στήριξη των οικονομιών στα κράτη- μέλη. Το πακέτο, που προτάθηκε από τον πρόεδρο του Eurogroup Μάριο Σεντένιο, περιλαμβάνει έως 240 δισ. ευρώ πιστώσεις από τον ESM, έως 200 δισ. ευρώ σε δάνεια για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις από την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων και ένα σχέδιο δανειοδότησης ύψους 100 δισ. ευρώ για επιδόματα ανεργίας από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή.
Η διαδικασία
Αν και η υποβολή αίτησης στον ESM αποτελεί προϋπόθεση για την παρέμβαση της ΕΚΤ με το πρόγραμμα OMT, φέρει ένα στίγμα και συνήθως συνοδεύεται από όρους. Αντίθετα η χρηματοδότηση των δαπανών που συνδέονται με τον COVID-19 δεν θα συνοδεύεται από συστοιχίες, αν και άλλες οικονομικές ενισχύσεις θα έχουν όρους. Επιπλέον, οι υπουργοί Οικονομικών της Ε.Ε. συμφώνησαν να δημιουργήσουν ένα προσωρινό ταμείο αποκατάστασης, το οποίο μπορεί να χρηματοδοτείται από «καινοτόμα χρηματοδοτικά μέσα». Η μάχη για μερική αμοιβαιοποίηση του χρέους, που προωθείται από τη Γαλλία, αναβλήθηκε.
Αν και αυτά τα μέτρα πηγαίνουν προς τη σωστή κατεύθυνση -πράγματι έχουν σώσει την κατάσταση-, το ερώτημα είναι αν θα είναι αρκετά. Εάν όχι, τότε η Ευροζώνη-και η Ε.Ε. στο σύνολό της- θα έχουν αποτύχει να δράσουν αποφασιστικά για ένα κοινό πρόβλημα και ο διχασμός μεταξύ των κρατών- μελών θα συνεχισθεί και ενδεχομένως θα επιδεινωθεί.
Θα μπορούσε κανείς να υποστηρίξει ότι η ΕΚΤ μπορεί να διορθώσει οποιοδήποτε πρόβλημα σχετικά με το κρατικό χρέος των δημοσιονομικά αδύναμων χωρών, με το να δεσμευθεί και πάλι να κάνει ότι χρειάζεται. Όμως ο Ντράγκι ήταν τυχερός στο ότι δεν είχε ποτέ επικαλεσθεί το ΟΜΤ και δεν είναι σαφές αν αυτές οι μαγικές λέξεις θα λειτουργήσουν αυτή τη φορά.
Τεστ αποφασιστικότητας της ΕΚΤ
Πράγματι, εάν η κρίση επιμείνει και το δημόσιο χρέος της Ιταλίας και της Ισπανίας αυξηθεί σημαντικά (φερ’ ειπείν 160% και 130% του ΑΕΠ αντίστοιχα), τότε οι αγορές μπορεί να δοκιμάσουν την αποφασιστικότητα της ΕΚΤ να συνεχίσει να αγοράζει το δημόσιο χρέος αυτών των χωρών. Ως εκ τούτου, η ΕΚΤ ενδέχεται να υπερβεί το όριο κατανομής κεφαλαίων στις χώρες όταν θα εφαρμόσει το πρόσφατα ανακοινωθέν πρόγραμμα αγοράς περιουσιακών στοιχείων ύψους 750 δισ. ευρώ (το οποίο παραμένει μικρότερο από την Ιταλία και το εκτιμώμενο χρέος της Ισπανίας για το 2020). Είναι αλήθεια ότι η δράση της ΕΚΤ θα κερδίσει χρόνι και θα δώσει στις πληγείσες χώρες μεγαλύτερη δημοσιονομική ευχέρεια, αλλά όπως και στην κρίση του χρέους, η ΕΚΤ θα παραμείνει εκτεθειμένη όσο η Ευρωζώνη στερείται μιας κοινής δημοσιονομικής πολιτικής.
Για άλλη μια φορά, η Ευρωζώνη ανταποκρίθηκε ολοκληρωμένα μόνο όταν βρέθηκε στα πρόθυρα της καταστροφής. Ας ελπίσουμε ότι θα είμαστε επίσης τυχεροί αυτή την φορά και ότι δεν θα συμβεί κανένα ατύχημα που θα θέσει υπό αμφισβήτηση το μέλλον του ευρώ, ενώ η Ευρώπη θα μαστίζεται από την κρίση.
*καθηγητής οικονομικών και οικονομίας στο IESE Business School και συγγραφέας του βιβλίου «Ανταγωνισμός και Σταθερότητα στην Τραπεζική»
**Project Syndicate