του Νίκου Χριστοδουλάκη*
Η γαλλο-γερμανική πρόταση χρηματοδότησης των κρατών της ΕΕ ώστε να αντιμετωπίσουν την ύφεση της πανδημίας και να ισχυροποιήσουν τις οικονομίες τους αποτελεί σταθμό στην ιστορία της Ένωσης, τόσο για το μεγάλο ύψος των κονδυλίων όσο και επειδή θα διατεθούν στις χώρες κυρίως ως χορηγίες αντί για δάνεια. Προφανώς η αντιμετώπιση της ύφεσης – προς το παρόν απροσδιόριστου βάθους και χρόνου – δεν θα μπορούσε να βαρύνει το δημόσιο χρέος τους, ιδιαίτερα όταν μερικές από τις πλέον ευπαθείς είναι ταυτόχρονα και υπερχρεωμένες και μια περαιτέρω επιβάρυνση θα τις έστελνε στα δημοσιονομικά τάρταρα.
Στην πράξη βέβαια τα κράτη θα υποστούν το κόστος εξυπηρέτησης των ευρω-ομολόγων που θα εκδοθούν, απλώς αυτό θα μετατεθεί στο απώτερο μέλλον και επιπλέον θα γίνει με την αναλογικότητα συμβολής εκάστου στον κοινοτικό προϋπολογισμό. Αυτός είναι και ο λόγος που διευρύνεται το μπλοκ των αντιρρησιών χωρών εναντίον του Νότου, επειδή οι χώρες του Βορρά θα είναι αυτή τη φορά οι λιγότερο ευνοημένες.
Αντιθέτως, οι χώρες που θα λάβουν πόρους πολύ περισσότερους από τη δημοσιονομική τους αναλογία, είναι οι κατεξοχήν ωφελημένες της απόφασης. Η Ελλάδα συμμετέχει στον κοινοτικό προϋπολογισμό με 1,37% του συνόλου και θα λάβει το 4,30% του πακέτου, δηλαδή τρεις φορές πάνω από την αναλογία επιβάρυνσης στην εξόφλησή του. Αναμφισβήτητα είναι μια μεγάλη εθνική επιτυχία. Παρ’ όλα αυτά, η Ελλάδα αντί να πανηγυρίζει θα έπρεπε να είναι περίφροντις για δύο πολύ σημαντικά προβλήματα που ελλοχεύουν και αν δεν αντιμετωπιστούν έγκαιρα θα υπονομεύσουν την τελική επιτυχία της ανασυγκρότησης:
Πρώτο πρόβλημα είναι το πολιτικό σύνδρομο να ρίχνεις χρήματα εκεί που χάνονται ευκολότερα, επειδή εκεί οι ζημίες είναι συνήθως μεγαλύτερες και τα αιτήματα πιο γοερά. Αρκεί κανείς να αναλογιστεί πόση πολιτική ενέργεια έχει επί δεκαετίες σπαταληθεί στη διάσωση προβληματικών επιχειρήσεων, προβληματικών δανείων, ξεπερασμένων επαγγελμάτων, κ.ο.κ. Η κυβέρνηση θα έχει μεγάλη πολιτική δυσκολία να επιλέξει σε ποιους τομείς και έργα θα κατανείμει τα κονδύλια από το Πακέτο Ανασυγκρότησης, επειδή την προηγούμενη δεκαετία η χώρα βίωσε μια μεγάλη απο-επένδυση σε όλο το φάσμα και την έκταση οικονομικής δραστηριότητας. Ετσι σήμερα εμφανίζονται όλοι οι κλάδοι, τα επιμελητήρια και οι περιφέρειες να διεκδικούν πόρους για να ισοφαρίσουν τις διαχρονικές απώλειες της κρίσης.
Εάν όμως οι πόροι δεσμευτούν στις προβληματικές εκδοχές κάθε κλάδου και περιοχής, το αποτέλεσμα θα είναι να αναπαραχθεί το ίδιο προβληματικό μοντέλο ανάπτυξης που υπήρχε και πριν την κατάρρευση. Η ελληνική οικονομία όχι μόνο θα χάσει το επόμενο τρένο τεχνολογίας και ανταγωνιστικότητας, αλλά θα έχει επιβραβεύσει κυρίως όσους τομείς και επιχειρήσεις απέτυχαν να προσαρμοστούν και να επιβιώσουν και παραμένουν διαρκώς υπό την απειλή να καταρρεύσουν εκ νέου. Ακριβώς όπως ο «άπληστος πίθος επί των πολλά εσθιόντων» με τις αρχαίες Δαναΐδες.
