της Laura Pitel
Τα ρημαγμένα οικονομικά της Τουρκίας κλονίστηκαν ακόμα περισσότερο από την πανδημία του κορωνοϊού, ωστόσο ο πρόεδρος Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν παραμένει αποφασισμένος να ξεπεράσει την κρίση μόνος του, αντί να ζητήσει βοήθεια από το ΔΝΤ, κάτι που ο λαϊκιστής ηγέτης έχει ορκιστεί ότι δεν θα κάνει ποτέ.
Η Τουρκία έχει ξένο χρέος ύψους 169 δισ. δολαρίων, που λήγει τους επόμενους 12 μήνες, και μεικτά αποθέματα ξένου συναλλάγματος, συμπεριλαμβανομένου και χρυσού, ύψους μόνο 84 δισ. δολαρίων.
Οι παράγοντες αυτοί έχουν τρομάξει τους επενδυτές, στέλνοντας τη λίρα σε ιστορικό χαμηλό στις αρχές του μήνα, και οδήγησαν σε προειδοποιήσεις πως η Τουρκία μπορεί να αντιμετωπίζει κρίση στο ισοζύγιο πληρωμών που θα την αφήσει με λίγες επιλογές, πέραν της αναζήτησης διεθνούς στήριξης.
Όμως, καθώς το νόμισμα ανέκτησε αυτόν τον μήνα λίγο από το χαμένο του έδαφος και μια σειρά μεγάλων τραπεζών κατάφεραν επιτυχώς να μετακυλίσουν τα χρέη τους, ορισμένοι αναλυτές διερωτούνται εάν ο κ. Ερντογάν μπορεί για μια ακόμα φορά να αψηφήσει τις προειδοποιήσεις.
«Κάποτε αισθανόμουν σαν τον Πέτρο και τον λύκο, όταν ασχολιόμουν με την Τουρκία -ή τουλάχιστον όταν πρωτοεμφανίστηκε. Έμαθα να είμαι πιο επιφυλακτικός», σχολίασε ο Roger Kelly, οικονομολόγος της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Ανασυγκρότησης και Ανάπτυξης στην Τουρκία. «Νομίζω πως υπάρχει μια λελογισμένη πιθανότητα πως αυτό το "θα τα κουτσοκαταφέρουμε" θα σώσει για μια ακόμα φορά την κατάσταση, όπως έχει γίνει και στο παρελθόν».
Η αντίθεση του Τούρκου ηγέτη στα «δεσμά» του ΔΝΤ πηγάζει από το αφήγημα που κατασκευάζει για τον εαυτό του ότι είναι ο ισχυρός ηγέτης που δεν θα «υποταχθεί» μπροστά στις ξένες δυνάμεις και στους θεσμούς, ιδιαίτερα αυτούς της Δύσης.
Το 2018, η νομισματική κρίση πυροδότησε ύφεση και έντονες αυξήσεις στον πληθωρισμό και στην ανεργία, όμως ο κ. Ερντογάν αρνήθηκε να ζητήσει βοήθεια από το ΔΝΤ. Αυτή τη φορά, η κρίση είναι παγκόσμια και ο μισός κόσμος -περισσότερες από 90 χώρες- έχει ζητήσει στήριξη από το ΔΝΤ από τότε που ξεκίνησε η πανδημία του κορωνοϊού.
Ωστόσο, ο Τούρκος πρόεδρος την περασμένη εβδομάδα έδειξε για μια ακόμα φορά πως δεν θα ακολουθήσει, κατηγορώντας την αντιπολίτευση ότι ζητά από την Τουρκία να επαναλάβει την «οικονομική και πολιτική παράδοση» περασμένων ετών.
Την καχυποψία του για το ΔΝΤ μοιράζεται και ο τουρκικός λαός, το 70% του οποίου αντιτίθεται σε μια συμφωνία με το Ταμείο, σύμφωνα με πρόσφατη δημοσκόπηση του Istanbul Economics Research.
Οι αισιόδοξοι παραπέμπουν σε κάποιες ενδείξεις πως η Τουρκία μπορεί να ξεπεράσει μεγάλο μέρος της κρίσης από μόνη της. Μια σειρά μεγάλων τραπεζών, περιλαμβανομένων των ιδιωτικών τραπεζών Akbank και Is Bank και της κρατικής τράπεζας Vakifbank, έχουν ολοκληρώσει γύρους αναχρηματοδότησης ύψους δισεκατομμυρίων δολαρίων. Δεν υπήρξαν πτωχεύσεις μεγάλων εταιρειών.
Η λίρα έχει σταθεροποιηθεί από τότε που οι αρχές επέβαλαν μέτρα, με στόχο να αποτραπεί το trading του νομίσματος από ξένους επενδυτές. Και ενώ οι προσπάθειες να διασφαλιστεί δολαριακή ρευστότητα από τη Fed φαίνεται πως έχουν αποτύχει, ο πιστός σύμμαχος της Τουρκίας, το Κατάρ, συμφώνησε την περασμένη εβδομάδα να ενισχύσει τα αποθέματα ξένου συναλλάγματος της χώρας με το αντίστοιχο 10 δισ. δολαρίων ΗΠΑ σε ριάλ του Κατάρ. Ωστόσο, η Goldman Sachs εκτιμά πως η Τουρκία θα εξακολουθήσει να αντιμετωπίζει χρηματοδοτικό κενό 20 δισ. δολαρίων φέτος.
