του Κωνσταντίνου Φίλη*
Συχνά συγχέουμε τις επιθυμίες με την πραγματικότητα. Οσοι, λοιπόν, θέλουν την ανατροπή του Ερντογάν, τον εμφανίζουν να παραπαίει, με την αποχώρησή του να είναι θέμα χρόνου. Η κατάσταση, όμως, για την ώρα, είναι διαφορετική, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι ο τούρκος πρόεδρος δεν κλονίζεται. Ποια είναι, όμως, τα σοβαρότερα εμπόδια που καλείται να υπερπηδήσει, αν θέλει να μην τον προλάβουν οι πολιτικές εξελίξεις;
Κατ’ αρχάς, να ξεκαθαρίσουμε ότι διατηρεί ακόμη απόθεμα πολιτικού κεφαλαίου και δείχνει να έχει «μπετονάρει» ένα ποσοστό υποστηρικτών γύρω στο 40%. Κατά δεύτερον, η κρίση της πανδημίας και οι επεμβάσεις σε Συρία (πρωτίστως) και Λιβύη, όπως και η πολιτική του απέναντι στη Δύση αλλά και την Ανατολική Μεσόγειο, συσπείρωσαν γύρω από αυτόν ένα ακροατήριο, που δεν είναι μόνο εθνικιστικό, αλλά και συντηρητικό και εν τέλει εκπαιδευμένο στη μαξιμαλιστική ρητορική μιας ανερχόμενης υπερδύναμης, όπως παρουσιάζει τη χώρα του ο Ερντογάν. Είναι χαρακτηριστικό το παράδειγμα της περιφρόνησης των αιτιάσεων για τη μετατροπή της Αγίας Σοφίας. Κατά τρίτον, η στοχοποίηση των Κούρδων, εντός και κυρίως εκτός Τουρκίας, και η συνεχής ενημέρωση για εξουδετέρωση «τρομοκρατικών» κατά την Αγκυρα θυλάκων στην ευρύτερη περιοχή αποδίδουν καρπούς, κυρίως στην εμπέδωση αισθήματος ασφάλειας.
Κάπου εδώ, όμως, αρχίζουν τα προβλήματα: σε όλες τις τελευταίες μετρήσεις, οι συμπατριώτες του τοποθετούν την οικονομία, την ανεργία, τον πληθωρισμό και την παιδεία ως τα κυριότερα ζητήματα που τους απασχολούν, ρίχνοντας τα βέλη τους στην κυβέρνηση. Οι πολίτες στήριξαν τον Ερντογάν εξαιτίας της βελτίωσης των συνθηκών διαβίωσης, κυρίως όσων βρίσκονταν στο οικονομικό και κοινωνικό περιθώριο επί κεμαλιστών. Αργότερα, υποστήριξαν την αυταρχοποίηση της χώρας τους, εκφράζοντας την εμπιστοσύνη τους στο πρόσωπό του. Ωστόσο, η στοίχισή τους έγινε υπό τον όρο της διατήρησης της θετικής πορείας της οικονομίας. Σήμερα, με την ανατίμηση βασικών αγαθών, την αύξηση της ανεργίας και τη μείωση των ξένων επενδύσεων, τα περιθώρια υπομονής τους αρχίζουν να εξαντλούνται. Και για αυτό είναι ευνόητο γιατί ο Ερντογάν χρησιμοποιεί όλο και συχνότερα το πεδίο της εξωτερικής πολιτικής και τον εθνικισμό, κάνοντας προβολή ισχύος, ώστε να αποπροσανατολίσει την κοινή γνώμη – χωρίς βέβαια αυτός να είναι ο αποκλειστικός λόγος.
Αυτή τη στιγμή, ο τούρκος πρόεδρος, που διατηρεί την πρωτοβουλία των κινήσεων, καλείται να επιλέξει μεταξύ του ανασχηματισμού (που πλησιάζει), της αλλαγής του εκλογικού συστήματος, της πρόκλησης ρηγμάτων στο μέτωπο της αντιπολίτευσης (αμοιβαία συμπληρωματικά τα τρία προαναφερθέντα ενδεχόμενα), του μετριασμού των υπερεξουσιών του, έστω και με εικονική ενίσχυση του κράτους δικαίου – κάτι που θέλουν και οι Ευρωπαίοι ως φύλλο συκής -, και, σε ένα πιο ακραίο σενάριο, της διεξαγωγής πρόωρων εκλογών. Η υποχώρηση του κόμματος Μπαχτσελί, που στηρίζει κοινοβουλευτικά το AKP, η δυναμική Ιμάμογλου (ας μην την υπερτιμούμε, θα κριθεί από το έργο του στην Κωνσταντινούπολη), η ανάδειξη κομμάτων από τους κόλπους του AKP (Μπαμπατζάν και Νταβούτογλου), η πτωτική τάση της δημοτικότητας του Ερντογάν και ιδίως του AKP στις δημοσκοπήσεις και προπάντων η δοκιμαζόμενη οικονομία διαμορφώνουν σταδιακά τις συνθήκες μετάβασης σε μία μετά Ερντογάν εποχή. Η μάχη μεταξύ των πιο σκληρών, με αναφορές στα υπουργεία Αμυνας και Εσωτερικών, και των σχετικά μεταρρυθμιστών βρίσκεται σε εξέλιξη.
*εκτελεστικός διευθυντής του ΙΔΙΣ
**πρώτη δημοσίευση: www.in.gr