του Ιωάννη Α. Ζέπου*
Είναι αλήθεια ότι η συνολική συμπεριφορά των γειτόνων μας και οι διάφορες πολεμοχαρείς και απειλητικές κραυγές που ακούγονται τον τελευταίο καιρό θα πρέπει να αντανακλούν την επιθυμία και να γίνονται με την παρότρυνση, ή πάντως την ανοχή του τούρκου Προέδρου.
Ο κ. Ερντογάν λοιπόν πρέπει να θεωρείται ο υποκινητής όλης αυτής της εκστρατείας εις βάρος μας, αφενός μεν για λόγους εσωτερικής πολιτικής κατανάλωσης και αφετέρου για τον αποπροσανατολισμό της κοινής γνώμης, από τα μεγάλα τρέχοντα οικονομικά προβλήματα της χώρας του για την οποία έχει και προσωπική ευθύνη.
Αισθάνεται κανείς, τον τελευταίο καιρό, ότι δεν υπάρχει τομέας ή γεωγραφικό στίγμα ή ιστορική παράμετρος, η οποία μας αφορά, που να μην έχει τεθεί υπό αμφισβήτηση από τους τούρκους γείτονές μας.
Από τα τέλη της δεκαετίας του 1990, μέχρι και το έτος 2012, περίοδο για την οποία έχω προσωπική εμπειρία, ότι ηγεσίες των διαφόρων ελληνικών κυβερνήσεων της περιόδου αυτής, φρόντισαν να έχουν διάλογο επικοινωνίας, ή και κάποιας μορφής ενισχυμένες προσωπικές σχέσεις με τον τούρκο Πρόεδρο, με κάποια θετικά αποτελέσματα, στο πλαίσιο και της τότε παρουσιαζόμενης επιθυμίας της Τουρκίας να προσεγγίσει τους ευρωπαϊκούς θεσμούς.
Σε επίπεδο κορυφής, τα πράγματα αλλάζουν ριζικά από το έτος 2012, όπου οι ελληνικές ηγεσίες, ατυχώς, αλλά και υπό την πίεση άλλων προτεραιοτήτων της εποχής, άφησαν αυτή την τακτική να ατονήσει.
Παράλληλα, το αποτυχόν πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου του 2016, οδήγησε τον τούρκο ηγέτη σε μια νεότερη φάση παροξυσμού, όπου μη αισθανόμενος πλέον καμία υποχρέωση, δέσμευση ή «μπέσα» προς Έλληνα πολιτικό ηγέτη, προχώρησε πλέον σε μια ανανεωμένη συνολική διεκδικητική συμπεριφορά απέναντι στην Ελλάδα.
Βέβαια, τούτο, σε συνδυασμό με διάφορα ανοικτά περιφερειακά θέματα, αλλά και το Κυπριακό, που δεν έχει δείξει δυστυχώς ακόμη σημεία ουσιαστικής επίλυσης, οδήγησαν τον τούρκο Πρόεδρο να «απλώσει τραχανά» πάνω σε όλα τα διμερή θέματα που η Άγκυρα θέτει εις βάρος των δικαίων μας, έχοντας ανασύρει από τον τενεκέ των απορριμμάτων της Ιστορίας, διάφορες «δήθεν» εκκρεμότητες, για τις οποίες πιστεύει, προκλητικά, ότι έχει επέλθει ο χρόνος για να προωθήσει τη λύση τους εις βάρος της Χώρας μας.
Και σε όλα αυτά, θα πρέπει να προστεθεί η επιθυμία του τούρκου Προέδρου να εμφανισθεί ως υπολογίσιμος περιφερειακός και παγκόσμιος ηγέτης, μιας χώρας που τη θεωρεί ως «πρώτης γραμμής», με σοβαρά ερείσματα και δικαιώματα στη διεθνή πολιτική και οικονομική σκηνή. Και το έχει επιτύχει, διατηρώντας προνομιακές σχέσεις με τους κύριους παίκτες του διεθνούς συστήματος.
Στο πλαίσιο αυτό, τίθενται και η εμπλοκή της τόσο στη Συρία όσο και στη Λιβύη, ενώ θα πρέπει να προστεθεί ότι ο τούρκος Πρόεδρος κρίνει ότι η σημασία της χώρας του επιτρέπει ελευθερία χειρισμών έναντι και του ΝΑΤΟ και των Αμερικανών συμμάχων του και στο θέμα της προμήθειας και ενεργοποίησης του ρωσικού πυραυλικού συστήματος S- 400, για το οποίο, παρά τις σφοδρές αντιδράσεις, δεν υποχώρησε.
Η «χαριστική» συμπεριφορά απέναντι στην Τουρκία και στις πολιτικές της, σημαντικών χωρών της Διεθνούς Κοινότητας μεμονωμένα, αλλά και των Διεθνών Οργανισμών, όπως ο ΟΗΕ, η ΕΕ και το ΝΑΤΟ, που αντιδρούν πάντοτε χλιαρά και όχι αποφασιστικά στα καμώματα του τούρκου Προέδρου, του δίνει την εντύπωση ότι «he can get away with anything» και ότι μπορεί να πράττει χωρίς να υπολογίζει σε ουσιαστικά τιμωρητικές για τη χώρα του αντιδράσεις και είναι πολλά παραδείγματα που επιβεβαιώνουν αυτήν την παρατήρηση.
