των Jonathan D. Ostry, Prakash Loungani και Davide Furceri*
Η κρίση του COVID-19 θεωρείται πλέον, ευρέως, ως η μεγαλύτερη οικονομική καταστροφή μετά την Μεγάλη Ύφεση. Τον Ιανουάριο, το ΔΝΤ προέβλεπε ότι το παγκόσμιο εισόδημα θα αυξηθεί σε ποσοστό 3%. Τώρα προβλέπεται να υπάρξει μείωση 3%, πολύ χειρότερα από ό, τι την περίοδο της Μεγάλης Ύφεσης του 2008-09. Εκτός από αυτά τα δυσάρεστα στατιστικά υπάρχει ένα ακόμα χειρότερο ενδεχόμενο: αν πάρουμε προηγούμενες πανδημίες ως παράδειγμα, οι συνέπιες για τα πιο φτωχά και ευάλωτα τμήματα της κοινωνίας θα είναι πολύ χειρότερες. Πράγματι, μια πρόσφατη δημοσκόπηση κορυφαίων οικονομολόγων διαπίστωσε ότι η συντριπτική πλειοψηφία θεώρησε ότι η πανδημία COVID-19 θα επιδεινώσει την ανισότητα, εν μέρει εξαιτίας των ασύμμετρων συνεπειών της στους εργαζόμενους χαμηλής ειδίκευσης.
Τα στοιχεία μας παρουσιάζουν ανησυχίες σχετικά με τις αναδιανεμητικές συνέπειες της πανδημίας. Διαπιστώνουμε ότι σημαντικές επιδημίες αυτού του αιώνα έχουν αυξήσει την εισοδηματική ανισότητα και πλήττουν τις προοπτικές απασχόλησης όσων έχουν μόνο βασική εκπαίδευση, ενώ επηρεάζουν ελάχιστα την απασχόληση ατόμων πανεπιστημιακής εκπαίδευσης.
Εστιάζουμε σε πέντε μεγάλα γεγονότα - SARS (2003), H1N1 (2009), MERS (2012), Ebola (2014) και Zika (2016) - και σκιαγραφούμε τα διανεμητικά τους αποτελέσματα πέντε χρόνια μετά από κάθε γεγονός. Κατά μέσο όρο, ο συντελεστής Gini - το πιο συχνά χρησιμοποιούμενο μέτρο της ανισότητας - έχει αυξηθεί σταθερά μετά τα γεγονότα αυτά. Το μέτρο μας για το Gini βασίζεται στα καθαρά εισοδήματα, δηλαδή τα έσοδα της αγοράς, χωρίς φόρους και εμβάσματα. Τα αποτελέσματα αποδεικνύουν ότι η ανισότητα αυξάνεται παρά τις προσπάθειες των κυβερνήσεων να ανακατανείμουν τα εισοδήματα από τους πλούσιους στους φτωχούς για να μετριάσουν τις επιπτώσεις των πανδημιών. Μετά από πέντε χρόνια, οι καθαρές τιμές του συντελεστή Gini έχουν αυξηθεί περίπου κατά 1,5%, μεγάλη επίπτωση δεδομένου ότι αυτό το μέτρο κινείται αργά με το πέρασμα του χρόνου.
Τέτοιου είδους μακροχρόνιες επιπτώσεις πανδημιών προκύπτουν εξαιτίας της απώλειας θέσεων εργασίας, άλλων εισοδηματικών πληγμάτων (π.χ. χαμηλότερα εμβάσματα) και εξαιτίας μειωμένων προοπτικών απασχόλησης. Τα αποτελέσματά μας δείχνουν ότι οι πανδημίες είχαν πολύ διαφορετικό αντίκτυπο στην απασχόληση ατόμων με διαφορετικά επίπεδα εκπαίδευσης, ένας δείκτης επιπέδων δεξιοτήτων. Η ανισότητα είναι μεγάλη: σε σχέση με τον πληθυσμό, η απασχόληση εκείνων με προχωρημένο επίπεδο εκπαίδευσης επηρεάζεται ελάχιστα, ενώ η απασχόληση ατόμων βασικής εκπαίδευσης παρουσιάζει απότομη μείωση, σε ποσοστό μεγαλύτερου του 5% μετά από πέντε χρόνια.
Πολιτική Αντίδραση
Καθώς η πανδημία έχει δυσμενείς επιπτώσεις σχεδόν στο σύνολο της κοινωνίας, οι πολιτικές γραμμές είναι σημαντικό να δώσουν έμφαση στην πρόληψη μακροπρόθεσμων ζημιών στους λιγότερο ευνοημένους της κοινωνίας. Χωρίς εντατικές και στοχοθετημένες προσπάθειες, είναι και πάλι πολύ πιθανόν να δούμε αύξηση της ανισότητας, η οποία ήταν ήδη «μία από τις πιο περίπλοκες και δυσάρεστες προκλήσεις της παγκόσμιας οικονομίας», σύμφωνα με δηλώσεις του Διευθύνοντα Συμβούλου του ΔΝΤ.
Πιο συγκεκριμένα, τι μπορεί να γίνει; Η δυνατότητα αναρρωτικών αδειών, επιδομάτων ανεργίας και η πρόσβαση στη δημόσια υγεία είναι σημαντικά για όλους ώστε να αντιμετωπισθούν οι επιπτώσεις της πανδημίας, αλλά ιδιαίτερα για τα φτωχότερα τμήματα της κοινωνίας που δεν διαθέτουν αποταμιεύσεις και επομένως ζουν δίχως οικονομική ασφάλεια. Μια τέτοια «Νέα Συμφωνία» είναι σημαντική σε οικονομικούς τομείς, και σε περιοχές, όπου η άτυπη εργασία και η αυτοαπασχόληση είναι εκτεταμένες, και όπου τα συστήματα κοινωνικής προστασίας είναι ανεπαρκή. Η ανάπτυξη των συστημάτων κοινωνικής πρόνοιας, η εισαγωγή νέων εμβασμάτων, η ενίσχυση προγραμμάτων κοινωφελούς εργασίας για προσφορά ευκαιριών απασχόλησης, η παροχή χρηματοδοτικών ευκαιριών για τη διατήρηση της απασχόλησης και προοδευτικά φορολογικά μέτρα (ίσως μέσω μιας «εισφοράς αλληλεγγύης») - όλα αυτά τα μέτρα μπορούν είναι κομμάτι πολιτικών δράσεων, ώστε να αμβλυνθούν οι καταστροφικές διανεμητικές συνέπειες της πανδημίας.
Οι φορείς χάραξης πολιτικής πρέπει να αξιοποιήσουν την ευκαιρία για να κάνουν θεμελιώδεις αλλαγές, ώστε όταν αναπόφευκτα προκύψουν μελλοντικές προκλήσεις, συμπεριλαμβανομένων, για παράδειγμα τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής, οι κοινωνίες να διαθέτουν μηχανισμούς επιμερισμού των κινδύνων και κοινωνικής πρόνοιας, που θα προστατεύουν τους περισσότερο ευάλωτους, πολύ περισσότερο από τώρα.
*Αναπληρωτής Διευθυντής, Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ) και Σύμβουλος, Τμήμα Έρευνας του ΔΝΤ και Οικονομολόγος, Τμήμα Έρευνας του ΔΝΤ
**πρώτη δημοσίευση: www.weforum.org