Με τους κυβερνητικούς αξιωματούχους να κηρύσσουν πως τα χειρότερα της πανδημίας στη χώρα έχουν περάσει, ο κ. Ερντογάν επιδίδεται σε αγώνα ταχύτητας για να αναζωογονήσει τομείς που παράγουν σκληρό νόμισμα, πρωτίστως φέρνοντας πίσω τους τουρίστες.
«Η Τουρκία έχει πολύ ισχυρή προσήλωση να ανοίξει τη χώρα για τον τουρισμό», δήλωσε ο Kadri Samsunlu, διευθύνων σύμβουλος της κοινοπραξίας που διαχειρίζεται το βασικό αεροδρόμιο της Κωνσταντινούπολης, προσθέτοντας πως ο ίδιος είναι αισιόδοξος για την προοπτική του β’ εξαμήνου του έτους.
Ενώ το καλοκαίρι θα είναι «κάπως αργό», προέβλεψε «μια πολύ καλή ανάκαμψη» τους τελευταίους τέσσερις μήνες του έτους, ενώ υποβάθμισε τις πιθανές επιπτώσεις ενός δεύτερου κύματος της πανδημίας.
Στον κατασκευαστικό τομέα, οι εργολάβοι έχουν υποβάλει προσφορές για έργα στο εξωτερικό. Ο υπουργός Οικονομικών Berat Albayrak ενθάρρυνε τις τουρκικές εταιρείες να αξιοποιήσουν τη συζήτηση για το μέλλον των παγκόσμιων αλυσίδων προμήθειας, για να κερδίσουν συμβόλαια που προηγουμένως πήγαιναν σε εταιρείες της Κίνας.
Την ίδια ώρα, ο κ. Albayrak έχει προσπαθήσει να περιορίσει την ανάπτυξη του ελλείμματος τρεχουσών συναλλαγών της χώρας -που θα δημιουργούσε ακόμα μεγαλύτερη ανάγκη για ξένη χρηματοδότηση-, αυξάνοντας τους φόρους εισαγωγών σε ένα εύρος προϊόντων, από πλυντήρια πιάτων και αγροτικό μηχανολογικό εξοπλισμό, μέχρι φακούς επαφής και φωτοτυπικό χαρτί.
Ο Ozgur Guyuldar, επικεφαλής equity capital markets της αυστριακής Raiffeisen Centrobank, προέβλεψε πως η Τουρκία θα μπορέσει να ξαναπροσελκύσει μέρος του ξένου κεφαλαίου που έφυγε από τη χώρα τους τελευταίους μήνες. «Αν η Τουρκία μπορέσει να περάσει τον Μάιο και τον Ιούνιο, τότε νομίζω πως ορισμένες κατανομές χαρτοφυλακίων μπορεί να επιστρέψουν στην Τουρκία», είπε.
Εντούτοις, ο κ. Guyuldar σημείωσε πως υπάρχουν κίνδυνοι μπροστά, κυρίως η πιθανότητα για μια αύξηση του πληθωρισμού το φθινόπωρο, που θα μπορούσε να προκαλέσει περαιτέρω εκροές κεφαλαίων και να πιέσει εκ νέου τη λίρα. Αυτό θα μπορούσε να αναγκάσει την κεντρική τράπεζα να προχωρήσει σε μεγάλη αύξηση επιτοκίων, κάτι που θα έβαζε φρένο στην οικονομία, είπε, και θα περιόριζε την ικανότητα της χώρας να ανακάμψει από την ύφεση που προκαλεί ο κορωνοϊός.
Άλλοι οικονομολόγοι έχουν προειδοποιήσει πως αν όλα τα άλλα αποτύχουν, ο κ. Ερντογάν μπορεί να χρειαστεί να εισαγάγει νέες μορφές capital controls, όπως περιορισμούς στης αναλήψεις ξένου νομίσματος, αν και υπουργοί έχουν επανειλημμένως αποκλείσει αυτή την ιδέα.
Τέτοιου είδους μέτρα θα σήμαιναν πως ο κ. Ερντογάν θα μπορούσε, εάν ήθελε, να συνεχίσει χωρίς τη στήριξη του ΔΝΤ, σύμφωνα με τον Refet Gurkaynak, καθηγητή Οικονομικών στο Πανεπιστήμιο Bilkent της Άγκυρας. Αμφισβήτησε όμως το πόσο σοφό θα ήταν να προβάλλεται ως θρίαμβος ένα τέτοιο αποτέλεσμα, όπως είχαν κάνει κατά το παρελθόν ανώτατοι Τούρκοι υπουργοί.
«Όπως το βλέπω, δεν το έχουμε ξεπεράσει ούτε το περνάμε κουτσά-στραβά», είπε, σημειώνοντας το υψηλό ποσοστό ανεργίας της Τουρκίας, τη χαμηλή παραγωγικότητα και τα χαμηλά επίπεδα επενδύσεων τα τελευταία χρόνια.
«Δεν μου μοιάζει με τον ορισμό των καλών εποχών».