του Γιώργου Παπανικολάου*
Μέσω και της πανδημίας, για την οποία οι Ηνωμένες Πολιτείες κατηγορούν εδώ και καιρό, εμμέσως ή και αμέσως, ακόμη και με (υπερβολικές έως άστοχες) δηλώσεις του υπουργού Εξωτερικών τους, η διένεξη μεταξύ της κατεστημένης «μόνης υπερδύναμης» και του κύριου ανταγωνιστή της απειλεί πλέον, μέσω και των γεγονότων στο Χονγκ Κονγκ, να πάρει διαστάσεις ενός ψυχρού πολέμου όπως εκείνος που κράτησε δεκαετίες ανάμεσα στις ΗΠΑ και την πάλαι ποτέ ΕΣΣΔ.
Δεν λείπουν μάλιστα οι γνωστοί αναλυτές που εκτιμούν ότι αυτός ο «ψυχρός πόλεμος» ενδέχεται να οδηγήσει σε ένοπλη σύγκρουση, ενώ άλλοι εκτιμούν ότι αντίθετα με ό,τι συνέβη στον προηγούμενο ψυχρό πόλεμο, αυτή τη φορά οι ΗΠΑ δεν έχουν τη δυνατότητα να επικρατήσουν σε αυτή την αναμέτρηση, κυρίως λόγω των διαφορετικών οικονομικών συσχετισμών.
Ως προς την πρώτη διαπίστωση, δεν χωρά καμία απολύτως αμφιβολία. Τα τελευταία χρόνια, οι Ηνωμένες Πολιτείες ετοιμάζονται στρατιωτικά απέναντι στο ενδεχόμενο να αντιμετωπίσουν σε απομακρυσμένα πεδία μάχης έναν «σχεδόν ίσο» (near peer) αντίπαλο, με ισχυρές ένοπλες δυνάμεις και σύγχρονα μέσα, κυρίως στην περιοχή του Ειρηνικού. Αναγνωρίζοντας μάλιστα, ήδη από το 2018, ότι τόσο η Κίνα όσο και η Ρωσία σε ορισμένους τομείς ενδεχομένως έχουν ισοσκελίσει ή και ανατρέψει το έλλειμμα τεχνολογίας.
Πριν φτάσουμε, όμως, στο ενδεχόμενο «συρράξεων δια αντιπροσώπου» (proxy wars) κι άλλα μάλλον απομακρυσμένα -προς το παρόν- σενάρια, φαίνεται πως ήρθε η ώρα να αναγνωρίσουμε ότι σε οικονομικό επίπεδο, ο ψυχρός πόλεμος είναι ήδη εδώ. Κι αυτό αναμένεται να έχει επιπτώσεις τόσο για την Ευρώπη όσο και ειδικότερα για την Ελλάδα. Ως προπομπός τέτοιων εξελίξεων φαίνεται ήδη να λειτουργεί η τεταμένη σχέση που έχει σήμερα η Αυστραλία, χώρα στενός σύμμαχος των ΗΠΑ, με την Κίνα, που είναι όμως ο μεγαλύτερος… οικονομικός εταίρος της!
Η Αυστραλία επανειλημμένως επέρριψε ευθύνες στην Κίνα για τη διάδοση της πανδημίας, ζητώντας να γίνει ειδική έρευνα. Η Κίνα, μετά από κάποιες απειλές που δεν εισακούστηκαν, απάντησε με περιορισμούς αλλά και υπερβολικά αυξημένους δασμούς στις εισαγωγές προϊόντων της πρώτης. Γεγονότα που φαίνεται να οδηγούν την Αυστραλία σε σκληρό δίλημμα, μεταξύ των δύο πιο σημαντικών εταίρων της, αμυντικά και αντιστοίχως οικονομικά, όταν μάλιστα η ίδια βρίσκεται γεωγραφικά σε μια ολοένα αυξανόμενη περιοχή «ισχυρής επιρροής» για το Πεκίνο.
Εντούτοις, η αυξανόμενη ένταση ανάμεσα σε Αμερική και Κϊνα (κάτι που δεν φαίνεται ότι θα αναστραφεί ουσιαστικά, ακόμη κι αν οι προεδρικές εκλογές στις ΗΠΑ έχουν δυσάρεστο αποτέλεσμα για τον πρόεδρο Τραμπ) αγγίζει άμεσα και την Ευρώπη, καθώς οι αποστάσεις σε ό,τι αφορά στο εμπόριο, στις οικονομικές συναλλαγές και στην αλληλεξάρτηση έχουν πρακτικά εκμηδενιστεί.
Ως ένα σημείο και η Γηραιά Ηπειρος βρίσκεται αντιμέτωπη με το δίλημμα της Αυστραλίας. Σε μεγάλο βαθμό, η αμυντική της προστασία (απέναντι σε μια Ρωσία που δεν δίστασε να επέμβει στην Ουκρανία και να προσαρτήσει την Κριμαία) αλλά και τα γεω-στρατηγικά της συμφέροντα στον υπόλοιπο κόσμο εξαρτώνται άμεσα από τη στρατιωτική μηχανή των ΗΠΑ, ενώ η Κίνα έως πρόσφατα αποτελούσε εξαιρετικά ελκυστικό «πελάτη» για τις μεγάλες βιομηχανίες της, αλλά και «μεγαλο-επενδυτή» στο έδαφός της. Τώρα όμως φαίνεται ότι έρχεται η ώρα να κάνει σημαντικές επιλογές.
Άλλωστε, εδώ και αρκετό καιρό έχει καταστεί προφανές ότι δεν είναι μόνο οι Ηνωμένες Πολιτείες αλλά σταδιακά και η Ευρώπη, που έχουν αντιληφθεί πως με τον τρόπο που έλαβε χώρα η «παγκοσμιοποίηση», μεγάλος κερδισμένος ήταν η Κίνα. Τροφοδοτούμενη από τη βραχυπρόθεσμη απληστία μεγάλων επιχειρηματικών ομίλων, που ενήργησαν ως να έβλεπαν μόνο το τυρί (την τεράστια εσωτερική αγορά της) κι όχι τη… φάκα (την προνομιακή και συχνά σχεδόν «άνευ όρων» μεταφορά τεχνογνωσίας και τεχνολογίας).
Δεν είναι τυχαίο ότι ισχυρές ευρωπαϊκές χώρες, μεταξύ τους ίσως πρώτη η Γερμανία, έσπευσαν να διακηρύξουν (πριν αλλά ακόμη περισσότερο μετά το ξέσπασμα της πανδημίας) ότι δεν πρόκειται να δεχτούν την εξαγορά εμβληματικών εταιρειών τους από ξένους παίκτες, δείχνοντας με το δάκτυλο την Κίνα.
Προφανώς όλα αυτά δεν αποκλείεται να έχουν, σύντομα ή αργότερα, σημαντικές συνέπειες και στις σχέσεις μεταξύ Ελλάδας και Κίνας. Μια πρώτη γεύση έχουμε ήδη πάρει, σε ό,τι αφορά τις επικείμενες επενδύσεις για την ανάπτυξη δικτύου 5G στις τηλεπικοινωνίες της χώρας μας, πριν ακόμη οξυνθεί ακόμη περισσότερο η κόντρα ΗΠΑ-Huawei. Ήδη από τον Νοέμβριο του 2019, το ρεπορτάζ του Euro2day.gr είχε καταγράψει όχι μόνο την προσπάθεια της Κίνας να μπει στο παιχνίδι αλλά και την αντίδραση του αμερικανικού παράγοντα.
Ως τώρα η χώρα δέχθηκε σημαντικό αριθμό επενδύσεων από την Κίνα, με χαρακτηριστικότερα ίσως παραδείγματα τον OΛΠ αλλά και τον ΑΔΜΗΕ. Φιλοδοξίες υπάρχουν και για νέες επενδύσεις εκ μέρους της ανατέλλουσας υπερδύναμης, από τον τουριστικό τομέα μέχρι την υψηλή τεχνολογία, όπως και για την προσέλκυση ολοένα μεγαλύτερου αριθμού Κινέζων, είτε μέσω της περίφημης «χρυσής βίζας» είτε ως απλών τουριστών.
Στον σημερινό παγκοσμιοποιημένο κόσμο, δεν φαίνεται καθόλου εύκολο να αποκλειστεί, έτσι κι αλλιώς, η διεθνής παρουσία της Κίνας, με τον τρόπο που είχε συμβεί στον προηγούμενο «ψυχρό πόλεμο». Άλλωστε η ΕΣΣΔ δεν διέθετε τον ιδιόμορφο «κρατικό καπιταλισμό» της Κίνας, ούτε κατάφερε ποτέ να πλησιάσει σε οικονομικό μέγεθος τις ΗΠΑ, πόσο μάλλον να τις ξεπεράσει.
Εντούτοις, τόσο η κυβέρνηση όσο και ο επιχειρηματικός κόσμος θα πρέπει να λάβουν σοβαρά υπόψη τους τις διαφαινόμενες εξελίξεις, καθώς «τα χρόνια του μέλιτος» δείχνουν να έχουν περάσει ανεπιστρεπτί. Άλλωστε η τάση για περιορισμό της παγκοσμιοποίησης φαίνεται να ισχυροποιείται, με τρόπο που μπορεί να φέρει σημαντικές ανατροπές όχι μόνο στις άμεσες κινεζικές επενδύσεις, αλλά σε πολλούς τομείς, ακόμη και στις λεγόμενες «εφοδιαστικές αλυσίδες», που σε πάμπολλες περιπτώσεις πλέον είτε ξεκινούν είτε καταλήγουν στην ισχυρότερη χώρα της Ασίας.
Ας μην ξεχνάμε ότι η Ελλάδα παραμένει δέσμια της στρατηγικής της θέσης, αλλά και της ολοένα και περισσότερο τεταμένης σχέσης με την Τουρκία. Μιας σχέσης, που όσο κι αν δεν θέλουμε να το παραδεχτούμε, κρατά πολύ ψηλά τον «διαιτητικό» ρόλο των Ηνωμένων Πολιτειών, τουλάχιστον για όσο η Ευρώπη αρνείται να σταθεί σε αξιοπρεπές ύψος σε γεωπολιτικά και αμυντικά ζητήματα.
*Διευθυντής του Euro2day.gr και της Media2day