Για να ξεπεράσει τον κίνδυνο αυτόν, το πακέτο ανασυγκρότησης πρέπει να ξεχωρίσει ένα μέρος που θα πάει ως αποζημίωση και στήριξη σε όσους υπέστησαν μεγάλες ζημίες από την πρόσφατη κρίση. Και πάλι όμως η βοήθεια πρέπει να δίνεται κυρίως σε εργαζόμενους είτε για να διατηρήσουν τη δουλειά τους είτε – αν την έχασαν – να καταρτιστούν για να βρουν την επόμενη που θα είναι διαρκείας και όχι πάλι ευκαιριακή και αβέβαιη. Αντίθετα, η στήριξη σε επιχειρήσεις πρέπει να είναι πιο φειδωλή και να βασίζεται σε κριτήρια βιωσιμότητας, επενδύσεων, καινοτομίας και φυσικά στη διατήρηση και επαύξηση της απασχόλησης. Χρήσιμο είναι να στηρίξει επίσης και τη δημιουργία ταμείων επαγγελματικής αυτασφάλισης έναντι απρόβλεπτων κινδύνων, το οποίο θα χρηματοδοτείται με επιχειρηματικές εισφορές κατά την περίοδο κερδοφορίας κάθε κλάδου. Έτσι την επόμενη φορά που θα ξαναέρθει μια κρίση, οι εταιρικές ζημίες θα αναπληρωθούν – έστω κατά ένα μέρος – από τις προνοητικές αποταμιεύσεις του κλάδου και όχι πάλι εξ ολοκλήρου από τους έλληνες και ευρωπαίους φορολογούμενους.
Αφού διαχωριστούν οι αποζημιώσεις και τα επιδόματα, τα υπόλοιπα κονδύλια του πακέτου ανασυγκρότησης πρέπει να κατευθυνθούν σε δραστηριότητες που είναι τεχνολογικά σύγχρονες, οικονομικά βιώσιμες, ανθεκτικές στην ύφεση, εξάγουν στις διεθνείς αγορές, δημιουργούν μαζική απασχόληση και είναι φιλικότερες στο περιβάλλον. Πολλά κριτήρια για να χωρέσουν όλα μαζί σε ένα σχέδιο και να πετύχουν στην ελληνική πραγματικότητα. Ευτυχώς υπάρχει και η ευρωπαϊκή πρόταση, η οποία εκτός από την ενίσχυση των συστημάτων υγείας έχει υιοθετήσει ως προτεραιότητες την απολιγνιτοποίηση, την ψηφιοποίηση και την τηλεματική.
Κατά συνέπεια παραμένει ακέραιο το ερώτημα ποιοι κλάδοι της πρέπει να στηριχθούν κατά προτεραιότητα. Κατά τη γνώμη μου, μακράν πάσης αμφιβολίας είναι ο κλάδος της μεταποίησης και οι δραστηριότητες παραγωγής, εξαγωγών και υψηλής προστιθέμενης αξίας. Από κοντά, οι τομείς αγροτικής μεταποίησης, ενεργειακής παραγωγής, υλικών, κ.λπ. Είναι οι κλάδοι που άντεξαν περισσότερο στην ύφεση των Μνημονίων, εξάγουν όλο και περισσότερο, προσφέρουν ευρεία απασχόληση και δεν τα παρατάνε στο πρώτο κύμα της κρίσης. Έτσι θα ξεφύγουμε από την μονοδιάστατη κυριαρχία της οικονομίας των υπηρεσιών και θα μπορέσουμε να ξαναβρούμε τον βηματισμό μας με τη σύγχρονη ευρωπαϊκή βιομηχανία.