Έτσι λοιπόν, στη μεταγενέστερη προεδρική εποχή, μετά το νέο τουρκικό Σύνταγμα, τις σημαντικές αλλαγές στη λειτουργία των θεσμών και εξουσιών και μετά το πραξικόπημα του 2016, έχουν ενσκήψει στην Άγκυρα, εντελώς διαφορετικές θεσμικές ισορροπίες, που κάνουν τις συνεννοήσεις και με τη Χώρα μας πολλαπλά δυσχερέστερες.
Αυτές οι αλλαγές οδήγησαν στην «ουδετεροποίηση» του τουρκικού Υπουργείου Εξωτετερικών, το οποίο εξέπεμπε, κατά καιρούς, και λογικές τοποθετήσεις και ήταν χρήσιμος συνομιλητής της ελληνικής πλευράς.
Απέναντι στα διάφορα διμερή θέματά μας έχει πλέον υποκατασταθεί, κυρίως από το υπουργείο Άμυνας και τα τρία όπλα των τουρκικών Ενόπλων Δυνάμεων, οι οποίοι και είναι σήμερα οι κύριοι συνομιλητές του τούρκου Προέδρου, έχοντας έτσι δημιουργήσει μια νεότερη κατάσταση, σκληρότερη από την προηγούμενη και που δυσχεραίναν τον διμερή διάλογο, όπου θα μπορούσαν να περάσουν ουσιαστικά μηνύματα και προτάσεις από και προς τις δύο πλευρές. Σε αυτή λοιπόν τη νέα πραγματικότητα, τοποθετούνται τώρα οι ελληνο- τουρκικές σχέσεις, όπου καλούμεθα να αντιμετωπίσουμε τη συνολική επιθετικότητα και αναθεωρητισμό της Άγκυρας, που εκτείνεται από τον Έβρο, μέσω του Αιγαίου, προς την Ανατολική Μεσόγειο και την Κύπρο, αλλά και τις βόρειες ακτές της Αφρικής.
Εν πολλοίς, έχουμε συνειδητοποιήσει πια ότι με την εξαίρεση κάποιων «καλοπροαίρετων» μηνυμάτων ή τηλεφωνημάτων από μέρος εταίρων και συμμάχων, αμφιβόλου αποτελεσματικότητος δυστυχώς, η χώρα μας θα πρέπει να διαχειρισθεί την τουρκική επιθετικότητα πρωτίστως μόνη της.
Εδώ πρέπει να υπογραμμισθεί ότι το σύνολο των τουρκικών πολιτικών κομμάτων βρίσκονται συν- πλην στην αυτή γραμμή, ως προς τα ελληνικά πράγματα, με το κόμμα του Προέδρου Ερντογάν, επομένως δεν θα πρέπει να αναμένουμε μια διαφορετική προσέγγιση στα θέματα που μας απασχολούν, στην απίθανη περίπτωση, στο ορατό μέλλον, μιας δικής τους εκλογικής νίκης.
Στο πλαίσιο αυτό λοιπόν, με τις οικονομικές θυσίες που απαιτούνται, θα πρέπει η Αθήνα να λάβει όλα τα ενδεικνυόμενα μέτρα, για όλα τα πιθανά ή απίθανα σενάρια που μπορούν να εμφανισθούν, για να θωρακίσει, μεταξύ άλλων, τον Έβρο και τα νησιά του Αιγαίου, από τυχόν προσπάθειες της γείτονος να προκαλέσει επικίνδυνες τεχνητές κρίσεις, μέσω και του Μεταναστευτικού, καθιστώντας παράλληλα απόλυτα σαφές ότι η Ελλάδα έχει όρια στην αντιμετώπιση απειλών και δεν υποχωρεί.
Αυτό σημαίνει βέβαια ότι πέραν της διατήρησης της αυτονόητης εθνικής ομοψυχίας και με ψύχραιμες αντιδράσεις στις τουρκικές προκλήσεις, πρέπει να γίνουν οι κατάλληλες κινήσεις στο πλαίσιο της λογικής και του εφικτού, για την ανάπτυξη και ενδυνάμωση της ισχύος των Ενόπλων μας Δυνάμεων, όπου κρίνεται τούτο απαραίτητο.
Η διατήρηση προνομιακών, αλλά μη προκλητικών, σχέσεων και συνεννοήσεων με άλλες Χώρες της ευρύτερης γειτονιάς μας, θα πρέπει να συνεχισθεί και να ενδυναμωθεί, όπως επίσης και οι διάφορες, σε εξέλιξη, διαπραγματεύσεις μαζί τους για τις θαλάσσιες ζώνες, ως μια χρήσιμη, νόμιμη, διεθνής πρακτική συνεργασιών, που θα εδράζονται στο Διεθνές Δίκαιο και στον αλληλοσεβασμό.
Παράλληλα, ο Έλληνας Πρωθυπουργός, γνωρίζοντας από εμπειρία και καταβολές πώς παίζεται σήμερα το παιχνίδι με τον Πρόεδρο της γείτονος, όταν οι συνθήκες και η τουρκική συμπεριφορά επιτρέψουν κάτι τέτοιο, πράγμα που θα είναι επωφελές, για τα επόμενα βήματα των διμερών μας σχέσεων.
*πρέσβης ε.τ., πρώην γενικός γραμματέας του Υπ. Εξωτερικών