Δεύτερο μεγάλο πρόβλημα θα είναι η αποτελεσματική διαχείριση του πακέτου ανασυγκρότησης. Την προηγούμενη δεκαετία, η Ελλάδα εκτός από την ύφεση και την κατάρρευση των ιδιωτικών επενδύσεων, βίωσε και το τραγικό παράδοξο να περικόπτει τις δημόσιες επενδύσεις αν και προέρχονταν από ευρωπαϊκά κονδύλια. Με τον τρόπο αυτόν προσπαθούσε να σταθεροποιήσει κάπως το δημοσιονομικό έλλειμμα, στην πράξη όμως προκαλούσε ακόμα μεγαλύτερη ύφεση και τελικά το διόγκωνε. Αφθαστη στρατηγική απαξίωσης των δημοσίων υποδομών και οικονομικής αυτο-επιδείνωσης!
Σαν να μην έφτανε αυτό όμως, γίνονταν όλο και πιο γραφειοκρατικές οι διαδικασίες ενίσχυσης και των όποιων ιδιωτικών επενδύσεων με αποτέλεσμα σύντομα να βαλτώσουν και αυτές. Στην προσπάθειά της να επιταχύνει την κατανομή των κονδυλίων, η προηγούμενη κυβέρνηση είχε διαμορφώσει πολύ μικρά επίπεδα επενδύσεων, τα προγράμματα πήγαν σε άπειρες μικρές προτάσεις, αλλά οι περισσότερες έχουν εγκαταλειφθεί γιατί τους είναι αδύνατον να τα βγάλουν πέρα με τη γραφειοκρατία. (Για μια μικρή πρόταση πρέπει να συμπληρωθούν εκθέσεις περίπου 220 σελίδων.) Από το τρέχον πρόγραμμα ΕΣΠΑ που λήγει σε λίγους μήνες, έχουν πραγματικά εισρεύσει στην ελληνική οικονομία μόνο το 25% των εξαετών πόρων! (Για να μασκαρευτεί η αποτυχία, προσφάτως μεταφέρθηκαν κεφάλαια του ΕΣΠΑ και έγιναν γρήγορες επιχορηγήσεις πάσης φύσεως.) Πρόκειται για μια τραγική αποτυχία κατανομής και διαχείρισης αναπτυξιακών προγραμμάτων που δημιουργεί εύλογα ερωτήματα πώς άραγε θα καταφέρει η κυβέρνηση να διαχειριστεί τα πολύ μεγαλύτερα που αναμένονται να έλθουν.
Σε αυτό το διπλό πρόβλημα δυσκολίας επιλογών και διαχειριστικής αποτυχίας της Ελλάδας, πιστεύω ότι μία διέξοδος θα ήταν ένα σημαντικό μέρος της κατανομής των πόρων και διαχείρισης των έργων να γίνει από μια ενιαία ευρωπαϊκή αρχή. Καμία σχέση με τη δημοσιονομική κηδεμονία που πολλοί θα ήθελαν να βρουν αφορμή για να επιβάλουν ξανά στην Ελλάδα και ίσως και σε άλλες χώρες. Αντιθέτως, αυτό που χρειάζεται τώρα είναι ένα Ευρωπαϊκό Υπουργείο Ανάπτυξης που θα εποπτεύσει τις δράσεις του Ταμείου Ανασυγκρότησης σε κάθε κράτος, θα διασφαλίσει τη συμβατότητα των νέων υποδομών και θα συντονίζει τη μετάβαση στη νέα βιομηχανική επανάσταση και την περιβαλλοντική οικονομία του 21ου αιώνα.
Η νέα σελίδα ευρωπαϊκής αλληλεγγύης και ανόρθωσης που ξεκίνησε με τη γαλλο-γερμανική πρόταση πρέπει να υλοποιηθεί όχι μόνο στο πεδίο της ενιαίας ευρωπαϊκής αγοράς στο οποίο βασίστηκε το οικοδόμημα της Ένωσης τις προηγούμενες δεκαετίες, αλλά πλέον και σε ένα ενιαίο πλαίσιο παραγωγής και απασχόλησης όπως απαιτεί το μέλλον. Θα είναι ο πιο πρόσφορος τρόπος για να τα καταφέρει και η χώρα μας, αντί να επαναλάβει τις καθυστερήσεις και τα ατυχή πειράματα του παρελθόντος.
*πρώην υπουργός, καθηγητής στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο